Ενός λεπτού κραυγή
Στα ντουβάρια της εξαθλίωσης
στα ματωμένα πλακόστρωτα
στα λερωμένα μάρμαρα
και τους αιώνες ησυχίας
είθισται να μαζευόμαστε
ξεθωριασμένα πρόσωπα
μηχανικές αντιδράσεις
-ενός λεπτού σιγή
.
κωφεύουμε λυτρωτικά
αποστρέφοντας το βλέμμα
από το ομιλούντα καθρέφτη
συμμόρφωση, αποξένωση
αποτσίγαρο στο πεζοδρόμιο
ένας καφές στο χέρι
και πορεία στο σύνηθες
-ενός λεπτού σιγή
.
θέλω να ουρλιάξω
μόνο που φοβάμαι
φοβάμαι σου λέω
πως θα πάρεις τη φωνή μου
και θα της βάλεις πλαίσιο
νόημα δικό σου
και θα την ονομάσεις
-ενός λεπτού κραυγή
.
μια μόνιμη σιωπή
.
ShortUrl: https://wp.me/p2tMSd-aw
Βόθρος
Λύματα στης ιστορίας το βόθρο
μιας βιασμένης λογικής εμετικά απόβλητα
ασχημονούμε ουρλιάζοντας
δηλητηριάζοντας
κάθε έναν που μας συναντά
μεταφέροντας το μίσος μας
τη βλακεία μας
τη σκατοψυχιά μας
σαν την βουβωνική πανώλη
από μαλάκα σε μαλάκα
καθιστώντας τον κόσμο μας
σε ομοίωμα της ασημαντότητας μας
.
Λύματα φιλοσόφων
που πράφαγαν, παραήπιαν
και αποκαμωμένοι πια
έχεσαν στα βρακιά τους
τις δυσώδης μοναδικές τους
αλήθειες
σημαίες, ιδέες, ιδανικά
ικανά να κάνουν κάθε μαλάκα
να νιώθει σημαντικός
στο δικό του
ατομικό
βόθρο λυμάτων
.
Μας ενώνει αυτή η δυσωδία
έθνος, θρησκεία, φανέλα, ιδέα
μαλακία
μας αναζωογονεί η μπόχα
η βρώμα είναι μόδα
είναι ψωμί, πατρίδα, οικογένεια
μας δίνει νόημα, σκοπό
άλλωστε δεν είναι λίγο
περήφανος
να δηλώνεις πως είσαι κι εσύ σκατό
.
ShortUrl: https://wp.me/p2tMSd-an
Ένα διαχρονικό παραμύθι
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα πανέμορφο μικρό χωριό, ζούσαν ευτυχισμένοι καμιά εξηνταριά άνθρωποι. Μπορεί να ήταν κι εξήντα πέντε. Αν και η κύρια ασχολία τους ήταν η κτηνοτροφία, δεν τους έλειπε τίποτα. Μπορεί να μην είχαν όλες τις ανέσεις που έχουν οι άνθρωποι στις πόλεις, μπορεί να μην είχαν θέατρα, κινηματογράφους, και ακριβά εστιατόρια αλλά μια χαρά περνούσαν.
Τα πανηγύρια, εκτός από το μεγάλο στην μνήμη του Άι Λιά στα τέλη του Ιούλη, του προστάτη του χωριού, συχνά στήνονταν στην πλατεία με την παραμικρή αφορμή. Μερικές φορές, πέρναγε και κάποιος περιοδεύων θίασος ή κάποιος καραγκιοζοπαίχτης, και τότε όλο το χωριό μαζεύονταν να διασκεδάσει. Μια φορά μάλιστα, είχε περάσει από το χωριό και ένας περιοδεύων κινηματογράφος. Μεγάλη εντύπωση άφησε αυτό το γεγονός στους χωριανούς, ακόμα το συζητάνε, χρόνια μετά.
Φυσικά, το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής ήταν τα δυο καφενεία του χωριού. Παραδοσιακά, όμορφα καφενεία, με καλό καφέ, νόστιμα μεζεδάκια και δυνατό τσίπουρο. Δεν παραβλέπουμε βέβαια και τις δροσερές πορτοκαλάδες και τη βανίλια υποβρύχιο για τα παιδιά.
Αυτά τα δύο καφενεία που λέτε, ήταν απέναντι το ένα από το άλλο, στην πλατεία του χωριού. Βόρεια το ένα, του Βασίλη του Χοντρού και νότια το άλλο, του Μήτσου, που είχε το συνήθειο να επιμένει να τον φωνάζουν Δημήτριο, αφού στα νιάτα του είχε περάσει ένα έτος στη νομική σχολή, στη μεγάλη πόλη. Αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στο χωριό όταν αρρώστησε βαριά ο πατέρας του, και κάποιος έπρεπε να φροντίσει το καφενείο. Βλέπετε, από αυτό ζούσαν όλοι, κι αυτός και η μάνα του και οι δυο ανύπαντρες τότε αδερφές του. Γύρισε λοιπόν άρον άρον, αλλά το κουσούρι της νομικής έμεινε. Έτσι απέκτησε το παρατσούκλι Μήτσος ο Χασοδίκης.
Στην ανατολική πλευρά της πλατείας, στεκόταν η εκκλησιά του Άι Λιά. Το καμάρι του χωριού. Ο παππάς του χωριού, ένας γεράκος, έξω καρδιά, που σε όλους έλεγε πως θα πάνε στον παράδεισο, όλους τους αγαπούσε και κανέναν, μα κανένα δεν είχε επιπλήξει ποτέ αν καμιά φορά δεν εμφανιζόταν στην εκκλησία, ή αν του ξέφευγε καμιά βλαστήμια. Το παγκάρι του ήταν μονίμως άδειο, μιας και ότι έπεφτε μέσα, πήγαινε αμέσως στους πιο φτωχούς, σε κάποιο παιδί του χωριού που είχε κατέβει στη μεγάλη πόλη για σπουδές ή σε λογαριασμούς κάποιου νοσοκομείου όταν η ασθένεια ήταν υπεράνω των δυνατοτήτων του γιατρού.
Ο γιατρός ήταν νέος, ξενομερίτης, τον έστειλε το Κράτος στο χωριό για τρία χρόνια, αλλά δεν έφυγε ποτέ. Ακούραστος και ευγενικός, πάντα έτρεχε να βοηθήσει τους ανθρώπους του, αλλά πέρα από κανα κερασμένο τσίπουρο, κανα γλυκό του κουταλιού και κανα κυριακάτικο τραπέζωμα όσο ζούσε μόνος του, δεν καταδέχτηκε ποτέ να πάρει αμοιβή για τις υπηρεσίες του. “Μα με πληρώνει το Κράτος”, αναφωνούσε θιγμένος κάθε φορά που κάποιος προσπαθούσε να τον πληρώσει. Μετά βέβαια, αγάπησε τη Μαριγώ, την κόρη του μπακάλη, και έτσι έχασε τα κυριακάτικα γεύματα, αλλά κέρδισε τον έρωτα τς ζωής του. Σύντομα έκανε και κουτσούβελα, έμεινε πια μόνιμος στο χωριό, και οι άνθρωποι έπαψαν να τον λεν ξενομερίτη. Τον πείραζαν όμως καμιά φορά, φωνάζοντας τον σώγαμπρο. Τότε γελούσε και τους έλεγε πως τα τρία από τα εφτά παιδιά που πήγαιναν σχολείο στο χωριό, ήταν δικά του, του σώγαμπρου.
Το σχολείο ήταν στην άκρη του χωριού, πέτρινο, δυο τάξεις και ένα γραφειάκι για το δάσκαλο. Η μια τάξη χρησίμευε ως αποθήκη μιας και τα παιδιά ήταν λίγα. Ο δάσκαλος, ο κύριος Ξενοφών, μιας κάποιας ηλικίας, εργένης, μετρημένος και πάντα καλοντυμένος ήταν καλοσυνάτος και υπομονετικός με τα παιδιά. Πέρα από τη σχολική ύλη, τα έπαιρνε συχνά στην εξοχή να τα διδάξει επί τόπου βοτανολογία, βιολογία, ζωολογία και άλλα. Τους μάθαινε για τα πετρώματα και τα απολιθώματα και την προϊστορία.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που σ’ αυτές τις εξορμήσεις συναντούσαν τον αγροφύλακα να γυρνάει από χωράφι σε βοσκοτόπι και από μαντρί σε αγρόκτημα. Ο αγροφύλακας που έκανε χρέη και αστυνόμου, ο Δημήτρης του Νικολή, όπως τον ήξεραν στο χωριό, όχι μόνο δεν ασκούσε ουσιαστική εξουσία, αλλά έτρεχε πάντα να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη από ένα χεράκι στις δουλειές. Πότε τον έβρισκες στον έναν όταν έσφαζε γουρούνι, πότε στον άλλο όταν ήταν ο καιρός για το κούρεμα των προβάτων, άλλες πάλι φορές έκοβε ξύλα για κάποιες γιαγιάδες, που χήρες πλέον, ζούσαν μοναχές τους.
Ο παππάς, ο δάσκαλος και ο γιατρός ήταν αχώριστοι. Οι τρεις τους μαζεύονταν στο καφενείο για τσίπουρο και πρέφα σχεδόν κάθε απόβραδο. Αλλά φρόντιζαν να πηγαίνουν μια στο ένα και μια στο άλλο καφενείο, μιας και κανένας στο χωριό δεν είχε έχθρες με κάποιον άλλον. Καμιά φορά μαζί τους, έβλεπες και το αγροφύλακα. Αν δεν ήταν εκεί, τότε σίγουρα ήταν με μιαν άλλη αχώριστη τριάδα στο χωριό που την αποτελούσαν ο Πρόεδρος, ο μπακάλης και ο φαρμακοποιός.
Ο Πρόεδρος, Σωτήρης Μέτζουλας στο όνομα, ήταν ο φτωχός δευτεροξάδερφος του Βουλευτή του νομού με το κυβερνών κόμμα, του γνωστού για την φιλοπατρία του Επαμεινώνδα Μέτζουλα του Αγησίλαου, γόνος γνωστής οικογένειας κλεφταρματολών του αγώνα του ΄21. Ένα γεγονός που εξασφάλιζε την μόνιμη εκλογή του ως προέδρου του χωριού. Κατά βάθος, ήσυχος και καλός άνθρωπος, πάσχιζε να βοηθήσει το χωριό με κονδύλια από τη Νομαρχία και την κεντρική κυβέρνηση, υποστήριζε σθεναρά τις υποθέσεις των συγχωριανών του, και το γραφείο της κοινότητας ήταν πάντα ανοιχτό σε όποιον τον χρειαζόταν. Το μόνο του κουσούρι ήταν το τσίπουρο, αλλά κι αυτό μόνο όταν έκλεινε η “υπηρεσία της κοινότητος” όπως επέμενε να ονομάζει το τραπεζάκι του καφενείου που χρησιμοποιούσε αντί για το γραφείο του.
Ο μπακάλης, ένας θεόρατος καλοσυνάτος γίγαντας που άκουγε στο όνομα Ηλίας, το επώνυμο Τσάμκας, ήταν ταυτόχρονα και φούρναρης του χωριού. Από κονσέρβα μέχρι σπίρτα, από ψωμί μέχρι λάδι, από σαπούνι μέχρι σοκολάτες, όλα τα είχε στο μαγαζί. Ένα διώροφο πίσω από την εκκλησιά, που κάτω ήταν μαγαζί και απάνω το σπίτι του. Πολλές φορές “ξεχνούσε” να γράψει τα βερεσέδια, πάντα είχε ένα γλειφιτζούρι για τα παιδιά και το μόνο του παράπονο ήταν που είχε μόνο μία κόρη, η γυναίκα του πέθανε στη γέννα, αλλά του πέρασε όταν απέκτησε εγγόνια, και μάλιστα από γαμπρό γιατρό.
Ίσως ο πιο βαρετός να ήταν ο φαρμακοποιός, αλλά μόνο γιατί δεν έπινε, δεν κάπνιζε και είχε μια ανεξήγητη μανία να πλένει συνέχεια τα χέρια του, ως και εκατό φορές την ημέρα. Φάρμακο όμως δεν αρνήθηκε ποτέ σε άρρωστο, είχε δεν είχε λεφτά. Ήταν και λόγιος, διάβαζε κάτι βιβλία, μαύρα, χοντρά δερματόδετα, γραμμένα στη καθαρεύουσα, που μόνο ο δάσκαλος και ο γιατρός θα μπορούσαν να διαβάσουν. Κι όμως, όλως περιέργως, ο Αλέξανδρος Φυκώνης, αυτό ήταν το όνομα του, αν και όλοι τον φώναζαν φαρμακοτρίτφτη, δεν έκανε πολύ παρέα με το γιατρό ή το δάσκαλο. Οι κακές οι γλώσσες λέγανε πως ντρέπεται γιατί δεν είχε τόσο “δυνατό” πτυχίο. Ποιος ξέρει άραγε.
Υπήρχαν και άλλοι πολλοί ωραίοι άνθρωποι στο χωριό, σχεδόν όλοι δηλαδή ήταν ωραίοι, αλλά που να τους απομνημονεύσει κανείς όλους; Ο Μπάμπης, ο καλλίτερος χτίστης πέτρας, ο Νίκος ο χασάπης, ο Παναής ο βοσκός, η Βαγγελιώ η μοδίστρα, η Αννούλα του Πίκουλα με τα υφαντά της και πόσοι ακόμα.
Και η ζωή περνούσε όμορφα. Απλά αλλά όμορφα. Και ήρθε το καλοκαίρι, και είχαμε και γάμο στο χωριό και όλοι περίμεναν πως και πως το γλέντι, μετά της Παναγιάς είχαν πει. Κι ένα πρωί μπήκε ένα απόσπασμα Ες Ες στη πλατεία, και κάποιοι με κουκούλες. Και μάζεψαν όλο το χωριό και ψάχναν τον Θύμιο, του κυρ Παντελή που λέγαν πως είχε βγει στο βουνό, Και τους σκότωσαν όλους, εφτά παιδιά, είκοσι πέντε άντρες και τριάντα γυναίκες και τον γιατρό, και το φαρμακοποιό και τον αγροφύλακα και τον παπά και τον μπακάλη και τους καφετζήδες. Μόνο το πρόεδρο άφησαν γιατί ήταν ο φτωχός δευτεροξάδερφος του Βουλευτή του νομού με το κυβερνών κόμμα, του γνωστού για την φιλοπατρία του Επαμεινώνδα Μέτζουλα του Αγησίλαου, γόνος γνωστής οικογένειας κλεφταρματολών του αγώνα του ΄21. Αλλά κι αυτός, δεν άντεξε, κρεμάστηκε μόνος του από μια καρυδιά που ήταν στο κέντρο της πλατείας αμέσως με το που έφυγαν οι Ες Ες και οι κουκούλες.
Ήταν μήνας Αύγουστος, αρχές, το καλοκαίρι του 1943.
……
Μήνας Σεπτέμβρης, 2017, και οι Ες Ες ξεχύνονται πάλι στα χωριά, μόνο οι κουκούλες άλλαξαν. Τώρα πια είναι γραβάτες.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-ae
Χαμογελάνε τα σκουπίδια;
Σέρνονται αργά οι ώρες, οι μέρες, οι εποχές.
Εναλλαγή κατάθλιψης και προσποιητής διασκέδασης.
Ανεκπλήρωτοι πόθοι, σβησμένα πάθη, νεκρά όνειρα.
Η σκιά της κοινωνικότητας πέφτει όλο και πιο μαύρη στα μάτια μας, στην καρδιά μας, στη ζωή μας.
Μα κυρίως πέφτει, σκοτάδι, στο μυαλό μας.
Νεκροζώντανοι.
Παραπαίουμε από στιγμή σε στιγμή, ξύνοντας την λίγδα από μια αλλότρια κανονικότητα.
Μια κανονικότητα που μας έχει αρπάξει από ο σβέρκο, από τ’ αχαμνά, από την ψυχή μας την ίδια., και μας ξετινάζει σαν πατσαβούρια ξεσκονίσματος.
Κάναμε τη ζωή μας διεκπεραίωση, ρουτίνα φυλακισμένου με λοβοτομή.
Το φαΐ μας άγευστο, τα λόγια μας ανούσια, η μουσική μας άτονη, το σεξ χωρίς πάθος, ο ύπνος κενός.
Δίχως όνειρα.
Ούτε καν εφιάλτες.
Κατασκευάσαμε νέους εχθρούς για να κρύψουμε τους φόβους μας.
Διαστρεβλώσαμε τις έννοιες για να ταιριάξουν με την δειλία μας.
Πουλήσαμε συνειδήσεις για ν’ αγοράσουμε τις αλυσίδες μας.
Νομιμοποιήσαμε το δικαίωμα στην ξεφτίλα, μη μπορώντας να κοιταχτούμε στους καθρέφτες μας.
Αλλά όσο κι αν προσπαθούμε, όσο κι αν προσποιούμαστε, όσο κι αν καλύπτουμε τους καθρέφτες μας με μακιγιάζ κανονικότητας, δεν γλυτώνουμε.
Αργά η γρήγορα θα βρεθούμε όλοι μπροστά στον πιο αμείλικτο καθρέφτη, τον πιο σκληρό κριτή.
Τα μάτια εκείνων που αντιστέκονται.
Εκείνων που στέκονται όρθιοι απέναντι στα εκτελεστικά αποσπάσματα
Εκείνων που σαπίζουν στα κελιά χωρίς να μετανοιώνουν.
Εκείνων που δίνουν τα πάντα για να μην έχουν τίποτα να τους δεσμεύει.
Εκείνων που ψάχνουν στα σκουπίδια, όχι για φαγητό, αλλά για ένα χαμόγελο.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-9O
Περί φασισμού
Ο φασισμός είναι εγγενής χαρακτηριστικό της εξουσίας.
Υπάρχει από πάντα δίπλα της, και θα υπάρχει για όσο θα υπάρχει εξουσία.
Δεν είναι απλά ένα της πρόσωπο, μια μάσκα ή μια εφεδρεία. Είναι η ίδια της η φύση. Όλα τα υπόλοιπα είναι μάσκες, εφεδρείες, ρόλοι παιγμένοι για τις ανάγκες της. Και η εξουσία μας δείχνει την πραγματική της φύση κάθε φορά που η εξουσία βρίσκεται στην επίθεση ή στην άμυνα, κάθε φορά δηλαδή που η δήθεν κοινωνική ειρήνη διασαλεύεται, για όποιον λόγο.
Και πάντα ο λόγος είναι ακριβώς αυτή η πραγματική φύση της εξουσίας, που την ωθεί στην μόνιμη προσπάθεια καθυπόταξης κάθε κοινωνικού υποκειμένου στις επιταγές της.
Η εκμετάλλευση και η φτωχοποίηση των πολλών, η αδικία και η παράλογη σπατάλη πόρων και δυνατοτήτων δεν είναι απλά ένα μέσο για τον πλουτισμό των λίγων, αλλά αποτέλεσμα της ύπαρξης της εξουσίας ως τέτοιας στις κοινωνικές μας δομές.
Σχεδόν όλες οι αναλύσεις, θεωρήματα και ιδεολογίες θεωρούν τις οικονομικές σχέσεις της κοινωνίας ως τον θεμέλιο λίθο της, αδιαφορώντας μάλλον απλοϊκά για το γεγονός πως οι οικονομικές σχέσεις είναι σχέσεις επιβολής και όχι προτίμησης.
Και η επιβολή δεν γεννιέται από την οικονομική διαστρωμάτωση της οικονομίας αλλά το αντίθετο.
Ο φασισμός λοιπόν, όποιο κι αν ήταν το όνομα του πριν τον βαφτίσουμε έτσι, ως το πραγματικό πρόσωπο της εξουσίας, δεν είναι παράγωγο της εποχής, της οικονομικής κρίσης ή ακόμα και ιδεολόγημα κάποιων «κακών” που παρασέρνει αδαείς και αθώους πολίτες.
Ο φασισμός ήταν, είναι και θα είναι η ίδια η εξουσία, που όντας παράλογη, διαιωνίζει στις ανθρώπινες κοινωνίες σαν ιδεολόγημα, όλες τις βάναυσες και απάνθρωπες συμπεριφορές που είχαμε ως είδος πριν την κατάκτηση της λογικής. Συμπεριφορές που μπορεί σαν ζώα να τις είχαμε ανάγκη για την επιβίωση, αλλά ως έλλογα όντα μόνο αποτροπιασμό και αηδία μπορούν να προκαλέσουν.
Αγελαίες συμπεριφορές (θρησκείες, ομάδες, ιδεολογίες), επιβολή απόψεων με τη βία ή τον οικονομικό εκβιασμό (καταστολή, μισθωτή εργασία), λατρεία της αριστείας και της ισχύς του δυνατότερου (κοινωνικά στάτους, υπερθεμάτιση διακρίσεων βάση καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης).
Φόβος και δέλεαρ, όπως και στα ζώα.
Έτσι πορεύεται η εξουσία.
Ο φασισμός είναι στην τελική η κατάπτωση του ανθρώπου στις πιο ζωώδεις συμπεριφορές, η άρνηση της λογικής, ο γεννήτορας κάθε πνευματικής και κατασκευαστής κάθε φυσικής αλυσίδας.
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-9I
Από τα κάτω
Γύρω μας τα πάντα καταρρέουν. Οικονομικά μας πήρε ο διάολος. Κοινωνικά ολισθαίνουμε ταχύτατα στον φασισμό. Πολιτικά κατακτήσαμε πλέον τον πάτο της λογικής, το υψηλότερο επίπεδο μαφιόζικης διαχείρισης των κοινών. Διαφθορά, λαμογιά, φασισμός, παρτακισμός, ψεύδος και αναλγησία, απροκάλυπτα πλέον κυριαρχούν απόλυτα σε κάθε επίπεδο διακυβέρνησης. Η φτώχεια, η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η ωμή και εξαντλητική εκμετάλλευση, η καταστολή και η πλύση εγκεφάλου είναι η μόνιμη καθημερινότητα για τους πολίτες. Και το ζητούμενο παραμένει.
Τις πταίει;
Οι απόψεις, διαφορετικές ανάλογα με την πολιτική ταυτότητα του εκφέροντος, άλλες κοντά άλλες μακριά από κάθε πραγματικότητα, δυστυχώς συνήθως περιορίζουν την αναλυτική τους προσπάθεια στην παρατήρηση και την διαπίστωση των συμπτωμάτων. Ομιλώ φυσικά για την «προοδευτική» ή αλλιώς «αριστερή» θεώρηση, μιας και οι εκ των δεξιών αναλύσεις φύσει εξυπηρετούν και δικαιολογούν το υπάρχον ως αναγκαίο και σωστό.
Στο εν γένει «αριστερό» ακόμα και «ελευθεριακό» τοπίο, παρά τις εκ πρώτης όψεως θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ τους, έχουμε μια σχετική σύγκλιση στις διαπιστώσεις αλλά και στην θεώρηση. Κυρίαρχο σημείο σύγκλισης, παραμένει αυτό της ύπαρξης του Καπιταλισμού ως μοντέλο οικονομικής διαχείρισης και κατά συνέπεια και πολιτικής θεσμοθέτησης των κοινωνικών σχέσεων. Πλείστα όμως τα πολιτικά υποκείμενα υποκύπτουν στην λανθάνουσα αντίληψη του Καπιταλισμού ως οντότητα και όχι ως κατάσταση, σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Όλες σχεδόν οι εναλλακτικές στον Καπιταλισμό, αρνούνται να αναγνωρίσουν την ουσιαστική του ιδιότητα στην παραγωγή σχέσεων εξουσίας ως πυρήνα του προβλήματος αλλά θεωρώντας τον διαχειριστή της εξουσίας, αποσκοπούν στην αλλαγή του τρόπου διάχυσης και διαχείρισης της εξουσίας και όχι την κατάργηση αυτής καθ’ αυτής. Έτσι, η ιδιοκτησία για παράδειγμα είναι μια «φυσιολογική» σχέση και ερίζουμε για την ηθική της υπόσταση ως προς τον τρόπο απόκτησης, ή ως προς τον βαθμό συγκέντρωσης ή ακόμα ως προς τον φορέα που την διαχειρίζεται.
Ο Καπιταλισμός αντιμετωπίζεται στην θεωρητική του αποδόμηση περίπου ως αυτόνομη δύναμη, εξυπηρετούμενη από πρόθυμους υποστηρικτές του με σκοπό την προσωπική τους επιβράβευση. Ο Καπιταλισμός ως οντότητα, ανάγεται σε κυρίαρχο εχθρό, και ως εκ τούτου, ως ο απόλυτος στόχος καταστροφής. Πως καταστρέφεις όμως μια ιδεατή οντότητα; Πως πολεμάς κάτι μη χειροπιαστό;
Είναι ακριβώς αυτή η ιδεολογικοποίηση του καπιταλισμού από υποστηρικτές και εχθρούς του ταυτόχρονα, η ίδια ιδεολογικοποίηση κάθε μέχρι στιγμής προτεινόμενης εναλλακτικής που οδηγεί στον αποπροσανατολισμό και κατά συνέπεια στην διαιώνιση του προβλήματος.
Κι εδώ οι απόψεις των διαφόρων ρευμάτων της «αριστερής» διανόησης συνεχίζουν να διχάζονται. Από την χρήση των πολιτικών μέσων (που θεσπίζονται καπιταλιστικά) μέχρι την ένοπλη επανάσταση (με σκοπό την αλλαγή διαχειριστή της εξουσίας) ο δρόμος διακλαδώνεται σε εκατομμύρια μονοπάτια. Έχουν όμως κοινό στοιχείο την υποτιθέμενη «ηθική υπεροχή» κάθε αντικαπιταλιστικού ρεύματος έναντι της υπάρχουσας κατάστασης. Όλοι επικαλούνται το «δίκαιο» και την «ανώτερη ηθική» ως λόγο αντίστασης, ως προαπαιτούμενη παραδοχή από μέρους του υποκειμένου ώστε να του δίδεται η νομιμοποίηση συμμετοχής στον αγώνα ενάντια του εχθρού. Η καταστροφή του καπιταλισμού ως εκ τούτου, υπάρχει μόνο σαν ιδέα αντικατάστασης του με μια ηθικά υπερέχουσα εναλλακτική. Τι είναι όμως τελικά αυτό που επιτρέπει την ύπαρξη του Καπιταλισμού; Ή μάλλον πιο σωστά, τι είναι αυτό που κρατάει τον καπιταλισμό ακόμα ζωντανό; Που αποτυγχάνουν οι εναλλακτικές ηθικές αφηγήσεις; Γιατί δεν αποτελούν ουσιαστικά κανέναν σοβαρό κίνδυνο για την επιβίωση του Καπιταλισμού;
Δεν στοχεύουμε στην κατάργηση των συνθηκών που γεννούν τις ανθρώπινες σχέσεις που ονομάζουμε Καπιταλισμό, αλλά στην αντικατάσταση του Καπιταλισμού με κάτι άλλο που θα γεννά τις ανθρώπινες σχέσεις με διαφορετικό από το καπιταλιστικό ηθικό πρόσημο. Έτσι αντί να επικεντρωθούμε στην αλλαγή των σχέσεων που ορίζουν την ποιότητα της ζωής μας, στοχεύουμε στην αλλαγή της ηθική της ζωής με την ψευδαίσθηση πως θα αλλάξουν έτσι οι σχέσεις μας.
Επί της ουσίας μένουμε προσκολλημένοι σε μια μανιχαϊκή αντίληψη που θέλει τις ανθρώπινες σχέσεις δυνατές μόνο κάτω από το πρίσμα του ενός ή του άλλου ιδεολογικού στρατοπέδου. Όπου η κάθε σχέση υπόκειται στην αξιολόγηση «πάντα καλή» ή «πάντα κακή» βάσει ενός πολιτικού ιδεολογικού κώδικα, μιας ανώτερης ηθικής αφήγησης. Όσο θα επιχειρούμε να δικαιολογήσουμε σε ιδεολογικό ή ηθικό επίπεδο την όποια μορφή ανθρωπίνων σχέσεων, τόσο ο καπιταλισμός θα επιβιώνει, αλλά και τόσο οι προτεινόμενες εναλλακτικές θα παραμένουν ψευδαισθήσεις μικρών ομάδων «πιστών» και ζηλωτών.
Δεν είναι ο καπιταλισμός αυτός καθ’ αυτός το πρόβλημα αλλά η παραδοχή των ανθρωπίνων σχέσεων που τον αποτελούν ως φυσιολογικές. Μόνος τρόπος να αλλάξει αυτό είναι να κατανοηθεί η ανάγκη αλλαγής των σχέσεων μεταξύ μας βάσει της λογικής και όχι βάσει της όποιας ιδεολογικής και κατά συνέπεια, ηθικής επιταγής που ευελπιστεί να τον αντικαταστήσει.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-9B
#Syriza_xeftiles
Είναι εκπληκτική η άνεση με την οποία οι όψιμοι εξουσιαστές μας παρουσιάζουν την δική τους ανάλγητη δίψα για εξουσία και προσωπικό όφελος για προτιμότερη από των «άλλων». Μια διαχρονική τακτική όλων των κατά καιρούς νεόκοπων κυβερνητικών, που δυστυχώς ακόμα έχει απήχηση στις μάζες των επίσης διαχρονικά εθελόδουλων «πολιτών». Αυτό που όμως είναι στ’ αλήθεια συγκλονιστικό, είναι ο βαθμός της αλαζονείας με την οποία το πράττουν, αλλά και η τεράστια απόσταση που διανύουν σε ελάχιστο χρόνο, μεταθέτοντας εαυτόν από τις προηγούμενες πολιτικές τους θέσεις σε όλο και πιο ακραία αντίθετες.
Η υιοθέτηση μιας ουσιαστικά φασιστικής και ρατσιστικής πολιτικής από πρώην «αριστερούς», δεν θα μπορούσε να γίνει σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα (15 μήνες συγκυβερνούν με την ακροδεξία των ψεκασμένων) κάτω από τις συνηθισμένες διεργασίες πολιτικού μετασχηματισμού ενός σοσιαλιστικού σχηματισμού σε καθαρό αστικό κυβερνητικό κόμμα. Οι συνθήκες είναι απαιτητικές και οι συσχετισμοί λιγότερο ευέλικτοι απ’ ότι παλαιοτέρα, όπως για παράδειγμα το 1981, με τον μετασχηματισμό του ΠΑΣΟΚ σε κόμμα υπόδειγμα λεηλασίας του κοινωνικού πλούτου.
Η υποταγή στα Ευρωπαϊκά κελεύσματα, η διαπλοκή με την εγχώρια ελίτ, και η συγκυβέρνηση με την ακροδεξιά, επιταχύνουν την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε μια λίγο πιο χαλαρή Νέα Δημοκρατία. Η κρίση, το προσφυγικό αλλά και η τεράστια πείνα των πρώην αριστερών για καρέκλες και ζεστό χρήμα, ξεβρακώνουν καθημερινά την υποκρισία τους.
Το μόνο που τους σώζει ακόμα από την «λαϊκή μήνη» είναι η επική ανικανότητα των απέναντι αλλά και η εξαιρετική χρήση της προπαγάνδας και της προβοκάτσιας, κάτι που έχουν διδαχθεί άριστα στα τόσα χρόνια της καριέρας μέσα στον αέναο κύκλο διασπάσεων, λασπολογίας, ρουφιανιάς και διαστρέβλωσης που επιδίδονταν για την επικράτηση στο αριστερό πεδίο.
Η δημοκρατία και ιδιαίτερα η αντιπροσωπευτική της εκδοχή, χρησιμοποιούσε την εναλλαγή στην εξουσία ως περιοριστικό μέσο στην διαφθορά. Έτσι τουλάχιστον διατείνονταν οι δημοκράτες. Η πραγματικότητα βέβαια έδειξε πέραν αμφιβολίας, πως η εξουσία δεν ασκείται από τους αιρετούς αλλά από τους κραταιούς του χρήματος. Οι αιρετοί, απλοί διαχειριστές μιας στημένης πραγματικότητας, απλά αποτελούν το προπέτασμα αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τους πραγματικούς της εξουσιαστές, ώστε σε κάθε περίπτωση αυτοί να μένουν αλώβητοι.
Η μόνη συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην ιστορία, είναι πως κατέδειξε με την στάση του την ματαιότητα της ελπίδας μιας δημοκρατικής αριστερής λύσης.
Το ουσιαστικά απογοητευτικό όμως είναι πως ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται αριστεροί, προοδευτικοί, ριζοσπάστες και λοιπά ευφυολογήματα, αλλά δεν αντιλαμβάνονται πως εν τέλει κάθε εξουσία τείνει νομοτελειακά στην φασιστοποίηση. Πως κάθε άνθρωπος που θα έρθει σε επαφή μαζί της, αναγκαστικά θα υποκύψει στο δέλεαρ της, και θα διαφθαρεί σταδιακά η αμέσως σε βαθμό ολοκληρωτικό.
Δυστυχώς, οι πολλοί δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για το χρώμα του σανού που τους ταΐζουν.
Καλή μας χώνεψη.
.
ShortUrl: https: http://wp.me/p2tMSd-8C
.
Νότες, κενά και αυθεντίες.
Μας έμαθαν πως είναι το ταλέντο ενός μουσικού στο να ταιριάζει νότες, το ταλέντο ενός λογοτέχνη να ταιριάζει λέξεις ή ακόμα ενός μάγειρα στο να ταιριάζει γεύσεις, που οδηγεί στη δημιουργία τόσων και τόσων, μικρών και μεγάλων αριστουργημάτων. Έτσι πειστήκαμε ακόμα πως είναι το ταλέντο ενός πολιτικού που βελτιώνει το σύστημα, το ταλέντο ενός ηγέτη που μας ωθεί στην επανάσταση ή το «θεόπνευστο» χάρισμα ενός ταγού που οδηγεί το ποίμνιο του στη γη της επαγγελίας. Κάθε ανθρώπινη ενασχόληση μετριέται και οριοθετείται από το βαθμό ταλέντου των λίγων, των εξαίρετων, αυτών που ιστορικά ξεπέρασαν προηγούμενα όρια δημιουργίας.
Μας έμαθαν επίσης πως τα δημιουργήματα από τέτοια ταλέντα είναι δύσχρηστα και κυρίως δυσνόητα για το μεγάλο κομμάτι του συνόλου της κοινωνίας. Απαιτούνται χρόνια εκπαίδευσης, ειδικά σχολεία και κυρίως υψηλή διανοητική ικανότητα για να τα καταλάβει κανείς, για να τα αναλύσει και να τα κάνει ουσιαστικά χρήσιμα για όλους μας. Με λίγα λόγια, δεν μπορούμε εμείς οι απλοί θνητοί να έχουμε άποψη γι’ αυτά, αλλά μόνο όσοι είναι ειδικοί. Μας έμαθαν λοιπόν να υποτασσόμαστε στους ειδικούς, να αφηνόμαστε στη κρίση τους, να ακολουθούμε τις προτροπές τους. Ποιος μπορεί ας πούμε να καταλάβει καλλίτερα το πιάτο ενός Λαζάρου ή ενός Σκαρμούτσου, εγώ κι εσύ ή η Ψυχούλη; Ποιος κατανοεί καλλίτερα τη, τέχνη από τους κριτικούς της; Ποιος έχει το αλάνθαστο στην ανάλυση του Μαρξ αν όχι το ιερατείο των ειδικών του κόμματος; Ποιος μπορεί να ξέρει καλλίτερα από τον Άνθιμο αν υπάρχει Θεός και τι θέλει;
Αν το αναλογιστούμε, για όλα, για τα πάντα υπάρχουν οι ταλαντούχοι δημιουργοί πρωτοπόροι και οι ανάλογοι ειδικοί, αυθεντίες που μας ορίζουν τη σχέση μας με τα δημιουργήματα των πρώτων. Δημιουργήματα, που πολύ έξυπνα παρέλειψαν να μας πουν πως θα ήταν αδύνατα χωρίς την αλληλεπίδραση των δημιουργών τους με μας τους υπόλοιπους. Δημιουργήματα που βασίζονται πάνω στην συλλογική μνήμη, τη συλλογική γνώση και κυρίως τη συλλογική προσφορά του είδους στην δημιουργία του πολιτισμού;
Τι αξία θα είχε η μουσική του Μότσαρτ, αν δεν υπήρχαν μουσικοί να εκτελέσουν τα έργα του; Αν δεν υπήρχαν τεχνίτες να φτιάξουν τα όργανα, ή ακόμα αν δεν υπήρχε χαρτί και μολύβι για να την καταγράψει; Στην τελική, τι αξία θα είχε αν κανείς μας ποτέ δεν την άκουγε;
Όχι, δεν προσπαθώ να μειώσω την προσφορά του κάθε Μότσαρτ, του κάθε Αϊνστάιν, του κάθε φιλόσοφου ή ό,τι άλλο. Δεν προσπαθώ να ισοπεδώσω την αξία κάποιου έργου ή της όποιας εφεύρεσης ή ιδέας. Να ξεφύγω θέλω μόνο από το αξιακό σύστημα που γεννιέται πάνω τους. Να λευτερωθώ από τα στερεότυπα των ειδικών, την ανάγκη για καθοδήγηση και τυφλή υποταγή στα κατεστημένα τους. Δεν μπορώ να ορίζω την «προσφορά» σε μέτρο αξίας ζωής. Αρνούμαι να αξιολογήσω τη ζωή οποιουδήποτε πάνω από τη ζωή κάποιου άλλου.
Μέχρι τότε, θα προσπαθώ να καταλάβω αν μουσική είναι οι νότες ή τα κενά μεταξύ τους.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-8x
Ασυνάρτητα
Δεν με λες λογοτέχνη. Με χίλια ζόρια αραδιάζω τις λέξεις σε προτάσεις μιας γλώσσας, ενός λόγου, προσπαθώντας να εκφράσω τις ανησυχίες μου. Το ίδιο δεν με λες και φιλόσοφο, δυσκολεύομαι τρομερά να ξεπεράσω το στάδιο της ασυναρτησίας στο λόγο μου. Μπορεί να είναι όλα κατανοητά σε μένα, μπορεί στο κεφάλι μου να έχουν σχήμα ξεκάθαρο, αλλά όταν ανοίγω το στόμα μου να επικοινωνήσω , όταν καταγράφω τις σκέψεις μου όλα φαντάζουν παράλογα, ακατανόητα.
Πολλές φορές νομίζω πως φταίνε οι λέξεις, οι έννοιες που κουβαλάνε δεν είναι και τόσο αυτονόητες, όχι για όλους τουλάχιστον. Οι λέξεις, γράμματα στη σειρά που κωδικοποιούν τις σκέψεις μας, τα συναισθήματα μας. Πως άραγε μπορεί κανείς να εκφράσει με λέξεις κάτι τέτοιο; Πως να περάσω σε λίγα σύμβολα τον έρωτα, την ελευθερία, την ευτυχία, τη ζωή; Λέξεις συμβάσεις, συμφωνημένα ημίμετρα για να επικοινωνούμε που όμως ποτέ κανείς δεν σεβάστηκε, ποτέ κανείς δεν τήρησε τους όρους της σύμβασης. Λέξεις που αυθαίρετα όλοι μας βιάζουμε κατά το πως μας βολεύει.
Αλλά δεν βιάζουμε τις λέξεις αυτές καθ’ αυτές, πως να βιάσεις άλλωστε μια συλλογή συμβόλων; Αλλά ούτε τις έννοιες που φέρουν οι λέξεις βιάζουμε στ’ αλήθεια, ακόμα κι όταν παραποιούμε σκόπιμα κάθε περιεχόμενο. Αυτό που στ’ αλήθεια βιάζουμε είναι η λογική, η ανθρώπινη ανάγκη για κατανόηση και συνεργασία. Μάλλον γιατί ιεραρχήσαμε λάθος την ανάγκη μας να εκφραστούμε ως προς την ανάγκη μας να γίνουμε κατανοητοί. Δώσαμε βάρος στην πρώτη, αψηφώντας την δεύτερη.
Ανόητα αποδεχτήκαμε το δικαίωμα στην έκφραση ως πιο σημαντικό από την ανάγκη στην επικοινωνία, στην κατανόηση, την συνεργασία. Ελιτίστικα αφορίσαμε κάθε σύμβαση απλούστευσης υπέρ της συνεννόησης, χρίσαμε ασήμαντους, ελλιπείς, ως και «αγράμματους» όσους δεν μας ακολούθησαν στην αποξένωση του λόγου από την πράξη, στην απερίγραπτα παθητική στάση της αποστασιοποίησης από τον «κοινό» τόπο. Λες και ο κοινός τόπος είναι μιαρός, υποτιμητικός και έξω από κάθε έννοια πολιτισμού και ανθρωπιάς.
Και να, πάλι το κάνω. Ακόμα μια φορά παρασύρομαι στον ακατάληπτο λόγο των σημαινόντων λέξεων. Ακόμα μια φορά αδυνατώ να περάσω στον κατανοητό λόγο των βιωμένων εννοιών. Στον κοινό τόπο της ανθρώπινης συνείδησης, στο ανθρώπινο είναι, χωρίς τα βαρίδια της υπεράνθρωπης ή μάλλον απάνθρωπης σημαντικότητας του φαίνεσθαι.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-85
Θα ψηφίσω.
Δεν ψηφίζω γιατί ποτέ δεν μπήκε στα ψηφοδέλτια έστω και ένα ερώτημα για κάποιο από τα προβλήματα που με απασχολούν, παρά μόνο το ερώτημα ποιον από κάποιους εκλεκτούς διαλέγω να έχει άποψη γι αυτά.
Δεν ψηφίζω γιατί ποτέ δεν μπήκε το ερώτημα για την αξιοπρέπεια και την ευζωία αλλά μόνιμα με εκβιάζουν μεταξύ δύο κακών να διαλέξω το λιγότερο κακό.
Δεν ψηφίζω γιατί ποτέ ένα σύστημα που διαχειρίζεται τους πόρους και τους ανθρώπους σαν νούμερα στατιστικής δεν μπορεί να αλλάξει αλλάζοντας διαχειριστές.
Δεν ψηφίζω γιατί ντρέπομαι να συμμετέχω στη νομιμοποίηση ενός συστήματος που τοποθετεί την οικονομία πάνω από την ζωή.
Δεν ψηφίζω γιατί ποτέ δεν εννόησα πως θα μπορούσα να αναθέτω συνεχώς τις δικές μου αποφάσεις σε κάποιον άλλον, διατηρώντας το δικαίωμα μου στην άρνηση υποταγής.
Δεν ψηφίζω γιατί ποτέ δεν μπήκε εκλογικό ερώτημα η ελευθερία. Όχι αυτή η στρεβλή παρανόηση των παραχωρήσεων ως ελευθερία, αλλά η ουσιαστική πανανθρώπινη φυσική ελευθερία.
Δεν ψηφίζω γιατί με ενοχλεί η υποκρισία της συμμετοχής στην άσκηση εξουσίας.
Δεν ψηφίζω γιατί αρνούμαι να παραχωρήσω την αξιοπρέπεια του δικαιώματος στην ανυπακοή.
Δεν ψηφίζω γιατί είμαι πρώτα άνθρωπος και μετά σκλάβος, υπήκοος, πολίτης, οπαδός ή ό,τι άλλο.
Δεν ψηφίζω γιατί δεν ψάχνω νόημα στη ζωή μου αλλά δέχομαι πως η ζωή είναι επιθυμία.
Δεν ψηφίζω γιατί κανένας δεν αξίζει να κυβερνάται από άλλους.
Δεν ψηφίζω γιατί είμαι είμαι ερωτευμένος με τη ζωή, την ομορφιά και την ελευθερία.
…
Δεν ψηφίζω ακόμα.
…
Θα ψηφίσω.
Θα ψηφίσω αν ποτέ μπει το ερώτημα, ανάθεση ή συμμετοχή.
Και ξέρω από τώρα τι θα ψηφίσω σε αυτό.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-81
Δουλίτσα να υπάρχει.
Διαβάζω χιλιάδες σελίδες, εκατομμύρια γραμμές, απεγνωσμένες λέξεις που προσπαθούν να εκφράσουν το ανομολόγητο. Ο παραλογισμός, η διαστρέβλωση, ο πόνος, ο θυμός, η παραίτηση.
Η αδυναμία επικοινωνίας, ίσως το πιο τραγικό όλων. Γραφικοί χαρακτήρες αναλαμβάνουν ρόλο υπερηρώων, βιάζουν τη λογική και την αξιοπρέπεια, ανακυκλώνουν το ένα και μοναδικό επιχείρημα υποταγής. Φόβος.
Αλλά ο φόβος γεννάει μίσος, το ξέρουμε καλά, το ζήσαμε πολλές φορές σαν κοινωνία, σαν άτομα. Μόνο που το μίσος αυτό, το συνηθίσαμε, το αγκαλιάσαμε, το κάναμε σημαία και ιδεολογία, το βαφτίσαμε Ασφάλεια και Σταθερότητα, το χρωματίσαμε με ευχάριστους μύθους, το κρύψαμε πίσω από το συμφέρον. Το συμφέρον το δικό μας, το ιδιωτικό, το απάνθρωπο που θέλει όλους τους ανθρώπους αναλώσιμους μπροστά στα λίγα ψίχουλα πλαστής ευημερίας μας.
Οι άνθρωποι πεινάνε, βασανίζονται, σέρνονται στο βούρκο της απαξίωσης, του αποκλεισμού, της εκμετάλλευσης. Φανατικά πιστοί του δόγματος της εξουσίας που θέλει τον άνθρωπο να είναι μόνο αν δουλεύει, πατάνε σε πτώματα για μια θέση στο κάτεργο του καπιταλισμού, αποδύονται κάθε επίφαση αξιοπρέπειας με στόχο την έστω και ελάχιστη αποκατάσταση στο πατροπαράδοτο πρότυπο του φτωχού πλην τιμίου βιοπαλαιστή, θεματοφύλακα των χρηστών ηθών και της τάξης του κόσμου. Ενός κόσμου φτιαγμένου από ηλίθιες παραδοχές και φόβο. Πολύ φόβο.
Ενός κόσμου χωρίς εμάς, αλλά με τις σκιές μας.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7X
Πρόθυμοι εθελοντές.
Εθελοντές ζητά πλέον και επίσημα ο καπιταλισμός για να παράξει ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Εθελοντές εργαζόμενους, γιατί η ανεργία είναι χειρότερη λέει. Αν πας εθελοντής, θα έχεις (ίσως) καλύτερες ευκαιρίες αύριο σου λένε, θα μετρήσει στα υπέρ σου όταν έρθει η ώρα να γίνεις και επίσημα μισθωτός σκλάβος.
Τι είναι όμως αυτό που μας εκπλήσσει;
Γιατί θεωρούμε εξωφρενικό τον όρο εθελοντής όταν μιλάμε για την εργασία μας;
Μήπως η έκπληξη πηγάζει από μια μικρή παρανόηση που κάναμε στο παρελθόν;
Και εξηγούμαι, μήπως απλά τόσα χρόνια κρύβαμε την πραγματικότητα πίσω από λέξεις-μάσκες αρνούμενοι να παραδεχτούμε την δική μας ανικανότητα;
Ονομάσαμε την εθελοδουλία μας, μισθωτή εργασία, ναι ή όχι;
Στην ουσία πάντα εθελοντές δεν ήμασταν στον κοινωνικό καταμερισμό ;
Γιατί αν έχουμε την ψευδαίσθηση πως δεν είμαστε εθελοντές, θα ρωτούσε κάποιος αν δεχόμαστε πως μας εξαναγκάζουν σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης, και αν το παραδεχτούμε, τότε πως θα δικαιολογηθούμε;
Εθελοντές λοιπόν, εθελοντές σκλάβοι, υπήκοοι, πολίτες, συνένοχοι, εξουσιαζόμενοι, εξουσιαστές. Και μάλιστα πρόθυμοι εθελοντές οι περισσότεροι.
Με τις υγείες μας.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7S
Το φως που καίει.
Κάπου εκεί έξω, ανάμεσα στα αναρίθμητα άδεια κουφάρια υπηκόων, ζουν γυμνοί κάποιοι λίγοι που επέλεξαν να μην σκύψουν ποτέ το κεφάλι. Γυμνοί από όλες τις αρετές του συστήματος, γυμνοί από κάθε επίπλαστη εικόνα, γυμνοί κι ανοιχτοί σε κάθε προσέγγιση ανθρώπινης ύπαρξης.
Ανώνυμοι και άσημοι, πορεύονται στο δικό τους μονοπάτι για την αξιοπρέπεια. Ένα μονοπάτι με χιλιάδες εμπόδια, αλλά καθαρό από πτώματα που θα έκαναν το βάδισμα εύκολο. Τους αναγνωρίζεις συνήθως από την απουσία τους. Είναι αυτοί που λείπουν από κάθε δήθεν συνεύρεση. Είναι αυτοί που δεν ωφελούνται ποτέ. Είναι αυτοί που μόνοι δικαιώνουν τον άνθρωπο.
Δεν προσφέρουν καμία ελπίδα, δεν πουλάνε ποτέ υποσχέσεις, δεν διεκδικούν ποτέ αναγνώριση, δεν κλαίνε ποτέ. Μόνο τραγουδάνε τραγούδια της ζωής, ζωγραφίζουν στους τοίχους το μέλλον μας, βάφουν την άσφαλτο με το αίμα τους.
Αν τύχει ποτέ κι αγγίξεις έναν απ’ αυτούς, ίσως μπορέσεις να κλέψεις λίγο από το γέλιο τους. Άλλες φορές πάλι, νιώθεις την άγρια χαρά του χορού τους πάνω στα θαμπωμένα κάτοπτρα της στρεβλής πραγματικότητας ενός τελειωμένου κόσμου. Κι αν τύχει και σ’ αγκαλιάσει κάποιος απ’ αυτούς, μπορεί και να εξαϋλωθείς στη συλλογικότητα που λέγεται Άνθρωπος.
Μόνο πρόσεξε, αν τύχει και δεν αντέξεις, αν φοβηθείς, θα πέσεις ακόμα πιο βαθιά στο βούρκο των ψευδαισθήσεων, θα γίνεις ακόμα πιο άδειο κουφάρι. Τότε θα τους μισήσεις βαθιά, θα τους εκδικηθείς με μανία, θα τους σκοτώσεις. Γιατί το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να κάνει κανείς σε ένα άδειο κουφάρι, είναι να του δείξει τη ζωή.
Γι’ αυτό, το νου σας. Να προσέχετε τις συναναστροφές σας. Αν δεν αντέχετε το φως, καλύτερα να μένετε στα σκοτάδια.
Γιατί το δικό τους φως, καίει.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7O
Από την ανεργία στο μίσος.
Ανεργία.
Μπαίνει στη ζωή σου απότομα, βίαια, καταλυτικά. Όμως δεν την αναγνωρίζεις αμέσως. Σου παίρνει καιρό, ανάλογα με τις συνθήκες που βιώνεις. Όταν όμως συνειδητοποιήσεις την κατάσταση αυτή, γκρεμίζεται ο κόσμος σου. Οι επιπτώσεις της στη ζωή σου είναι τραγικές. Ξαφνικά στερείσαι και τα απαραίτητα, οι αξίες των πραγμάτων αλλάζουν ραγδαία και σχεδόν κάθε τι μικρό ασήμαντο και ποταπό στο παρελθόν γίνεται πολύτιμο. Πολύτιμο αλλά όχι αναγκαστικά και απαραίτητο. Και μικραίνει η λίστα με τα απαραίτητα, μέρα με τη μέρα, έως που δεν έχεις τι άλλο να κόψεις. Και από εκεί ξεκινάει η ιδρυματοποίηση και ο αυτοματισμός. Μια συνεχής διαδικασία αποδόμησης της προσωπικότητας σου. Ένας ατελείωτος ευτελισμός. Μια αποχαύνωση. Η παράδοση.
Ο φόβος.
Μπαίνει κι αυτός στη ζωή σου απότομα, βίαια, καταλυτικά.
Μπαίνει και κουβαλάει μαζί του ένα θεριό τρομακτικό. Ένα θεριό που μπήγει τα νύχια του στο μυαλό σου, που ρουφάει τη χαρά και τρέφεται με τη ζωή σου. Έχει εκατομμύρια δόντια που ξεσκίζουν καθημερινά τη λογική σου, άπειρα πρόσωπα που σου κρύβουν την πραγματικότητα όπως οι παραμορφωτικοί καθρέφτες. Σου κλειδώνει κάθε διέξοδο στον κόσμο, σου απαγορεύει την επικοινωνία, σου τσακίζει την ύπαρξη. Σκοτάδι.
Κατάθλιψη.
Κατάθλιψη που σε κατακλύζει, σε ορίζει, σε σκοτώνει λίγο λίγο. Σκοτώνει στην αρχή τη χαρά, την συντροφικότητα, τη δημιουργία. Μετά σιγά σιγά σκοτώνει κάθε τι ανθρώπινο μέσα σου. Σκοτώνει την ομορφιά, την διαφορετικότητα, τον έρωτα, το πάθος, την αγάπη, κάθε τι ζωντανό. Σε οδηγεί με τα μάτια κλειστά στο επικείμενο τέλος της ανθρωπιάς σου. Κι αφού σου στερήσει κάθε ζωντανό και όμορφο συναίσθημα, σε αφήνει κενό, αδιάφορο, απονεκρωμένο. Δημιουργεί χώρο να φωλιάσει το κακό.
Το μίσος.
Περισσότερο μίσος.
Μίσος για όλα και για όλους. Μίσος για την ίδια τη ζωή.
Τέλος.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7D
Σπάργανο
Σέρνονται οι μέρες, οι εβδομάδες σαν νεκροζώντανες φιγούρες από κακόγουστες ταινίες φανταστικού τρόμου. Περνούν οι μήνες σαν σκιές πάνω στα μάτια μας, αποκρύβοντας την θέα μιας αποστεωμένης ψυχής που κουβαλάμε με μια ιδιαίτερα ενοχλητική αυταρέσκεια. Τα χρόνια επικάθονται πάνω μας, ογκόλιθοι που φράζουν σταδιακά κάθε διέξοδο απόδρασης από την φαιδρότητα μιας επιφανειακής μακαριότητας.
Νεκρός χρόνος. Μια αδιάκοπη ροή γεγονότων, ασήμαντων και σημαντικών, μας περιβάλει σαν σώμα βαρέως ύδατος, καταλύτης παραγωγής ειδώλων αντίστροφων στις καθρεπτίζουσες επιφάνειες μιας αλλότριας πραγματικότητας. Μας σφίγγει σαν μόνιμο ξεχασμένο σπάργανο, σαν δεύτερο δέρμα, στεγνό, άκαμπτο και αδιάφανο. Μας αποκλείει από το κοινωνείν υποσχόμενο μια ψευδεπίγραφη και βαρύθυμη ασφάλεια, μιαν αέναη και απαρέγκλιτη κανονικότητα.
Γερνάει η σάρκα, παρακμάζει εκθετικά, οδηγώντας το νου μας σε μια κατάσταση πανικού που σαν το παράσιτο χάνει τον ξενιστή του και απεγνωσμένα ψάχνει την σωτήρια έξοδο σε όποια δυνατή κατάσταση περαιτέρω επιβίωσης. Έτσι, σταθερά δημιουργεί φανταστικούς κόσμους, βαφτίζει πραγματικότητα τις παραισθήσεις, αποστειρώνεται από την φαντασία που ορίζει κάθε δημιουργική πτυχή του, και καταπέφτει τελικά στο κοινότοπο της κατανάλωσης ψευδών μέσων ολοκλήρωσης.
Νεκρός είναι ο χρόνος που αποζητάμε να σταματήσουμε, που ελπίζουμε να δαμάσουμε, που αρνούμαστε να καταλάβουμε πως οι αλλαγές που φέρνει είναι η ίδια η ουσία της ζωής. Νεκροί είμαστε κι εμείς που συνειδητά ή ασυνείδητα δεχόμαστε την επιβολή ενός νου πέρα και πάνω από το σώμα μας. Νεκροί όσοι θεωρούν πως η διάνοια μπορεί να αποκοπεί από τις αισθήσεις, να ξεφύγει από το σαρκικό της εαυτό, να πάψει να είναι δηλαδή άνθρωπος.
Ανταλλάξαμε τη δημιουργικότητα της ελευθερίας που γεννιέται από την επίγνωση της θνητότητας του είμαι με την δια βίου σήψη ενός έχειν που δελεάζει με την υπόσχεση συνέχισης του παροδικού.
Και εκεί έγκειται η ψυχωτική μας εμμονή να προσδιορίσουμε τη σχέση διάνοιας και σώματος, όχι στη βάση της ολότητας αλλά ορίζοντας μια δυική μεταφυσική θεώρηση συνύπαρξης τους. Μια θεώρηση όμως που ξεκάθαρα είναι επίκτητη μέσω των κοινωνικών πρότυπων και των κυρίαρχων αφηγήσεων. Η δήθεν ανεξαρτησία της διάνοιας από το σώμα, εμφανίζεται σαν κοινωνικό θέσφατο, είτε μέσα από τις θρησκευτικές δοξασίες είτε σαν πολιτικά ορθός λόγος που σκοπό έχει την συμμόρφωση ακόμα και όταν οι σαρκικές ανάγκες του ατόμου δεν καλύπτονται. Έτσι κάθε σαρκική ανάγκη αν και για να πληρωθεί χρειάζεται σπάνια και απαγορευμένα στους πολλούς μέσα, για όσους τα στερούνται ορίζεται ως ποταπή από την εξουσία και άρα όχι τόσο σημαντική όσο η δήθεν πνευματική ανάγκη για ολοκλήρωση.
Με αυτόν τον τρόπο αποδέχεται το άτομο πως αν και δεν μπορεί να έχει ισότιμα και ελεύθερα εξυπηρετούμενες τις σαρκικές του ανάγκες, συμμετέχει ισότιμα στην εξυπηρέτηση των “ανώτερων” πνευματικών αναγκών του. Προσλαμβάνει λοιπόν διάφορους κατά περίσταση τίτλους όπως αυτόν του Δημοκράτη, και μένω στο ένα παράδειγμα αν και στη θέση του χωράνε άπειρα, και αυτομάτως οφείλει να υπερασπιστεί τις όποιες επιλογές και συμπεριφορές επιλέξει η Δημοκρατία του. Ακόμη και αν αυτή η ίδια η Δημοκρατία του τον καταδικάζει με αυτές τις επιλογές σε περιορισμό της ικανοποίησης των σαρκικών του αναγκών.
Αν ορίσουμε τη ιδεατή ζωή σαν κατάσταση που όλες μας οι πραγματικές ανάγκες ικανοποιούνται στο βαθμό που μας επιτρέπει να νιώθουμε πνευματικά ελεύθεροι από αυτές και άρα ικανοί να αντιλαμβανόμαστε το είμαι πέρα και έξω από το έχειν, κάθε περιορισμός στην ικανοποίηση των σαρκικών αναγκών οδηγεί και στον περιορισμό της ικανοποίησης των πνευματικών. Ο διαχωρισμός της “ανώτερης” διάνοιας από το “κατώτερο” σώμα, οδηγεί αυτόματα στην αποδοχή της ανελευθερίας ως θέσφατον.
.
ShortUrl:
SOS Χαλκιδική
Μια βόλτα στις Σκουριές Χαλκιδικής δεν αρκεί για να αντιληφθεί κανείς το πραγματικό μέγεθος της υφιστάμενης, αλλά και κυρίως της επικείμενης καταστροφής της φύσης σε ένα από τα ομορφότερα μέρη της χώρας. Η παράλογη εξόρυξη που χαρίζει δις στην εταιρεία, αφανίζει το δάσος, καταστρέφει τους υδροφορείς, δηλητηριάζει νερά, ακτές, χώματα σε βαθμό μη αναστρέψιμο για χιλιάδες χρόνια, προκαλεί ρήγματα ακόμα και στα σπίτια των κατοίκων των χωριών που έχουν την ατυχία να βρίσκονται κοντά στις στοές, στερεύει πηγές, αφανίζει με λίγα λόγια την ίδια την ζωή.
Η ασυδοσία της εταιρείας, σε αγαστή συνεργασία με μια μαφιόζικη κυβέρνηση διαπλοκής και μια καθοδηγούμενη σκιά δήθεν δικαιοσύνης οδηγεί την περιοχή στην παρακμή και τον θάνατο με μηδενικό μάλιστα όφελος για το ελληνικό δημόσιο. Αλλά ακόμα και αν το οικονομικό όφελος για το δημόσιο ήταν τεράστιο, ακόμα και τότε, πόσο μπορεί να αποτιμηθεί η αξία της φύσης και της ζωής σε χρήμα; Πόσο κοστίζει η αξιοπρέπεια και η υγεία των ανθρώπων; Πόσο αξίζει η ολοκληρωτική ερημοποίηση όλης της περιοχής και η απώλεια των πιο σημαντικών αποθεμάτων νερού σε όλη την Χαλκιδική;
Πέρασα λίγες μέρες μαζί με τους ανθρώπους που έχουν τάξει τον εαυτό τους στην αντίσταση κατά αυτής της καταστροφής. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, με διαφορετικά επαγγελματικά και οικονομικά υπόβαθρα, με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις, ακόμα και με διαφορετικούς πολιτισμικούς προσανατολισμούς. Άνθρωποι όμως ενωμένοι από την φυσική τους ανάγκη για επιβίωση στον τόπο που έτυχε ή διάλεξαν να ζήσουν, ενωμένοι από την ανάγκη για ζωή και την αναζήτηση του δικαιώματος μιας στοιχειώδους αυτοδιάθεσης.
Η αντίσταση, που επίμονα προβάλλουν στα οικονομικά και πολιτικά μεγαθήρια, η μαζικότητα και η όρεξη για δράσεις, η ακούραστη προσπάθεια τους να επικοινωνήσουν με κάθε μέσο το δίκιο του αγώνα τους μα κυρίως το μόνιμο χαμόγελο τους και η σιγουριά επιτυχίας που τους χαρίζει το αυτονόητο των διεκδικήσεων τους είναι αυτά που έπεισαν κι εμένα πως δεν υπάρχει περίπτωση να χάσουν. Οι εξορύξεις και η λεηλασία θα σταματήσουν, η ζωή θα νικήσει.
Αλλά υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα. Ο χρόνος πιέζει αφάνταστα, η καταστροφή γίνεται μη αναστρέψιμη μέρα με τη μέρα . Και εδώ καλούμαστε όλοι εμείς να πάρουμε θέση. Να αναλάβουμε ρόλο άμεσα, ηθικά και ενεργητικά να στηρίξουμε αυτόν τον αγώνα, να συμβάλουμε όσο μπορούμε στην διατήρηση του φυσικού πλούτου της γης, στην διάσωση της ίδιας της ζωής. Όσες διαφορές κι αν έχουμε στον τρόπο θέασης του μετά, όσο κι αν διαφωνούμε για την διαχείριση των πόρων, αν χαθούν αυτοί, δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε, δεν έχουμε τρόπο να τους επαναφέρουμε.
Ας γίνουμε λοιπόν κι εμείς “μέλη της εγκληματικής οργάνωσης” όπως τόσο κυνικά βάφτισε η Ελληνική “Δικαιοσύνη” αυτούς τους ανθρώπους. Το πρόβλημα αφορά όλους μας και δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε μέσω της ανάθεσης, μόνη διέξοδος η συμμετοχή και η αντίσταση.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7u
Νεκρές εικόνες
Λαμπερές παραλληλόγραμμες οθόνες κατακλύζουν τις ζωές μας. Πόρτες σε μια διάσταση παράλογη, απάνθρωπη, κι όμως απίστευτα αληθινή. Σχισμές και ρήγματα ανάμεσα στη πραγματικότητα και τον εφιάλτη.
Ανθρωπόμορφα τέρατα σε παράθυρα μας βομβαρδίζουν συνεχώς με ασήμαντα καλέσματα σε ασήμαντες δοξασίες, με ασήμαντους ανθρώπους. Ανθρώπους που επέλεξαν να γίνουν οι φορείς της πιο απίστευτης ασημαντότητας.
Μας ποτίζουν καθημερινά με τα συστατικά της απάθειας, της υποταγής, του παραλογισμού, της τυφλής πίστης στις πιο απάνθρωπες δοξασίες. Εκατομμύρια εικόνες νεκρές και λέξεις κενές νοήματος, ουρλιαχτά φανατισμένων οπαδών, μειλίχιες προτροπές εθνοσωτήρων, αποκαλυπτικές προφητείες κάθε παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, θωπευτικές καταναλωτικές παροτρύνσεις.
Και μεις, κάπου ανάμεσα στον βιοπορισμό και την ανυπαρξία μας, αναμασάμε την ασημαντότητα του θεάματος, προσκυνάμε την μεγαλειότητα της εικόνας, του φαίνεσθαι, του ειδώλου ενός παραμορφωτικού φακού, μιας επιβαλλόμενης αντίληψης.
Συμφωνώντας ή διαφωνώντας με τα κελεύσματα της παράνοιας, υποτάσσουμε σχεδόν όλοι άκριτα την θέση μας, στους κανόνες ενός στημένου παιχνιδιού. Στρατευόμαστε σε αντίθετα στρατόπεδα που πιστά υπηρετούν τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Αναγωγή του ασήμαντου σε σημαντικού, καταδίκη του σημαντικού σε αιρετικό.
Έτσι, οι νεκροί μας γίνονται εμπόρευμα για αναλύσεις στα τηλεπαράθυρα, οι αντιπαραθέσεις τρόπος αποδοχής του μοιραίου. Στατιστικές και νούμερα, νομοθετήματα, συνθήματα, άρθρα και συνεντεύξεις, αναλύσεις, ειδήσεις. Πονήματα ηλιθίων, φανατικών υπαλλήλων, δήθεν διανοούμενων πουλημένων γραφιάδων, αναίσχυντων φερέφωνων, αποτελούν την καθημερινή μας ενασχόληση στην ηλίθια συμμετοχή μας στην ανάδειξη του πιο εύκολου θύματος στη πιο σημαντική προπαγάνδα του συστήματος. Αυτή της ίδιας της ασημαντότητας.
Και κάθε μέρα, λίγο λίγο, η ασημαντότητα κυριεύει τα νοήματα, επικαλύπτει τη φρίκη, στραγγαλίζει τη λογική, κυριαρχεί στο λόγο και τις πράξεις μας. Και όσο επιμένουμε να εθελοτυφλούμε, όσο παίζουμε το δικό τους παιχνίδι, τόσο καταδικάζουμε με τη στάση μας την ίδια μας την ζωή στην απόλυτη ασημαντότητα.
Κι όταν η ζωή γίνεται ασήμαντη, τίποτα πια δεν έχει σημασία, κανένα έγκλημα αρκετά σοβαρό, καμιά καταστολή αρκετά βίαιη, καμιά φυλακή αρκετά αποκρουστική, καμιά φτώχεια αρκετά εφιαλτική, κανένας θάνατος αρκετά οδυνηρός. Όταν η ζωή γίνεται ασήμαντη, το ίδιο γίνεται και το μέλλον, γιατί το μόνο μέλλον που είναι σημαντικό, είναι αυτό της ζωής.
Το μόνο πιο σημαντικό απ’ τη ζωή, είναι η ελεύθερη και γεμάτη αξιοπρέπεια ζωή.
Ας σκοτώσουμε λοιπόν την ασημαντότητα, αρνούμενοι να παραχωρήσουμε αυτά που κάνουν τη ζωή μας σημαντική.
Αξιοπρέπεια και ελευθερία.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7r
Ίσως.
Χαθήκαμε κάπου ανάμεσα την οργή μας και το φόβο.
Αναθέσαμε τα θέλω μας σε φανταστικούς συμμάχους και τώρα λοιδορούμε αυτούς για την απραξία τους.
Εγκαλούμε κάθε άλλον για την απουσία του όταν εμείς οι ίδιοι βυθιζόμαστε στην απραξία μας.
Αποδίδουμε κάθε λογής συλλογικές ευθύνες μόνο και μόνο για να μην αντιμετωπίσουμε τις δικές μας.
Ανακηρύσσουμε σε λάβαρα της εξέγερσης κάθε μικρή αντίσταση αλλά δεν έχουμε καμιά πρόθεση να τα σηκώσουμε εμείς οι ίδιοι.
Αποδίδουμε την ευθύνη της νίκης σε κάθε ομάδα που παλεύει και της ήττας σε όλους όσους δεν συμμερίζονται το φόβο μας.
Βαφτίζουμε “κίνημα” τις σπασμωδικές και ασυνάρτητες διεκδικήσεις “νομιμότητας” προσπαθώντας να ενταχθούμε σε μια συλλογική ευκαιρία άφεσης αμαρτιών.
Κραυγάζουμε συνθήματα ενότητας ανόμοιων και αντίθετων απόψεων χωρίς να κάνουμε ποτέ τον κόπο να ακούσουμε αυτές τις απόψεις.
Απαιτούμε την συλλογική υποταγή σε ένα ενιαίο εξεγερσιακό πρόταγμα το οποίο εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε καν αγγίξει.
Και όταν πλέον η διάχυτη ηλιθιότητα των ψευδαισθήσεων που καλλιεργούμε αποκαλύπτεται, στοχοποιούμε ως εχθρό τον φανταστικό μας σύμμαχο, τον διαφορετικό, τον περισσότερο ή λιγότερο προβληματισμένο, τον “άλλο”.
Ανάμεσα στο δίπολο του “όλοι είναι εναντίων μας” και “ο εχθρός του εχθρού μου είναι σύμμαχος”, επιλέγουμε τις πλέον γκροτέσκες γενικεύσεις.
Βιάζουμε τη λογική μέσα σε ένα συναισθηματικό παραλήρημα, κουνώντας το δάχτυλο της παντογνωσίας και μυξοκλαίγοντας παράλληλα για την έλλειψη συμμετοχής στο “δικό” μας κίνημα.
Το χειρότερο είναι που ξεχνάμε τη δυνατότητα του ανθρώπου να αλλάζει, να εξελίσσεται, να προχωρά μπροστά.
Ίσως γιατί ριζώνουμε εύκολα σε στερεότυπα, ίσως γιατί καθοριζόμαστε από την αγέλη και τέλος ίσως γιατί δεν θέλουμε να αλλάξουμε, γιατί μας έπεισαν πως κάθε αλλαγή ακυρώνει το παρελθόν.
Ίσως είναι καιρός να κοιτάξουμε το μέλλον.
Ίσως είναι καιρός να κοιταχτούμε στον καθρέφτη.
.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7m
Δεν έμεινε τίποτα να κλάψουμε
Κοίτα!
Εκεί πίσω απ’ τον ορίζοντα χαμογελάει το αύριο
Μη σταματάς εδώ, κάνει κρύο και πεινάω
Προχώρα ίσια, μην σπαταλάς δυνάμεις
Πέτα τα βάρη που σου φόρτωσε το χτες
Δεν θα τα χρειαστείς ξανά
Ποτέ δεν τα χρειάστηκες
Κράτα το χέρι σου απλωμένο, είναι πολλοί που θέλουν προς τα κει να πορευτούν
Βάστα γερά, κι αν σκοντάψεις ψάξε το χέρι μου
Μην αφήνεις την ασχήμια να σε καθηλώνει, σε περιμένει η ομορφιά
Μην κοιτάς πίσω
Δεν έμεινει τίποτα να κλάψουμε
Μόνο το μπροστά έμεινε
Μόνο το μπροστά
Στάσου, κουράστηκα
Βαρύ φορτίο ο φόβος
Τα γόνατα λυγίζουν σε κάθε βήμα πλέον
Τελείωσαν και τα τσιγάρα
Έχεις τσιγάρο;
Για μια στιγμή μονάχα να σταματήσουμε
Μια μόνο ανάσα στη σκιά
Δεν πάει πουθενά ο ορίζοντας
Πάντα στη θέση του είναι
Εμείς το δρόμο χάσαμε
Εμείς
Η πείνα μας βασανίζει συνεχώς
Και η δίψα
Μα το χειρότερο είναι ο ύπνος
Ποτέ λυτρωτικός
Πάντα γεμάτος εφιάλτες
Σκοτάδι, φως, σκοτάδι, ανελέητα
Μην κοιτάς πίσω
Φτάνουμε
Κοίτα!
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7d
Κάρβουνα
Κάρβουνα.
Κάρβουνα που υπόσχονται μια δόση θαλπωρής, μια εστία φιλοξενίας, μια ανάπαυλα από το εξωτερικό ψύχος.
Κάρβουνα φονικά και ύπουλα, πρώτα σε ζεσταίνουν, κερδίζουν την εμπιστοσύνη σου και μετά σε σκοτώνουν.
Ζωές, κάρβουνα στη φουφού της καθημερινής εκπόρνευσης των ονείρων μας.
Μυαλά, κάρβουνα στο μαγκάλι της επιβίωσης.
Συνειδήσεις, κάρβουνα στο λάκκο της ανθρωποφαγίας.
Καρδιές, κάρβουνα στο φούρνο της θλίψης και του φόβου.
Και το κορμάκι της κάρβουνο στα δελτία ειδήσεων.
Και η μάνα;
.
Μάτια που καίνε σαν κάρβουνα, αναμμένα από το κλάμα, τις ενοχές και το μίσος.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-76
Κρυώνω.
Ζήσαμε τη ζωή μας μέσα σε εικονικά κελιά, απαστράπτουσες φαντασιώσεις τεχνητών αναγκών, τα ανθρώπινα συναισθήματα στην υπηρεσία της κατανάλωσης, δημιουργία εμπορικής τέχνης ή αλλιώς η βιτρίνα του τίποτα.
Υπηρέτες του στερεότυπου που επιλέξαμε να μας εκφράσει, στήσαμε οικογενειακά ψεύδη, φιλικές προσποιήσεις, ερωτικές υποταγές, πολιτικές συμμορίες, κοινωνικές πληγές.
Ακρωτηριάσαμε την λογική προσαρμόζοντας τα πληγωμένα της απομεινάρια στο προκρούστειο θεώρημα της αποφυγής κάθε ευθύνης.
Ομαδοποιήσαμε τη συμπεριφορά μας σε κοινότοπες βουβές ηδονές οπαδικής ισοπέδωσης, πνευματικής στείρωσης, συνθηματικού μιμητισμού, βαστάζοι γυμνών βασιλέων ανείπωτης ηλιθιότητας.
Αρνηθήκαμε την δημιουργία για χάρη της παραγωγής, αρνηθήκαμε την ομορφιά για χάρη της πρακτικότητας, αρνηθήκαμε τον έρωτα για χάρη της κανονικότητας, αρνηθήκαμε τη ζωή για χάρη της επιβίωσης.
Μεγαλώνουμε προορισμένοι να εκπληρώσουμε το πλέον απάνθρωπο όνειρο της διαρκούς κατανάλωσης αληθοφανών συμβάσεων σκοπού και περιεχομένου μιας ζωής που δεν διαλέξαμε.
Εκλογικεύουμε το παράλογο αναλύοντας κάθε πτυχή της εξουσιαστική τρέλας, κάθε άρρωστη συμπεριφορά των νεκροζώντανων υπηρετών της.
Ανακηρύξαμε σε επιστήμη την βαρύγδουπη μα παντελώς κενή νοήματος θεωρητικοποίηση των κοινωνικών φαινομένων, ανάγοντας την κοινωνία, όπως και κάθε άλλη συλλογική οντότητα, σε υπεράθροισμα των μελών της, σε ανεξάρτητο οργανισμό που λειτουργεί πέρα κι έξω από το κάθε ασήμαντο και μικροσκοπικό κύτταρο της.
Αποδεχτήκαμε το ρόλο του μυρμηγκιού, σε μια φωλιά που υπόσχεται περισσότερη τροφή, φως, και αέρα αν πατήσεις πάνω στους υπόλοιπους. Αν πάψεις να είσαι εσύ και γίνεις σαν τους άλλους. Αν γίνεις οι “άλλοι”.
Δεν έχει σημασία σε ποιους άλλους θα μοιάσεις, σε ποιους άλλους θα ενταχθείς, σε ποιους άλλους θα βρίσκεις κάθε φορά τη δικαιολογία να μην φέρεις την δική σου ευθύνη. Σημασία έχει ότι έμαθες πως οι “άλλοι” είναι κάτι πιο δυνατό από σένα, και μόνο μαζί με τους άλλους αντλείς δύναμη, δικαίωμα, δικαιολογία ύπαρξης.
Καταθλιπτικά απομεινάρια ανθρώπινης διανόησης σηκώνουμε τις σημαίες των άλλων, σκύβουμε μπροστά στα είδωλα των άλλων, φωνάζουμε τα συνθήματα των άλλων, ζούμε τις ζωές των άλλων. Κοπάδια στις εξουσίας τα αποτρόπαια εκτροφεία, κοπάδια στις εικονικές μας αντιστάσεις, κοπάδια στου συστήματος τις άπειρες παραλλαγές.
Άραγε που χάσαμε το δρόμο;
…..
Κρυώνω.
Είναι σκληρή μα όμορφη η μοναξιά.
Ακόμα πιο όμορφη είναι η ζωή.
Πότε θα ζήσουμε;
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-70
Πέθανε στα 19 του
Πέθανε στα 19 του, γιατί δεν είχε χρήματα για ένα εισιτήριο.
Πέθανε στα 19 του, γιατί φοβήθηκε το πρόστιμο.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιος σκατόψυχος την είδε εξουσία.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι αποφάσισαν λιτότητα.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι ψήφισαν τους προηγούμενους.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι είναι προσκολλημένοι στην κανονικότητα.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι θέλουν κέρδος.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι προτιμούν να κανιβαλίσουν.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι θεωρούν αξία τη νομιμότητα.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι θεωρούν ελευθερία το συμφέρον.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι έχασαν την αξιοπρέπεια.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι φοβούνται.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι δεν αντέδρασαν.
Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι …
.
Πέθανε στα 19 του, γιατί όλοι εμείς δεν αντιδράσαμε.
.
Πέθανε στα 19 του, όπως θα πεθάνουμε κι εμείς.
.
Μόνος.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6L
Γενική απεργία
Σήμερα έχουν καλέσει οι εργατοπατέρες σε ακόμα μια προσχηματική γενική απεργία. Και ως είθισται, θα διεξαχθεί και η καθιερωμένη πορεία – περίπατος των δήθεν αγωνιζόμενων εργατοϋπαλλήλων. Η συμμετοχή προβλέπεται μικρή και για ακόμα μια φορά, κυβέρνηση και ισχυροί, νιώθουν την ευφορία του να βρίσκονται στο απυρόβλητο της ισχνής λαϊκής αντίστασης.
Πολλοί αγωνιστές και σύντροφοι εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους για τις συγκεκριμένες άνευ ουσίας και περιεχομένου απεργίες και τους δήθεν αγωνιστικούς περιπάτους. Χωρίς άδικο, δεν λέω, καυτηριάζουν την δουλική και υποκριτική στάση των ηγεσιών του συνδικαλιστικού κινήματος, και σπεύδουν να επιστήσουν την προσοχή μας στο μάταιο αυτών των καλεσμάτων. Καλέσματα που στερούνται την σοβαρότητα, την αγωνιστικότητα και την διάρκεια που απαιτούν οι συγκυρίες. Με λίγα λόγια, η σημερινή απεργία – πορεία είναι επί της ουσίας για μια ακόμη φορά απλή βαλβίδα εκτόνωσης της λαϊκής οργής και της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας.
………
Περπατάω αργά τη νύχτα σε πεζόδρομο του κέντρου και βλαστημάω που μου τέλειωσε ο καπνός. Λίγα μέτρα πιο κάτω ένα δροσερό αεράκι ήρθε να με ανακουφίσει από τη ζέστη της ημέρας που με είχε κάνει να ιδρώσω σε τραγικό βαθμό. Για μια στιγμή τουλάχιστον ένιωσα την ομορφιά της βραδιάς να με συνεπαίρνει. Ο φωτισμός είναι χαμηλός αλλά οι είσοδοι των πολυκατοικιών έχουν λίγα φώτα. Παρατηρώ τα τζάμια γεμάτα ενοικιαστήρια. Που και που σταματώ και τα διαβάζω. Πρέπει σύντομα να βρω ένα σπίτι ικανό να χωρέσει την οικογένεια μιας και μάλλον η μετεγκατάσταση στην πρωτεύουσα είναι πια οριστική.
Λίγο χαζεύοντας τα ενοικιαστήρια, λίγο ο χαμηλός φωτισμός, λίγο οι σκέψεις των δυσκολιών που με περιμένουν και αφαιρέθηκα. Και ξαφνικά βρίσκομαι μπροστά σε έναν σκοτεινό όγκο, πεταμένο μπροστά στο παρτέρι μιας πολυκατοικίας, εκατοστά μόνο από τα πόδια μου. Δεν μπόρεσα αμέσως να διακρίνω τι είναι αλλά κατάλαβα αμέσως όταν άκουσα ένα ασθενικό, ακανόνιστο ροχαλητό. Ένας άνθρωπος κοιμόταν στο δρόμο. Καθόλου ασυνήθιστο θα μου πεις, αλλά ήταν λίγο ξαφνικό.
……..
Το μεσημέρι θα πάω στη πορεία, και με τα παιδιά είπαμε να μη λειτουργήσουμε το κατάστημα σήμερα. Μπορεί η απεργία να είναι μια πρόφαση των εργατοπατέρων, αλλά κι αν δεν πάω μήπως δεν τους δικαιώνω; Μήπως δεν λεν μετά, “ορίστε, δεν υπάρχουν αντιδράσεις στην κυβερνητική πολιτική”; Τι κι αν διαφωνώ ακόμα και με τα προτάγματα των μικροαστών διαδηλωτών; Τι κι αν δεν πιστεύω στη δυναμική τους; Έχω μια πολύ καλή δικαιολογία να είμαι εκεί. Εκτός από την αυτονόητη συμμετοχή σε κάθε συλλογική αντίδραση που μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία ζύμωσης, ίσως και κάποιου ρήγματος της κανονικότητας του συστήματος. Εκτός από την εσωτερική ανάγκη να συμμετέχω σε κάθε προσπάθεια ζύμωσης και διαμόρφωσης μιας πιο ουσιαστικής αντίδρασης. Εκτός από την άρνηση που έχω να χαρίζω το πεδίο στους συστημικούς αμαχητί.
………
Λίγο πιο πέρα από τον άγνωστο που κοιμόταν κυριολεκτικά στο δρόμο, διέκρινα άλλον έναν, ξύπνιο ακόμα (ή τον ξύπνησε η παρουσία μου;). Έστρεψε αμέσως το πρόσωπο του από την άλλη και κουλουριάστηκε, λες και κρυβόταν, λες και ντράπηκε. Ένιωσα αμήχανα στην αρχή, λίγο άβολα. Βασικά ένοιωσα σαν εισβολέας στο χώρο τους, σαν ακάλεστος επισκέπτης στο δικό τους δωμάτιο. Έφυγα βιαστικά για το “δικό μου” δωμάτιο, για το δικό μου χώρο. Έφυγα με το κεφάλι κάτω από ντροπή για την αδυναμία μου να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους αλλά και με μια σκέψη να τρυπάει το μυαλό μου. Περισσότερο μάλλον με μια ερώτηση.
……….
Έλεγα πως έχω μια πολύ καλή δικαιολογία να είμαι στην πορεία. Θέλω λοιπόν να θέσω σε αυτούς τους λίγους που θα μπορέσω αυτή την ερώτηση. Θέλω να μου απαντήσουν αυτοί που θα κάνουν μαζί μου ( ή μήπως είμαι εγώ μαζί τους;) την επαναστατική γυμναστική. Αλλά πριν κοιμηθώ για να μπορέσω να είμαι αύριο εκεί, θέλω την ίδια ερώτηση να τη θέσω και σένα φίλε που κάθεσαι στο καναπέ σου και με διαβάζεις.
-“Χτες το βράδυ, είδα δυο άστεγους να κοιμούνται στο δρόμο, μπροστά στην είσοδο δυο πολυκατοικιών που η κάθε μια είχε τουλάχιστον τέσσερα με πέντε ενοικιαστήρια. Δηλαδή συνολικά σχεδόν δέκα διαμερίσματα άδεια. Κι αυτοί κοιμόντουσαν στο δρόμο. Που βλέπεις τη λογική σε αυτό;”
Αν το βρίσκεις λογικό, τι να πω; Έχασες το χρόνο σου να διαβάζεις για τις ανόητες ερωτήσεις μου.
Αν πάλι θες να μου απαντήσεις πως κάτι έστω δεν είναι λογικό, πως κάτι έστω σ’ ενοχλεί, σε παρακαλώ μην το κάνεις στα σχόλια.
Έλα να μου το πεις στη πορεία.
Εκεί είναι η θέση σου.
Ραντεβού στο δρόμο.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6H
Δεν θέλω να σας μοιάσω.
Δεν θέλω να σας μοιάσω.
Μην μου μιλάτε για κοινωνία όταν είστε μόνο ζώα με κανιβαλικά ένστικτα.
Μην μου μιλάτε για δικαιοσύνη όταν ξέρετε μόνο κερδίζετε.
Μην μου μιλάτε για ελευθερία όταν έτσι βαφτίζετε το συμφέρον σας.
Μην μου μιλάτε για αγάπη όταν την δίνετε με ανταλλάγματα.
Μην μου μιλάτε για ανθρώπους όταν ξέρετε μόνο να σκύβετε.
Δεν θέλω να σας μοιάσω.
Σας χαρίζω τα λεφτά σας, το φόβο σας, την απανθρωπιά σας, το μίσος σας, το φθόνο σας.
Σας χαρίζω τις ψευδαισθήσεις σας, τις ελπίδες σας, τα πιστεύω σας, τους νόμους σας.
Σας χαρίζω τις εκλογές σας, τις αλυσίδες σας και τα κελιά σας.
Σας χαρίζω τις σημαίες σας, τα λάβαρα σας, τους αρχηγούς σας.
Σας χαρίζω την ησυχία σας, την θλίψη σας και την ανυπαρξία σας.
Δεν θέλω να σας μοιάσω.
Δεν αντέχω τη βία σας, τη ψευτιά σας, τη ματαιοδοξία σας.
Δεν αντέχω τους μπάτσους σας, τους στρατούς σας, τους θεσμούς σας.
Δεν αντέχω τα κόμπλεξ σας, την ηθική σας, τη βλακεία σας.
Δεν αντέχω τις δικαιολογίες σας, τις υπεκφυγές σας, την δουλεία σας.
Δεν αντέχω την αποφορά της σαπίλας σας.
Δεν θέλω να σας μοιάσω.
Γιατί βιάζετε το μέλλον των παιδιών σας.
Γιατί διαλέξατε την υποταγή και τη ξεφτίλα.
Γιατί δεν έχετε σταλιά αξιοπρέπειας.
Γιατί σκοτώνετε τα πιο όμορφα όνειρα.
Γιατί ο έρωτας σας αγγίζει μόνο σαν εμπόρευμα.
.
Δεν θέλω με τίποτα να σας μοιάσω.
Ούτε καν στο ελάχιστο.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6C
Γιατί το παίρνω προσωπικά
της @IrateGreek
Γιατί το παίρνω προσωπικά
Τις τελευταίες δυο βδομάδες πέφτω για ύπνο το βράδυ και σηκώνομαι το πρωΐ έχοντας στο μυαλό ένα πρόσωπο που ποτέ δεν γνώρισα και πιθανόν δεν θα γνωρίσω. Ξέρω ελάχιστα για τον ίδιο. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τον λένε Κώστα Σακκά, ότι είναι 29 χρονών και ότι ήταν φοιτητής μέχρι τον Δεκέμβρη του 2010. Πολύ λιγότερα απ’ όσα ήξερα για όλους εκείνους που έγραφα επιστολές στήριξης, όταν έκανα καμπάνιες για τη Διεθνή Αμνηστία
Επίσης ξέρω ότι ο Κώστας Σακκάς είχε συλληφθεί στην Αθήνα, στις 4 Δεκεμβρίου 2010, μέσα ή κοντά σε ένα μέρος με όπλα. Ξέρω ότι είναι αναρχικός. Ξέρω ότι παραδέχτηκε κάποια σχέση με αυτά τα όπλα. Δεν ξέρω αν έκανε ποτέ κάτι με αυτά, ούτε παρουσίασε ποτέ κανείς κάποια απόδειξη για κάτι τέτοιο.
Ξέρω ότι ο Κώστας Σακκάς κατηγορείται πως είναι τρομοκράτης, αλλά πάλι δεν είδα ποτέ κάποια απόδειξη. Ξέρω ότι κανείς δεν παρουσίασε ποτέ καμμία απόδειξη, αφού η δίκη του δεν έχει ξεκινήσει ακόμα – στην πραγματικότητα, ξέρω ότι δεν έχει οριστεί ημερομηνία για να ξεκινήσει η δίκη. Ξέρω ότι είναι στη φυλακή από τον Δεκέμβριο του 2010, δηλαδή 2 χρόνια, 7 μήνες και 6 μέρες. Συνολικά 949 ημέρες.
Ξέρω ότι σύμφωνα με τους νόμους της Ελλάδας, μπορεί κανείς να προφυλακιστεί για μέγιστο διάστημα 18 μηνών και επιπλέον 12 μήνες υπό εξαιρετικές συνθήκες. Μέχρι, δηλαδή, το απόλυτο όριο των 913 ημερών. Δεν ξέρω αν η προφυλάκιση χωρίς να έχει οριστεί δικάσιμος ήταν αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι νομοθέτες, όταν έλεγαν «υπό εξαιρετικές συνθήκες».
Πιό σημαντικό, ξέρω ότι ο εισαγγελέας Ιωάννης Μωραϊτάκης πρότεινε να παραταθεί η προφυλάκιση του Κώστα Σακκά για 6 μήνες πέρα από το νόμιμο όριο των 913 ημερών. Ξέρω ότι το Συμβούλιο Εφετών το ενέκρινε. Ξέρω ότι ο Κώστας Σακκάς ξεκίνησε απεργία πείνας πριν από 36 ημέρες και ξέρω ότι η υγεία του φθίνει ραγδαία.
Ξέρω ότι στη χώρα μου, την Ελλάδα, ένας άνθρωπος που λέγεται Κώστας Σακκάς κρατείται στη φυλακή χωρίς δίκη για περισσότερο από δυόμιση χρόνια, ότι είναι σε απεργία πείνας για περισσότερο από ένα μήνα, ότι το πολιτικό και δικαστικό σύστημα δεν δείχνουν να έχουν καμμιά αίσθηση επείγοντος για την υπόθεση και ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν δείχνει να νοιάζεται, έστω και λίγο.
Και το βρίσκω αυτό πολύ ενοχλητικό. Τόσο ενοχλητικό, που το παίρνω προσωπικά.
Γεννήθηκα στον Καναδά από Έλληνες γονείς, που έπρεπε να το σκάσουν από την Ελλάδα σε μια εποχή που φυλακιζόταν κόσμος χωρίς δίκη. Ο λόγος που επιστρέψαμε στην Ελλάδα ήταν ότι αυτά υποτίθεται δε θα συνέβαιναν πια. Αλλά συμβαίνει, εδώ και τώρα. Και ένας άνθρωπος που λέγεται Κώστας Σακκάς μπορεί να πεθάνει εξαιτίας αυτού.
Όταν ήμουν φοιτήτρια, έγραφα επιστολές για λογαριασμό της Διεθνούς Αμνηστία, προκειμένου να ζητήσω από κυβερνήσεις ή διεθνείς οργανισμούς να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σχετικά με πολιτικούς κρατούμενους. Έχω γράψει επιστολές για επώνυμους κρατούμενους στη Βιρμανία και άγνωστους κρατούμενους στο Θιβέτ. Πρέπει να έχω γράψει εκατοντάδες τέτοια γράμματα. Αλλά κανείς τώρα δεν κάνει καμπάνια με επιστολές για τον Κώστα Σακκά. Εδώ είναι Ευρώπη, βλέπετε. Οι δικαστικοί υποτίθεται πως λειτουργούν όπως πρέπει – μόνο που ξέρω, το βλέπω κάθε μέρα, ότι δεν το κάνουν.
Αργότερα εργάστηκα σε αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας για πολλά χρόνια. Δούλεψα στην Παλαιστίνη κατά την Ιντιφάντα, στο Σουδάν κατά τα πρώτα στάδια λιμού, στο Τσαντ κατά το ξεκίνημα ενός εμφυλίου, στο Κονγκό κατά τη διάρκεια ενός εμφυλίου. Η Ελλάδα ήταν το λιμανάκι μου. Και από τότε που γύρισα στην Ελλάδα, μια βδομάδα πριν τις εκλογές του 2009, ζω αυτό που ζούσαν οι άνθρωποι σ’ εκείνες τις χώρες πριν εμφανιστούμε εμείς, οι εργαζόμενοι στην ανθρωπιστική βοήθεια: την κατάρρευση κάθε μορφής οικονομικού, κοινωνικού και πολιτισμικού ιστού, την κατάρρευση όλων όσα κάνουν το σπίτι σου ένα ασφαλές μέρος.
Νιώθω ήδη από το 2009 ότι μου παίρνουν το λιμανάκι μου, αλλά η υπόθεση του Κώστα Σακκά ξεχείλισε το ποτήρι. Δεν αισθάνομαι ασφαλής πια ούτε στο ίδιο μου το σπίτι. Παλιά φοβόμουν την ώρα που οι αρχές θα φυλάκιζαν κόσμο χωρίς λόγο, χωρίς διαδικασίες, χωρίς καμμιά αναφορά στο δίκαιο. Τώρα συμβαίνει στον Κώστα Σακκά και περιμένω απλά να συμβεί σε πολλούς άλλους από μας. Ίσως ν’ αποφασίσουν ότι έχω φιλίες με τρομοκράτες επειδή έγραψα αυτό κείμενο ή ίσως βρουν κάποιον άλλο, τυχαίο λόγο. Ίσως να με συλλάβουν υπό το καθεστώς της υγειονομικής διάταξης Λοβέρδου για μαλάρια. Ίσως μπορώ μόνο να ελπίζω ότι δεν θα συλλάβουν και κάποιο κουνούπι μαζί μου.
Και γι’ αυτό το παίρνω προσωπικά. Σήμερα κρατείται ο Κώστας Σακκάς και ραγίζει η καρδιά μου που ένας νέος άνθρωπος απέχει από τροφή μέχρι θανάτου, επειδή είναι στη φυλακή χωρίς δίκη. Αλλά επίσης ξέρω ότι αύριο, μπορεί να είμαι εγώ.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6z
Ένα κενό γεμάτο με την απουσία μας.
Κενό χαρτί, κενή οθόνη.
Όχι άσπρο, όχι μαύρο, αλλά κενό.
Είναι η απουσία τόση, που νιώθω πως μπορώ να την αγγίξω, να την γευτώ.
Υλοποιημένο τίποτα.
Κρυμμένη ζωή ανάμεσα στις ανάσες μου.
Επεισόδια μιας αφήγησης ανάμεσα στις γραμμές μου.
Νοήματα ανάμεσα στις λέξεις μου.
Νοσήματα μιας απούσας αντίληψης.
Ξεχασμένες πραγματικότητες, στρεβλές ιδεοληψίες, παραισθήσεις, αναλύσεις, καθρέπτες.
Ερωτεύτηκα την άγρια αρμονική συνάρτηση της αβεβαιότητας.
Παρασύρθηκα στην δίνη της απέραντης κοσμικής αμφισβήτησης.
Βρήκα την απάντηση χωρίς ερώτηση.
Αγάπησα την ίδια την αγάπη.
Έγραψα την ιστορία στο περιθώριο των καρέ της ταινίας.
Έζησα λάθρα ανάμεσα στις στιγμές της ζωής μου.
…
Κενό.
Και τώρα ξανά.
Από την αρχή, γεμίζω το πρότερο κενό, με το νέο.
Σαν εκείνες, τις ρώσικες κούκλες.
Η μια μέσα στη άλλη.
Επ’ άπειρον.
Αλήθεια;
Πόσο κενό είναι τελικά το κενό που εμπεριέχει ένα άλλο κενό;
Κι αν όλα τα κενά μας, απλά είναι γεμάτα με κενά που με τη σειρά τους εμπεριέχουν άλλα κενά;
Και το σύνολο των κενών, είναι κενό;
Μήπως τελικά δεν υπάρχει κενό;
Το κενό ποτέ δεν είναι κενό.
Εμπεριέχει την απουσία ως φύση.
Καταλήγω δυσφορώντας στο συμπέρασμα πως το μόνο κενό είμαστε εμείς.
Όχι εγώ.
Όχι εσύ.
Εμείς.
Ένα κενό γεμάτο με την απουσία μας.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6u
Αυτή που έρχεται.
Ανατρέχω όλο και πιο συχνά σε περασμένες σκέψεις, σε συναισθήματα γεμάτα νοσταλγία, σε εικόνες που ξεθωριάζουν αφήνοντας πίσω μια πικρή γεύση ικανοποίησης.
Ανακατεύω τις οσμές με τις αναμνήσεις, τα χρώματα με τους ήχους, τα δάκρυα με τις μουσικές, τις γεύσεις με υποσχέσεις αθάνατου έρωτα.
Μύρισε βανίλια στο μυαλό μου, βρεφική στάση ύπνου, κατακλυσμός ιδεατών ματιών, ατέρμονα χάδια. Προσαρμογή.
Και ένας παράλογος φόβος απόρριψης.
Μια αγωνία για την επόμενη ανάσα που θα με κρατήσει στη ζωή.
Η κατάδυση έγινε χωρίς σταματημό, η επιστροφή σταδιακή. Η νόσος των δυτών παρούσα με απειλεί με παράλυση. Συναισθηματική.
Ανάσα.
Ξανά.
Ως πότε θα ζω με δόσεις;
Μια μια τις ανάσες μου, μια μια τις αγάπες μου, μια μια τις στιγμές της θανάτωσης.
Ένα κλάμα βουβό, ένα χαμόγελο κενό, ένα παρακλητικό βλέμμα. Και η αναμονή της ολοκλήρωσης.
Της κορύφωσης του δράματος.
Της λυτρωτικής εξόδου.
……..
Σε έψαχνα.
Από πάντα σε έψαχνα.
Σε βρήκα και σε έχασα πολλές φορές.
Τις πιο πολλές σε βρήκα όταν σ’ έχανα, τις άλλες σ’ έχασα μόλις ήρθες.
Ως πότε θα σε ψάχνω;
Εσένα που θα έρθεις. Εσύ που έρχεσαι.
Αλλά ποτέ δεν φτάνεις.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6p
Η γέννα
Ανάμεσα σε χιλιάδες νεκρούς
κάτω από διαμελισμένα κορμιά
δίπλα σε ανύπαρκτες συνειδήσεις
φιμωμένες φωνές ουρλιάζουν βουβά
Κάτω από τα γκρεμίσματα του κόσμου
μέσα στα ποτάμια της ντροπής
δίπλα στα αδειανά μας βλέμματα
ένας σπόρος ακόμα αντιστέκεται
Μέσα στην αφόρητη σιωπή
κόντρα σε παγωμένες συνειδήσεις
ενάντια στη στάση του χρόνου
ένα κλάμα παιδικό αναδύεται
Μπορείτε να μας φιμώσετε
να μας δείρετε, να μας φυλακίσετε
Μπορείτε ακόμα και να μας σκοτώσετε
Αλλά εμείς θα γεννάμε
Θα γεννάμε το νέο
το όμορφο
το ελεύθερο
το Ανθρώπινο.
.
ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6l
Είμαι.
Είμαι.
Έτσι αρχίζουν όλα.
Πολλοί κάνουν το λάθος και πιστεύουν πως η αρχή είναι το Εγώ.
Άλλοι πάλι μπερδεύουν το Είμαι με το “Τι Είμαι;”
Ακόμα χειρότερα με το “Ποιος Είμαι;”
Είμαι.
Σκέτο και βέβαιο. Καμιά ερώτηση. Μόνο αντίληψη.
Αποδοχή.
Είμαι.
Κι αφού Είμαι, Είσαι.
Κι αφού Είμαι και Είσαι, Είμαστε.
Τόσο απλά.
Τόσο βέβαια.
Από εκεί ξεκινάν όλα.
Και μετά χανόμαστε.
Ποιος είναι, τι είναι, γιατί να είναι, πως είναι.
Εγώ. Ναι Εγώ. Το Εγώ βάζει το Είμαι απέναντι στο Είσαι. Γιατί ζητάει ένα Εσύ για να υπάρξει.
Εγώ χωρίς Εσύ δεν γίνεται.
Και το Εμείς δύσκολο όταν γεμίζει από Εγώ κι από Εσύ.
Γι’ αυτό θέλω σκέτα να Είμαι, θέλω να μην χρειάζομαι το Είσαι για να υπάρχω αλλά να υπάρχεις για να Είμαι όπως κι εσύ Είσαι.
Για να Είμαστε.
Όχι Εμείς, αλλά τα Είναι μας.
Έτσι, σιγά σιγά περνάω από το Εγώ στο Είμαι και κάθε βήμα μου αποκαλύπτει πιο ξεκάθαρα το Είσαι, το Είναι, το Είμαστε.
Αν αρχίσουμε από το Είμαι, όλα μας ενώνουν, και τα Εγώ μας απλά μας κάνουν διαφορετικούς.
Αν αρχίσουμε από τα Εγώ μας, οι διαφορές μας δεν μας επιτρέπουν να ενωθούμε ποτέ στο Είμαστε.
Μόνο ένα κίβδηλο Εμείς φτιάχνουν. Μια ψευδή συνθήκη συλλογικής ύπαρξης. Μια κοινώς αποδεκτή απάτη.
Ας Είμαι λοιπόν, κι ας Είσαι. Ας Είμαστε απλά διαφορετικοί.
Όχι Εμείς, αλλά τα Είναι μας.
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-6h
Θέλω να γράψω
Θέλω να γράψω. Δεν είναι πως δεν θέλω αλλά δεν μπορώ πια. Μου λείπει το γράψιμο. Είναι ένα είδος λύτρωσης. Θέλω πολύ να γράψω, αλλά δεν μπορώ.
Κάθομαι πολλές φορές μπροστά στη κενή οθόνη, προσπαθώντας να το πάρω απόφαση. Σκέφτομαι πως αν γράψω μια παράγραφο, μια λέξη, θα ξεκολλήσω. Αλλά κάθε φορά κολλάω στην πρώτη λέξη. Κάθε φορά μου φαίνεται πως απλά αντιγράφω το κενό.
Δεν έχει πια καμιά σημασία ποια λέξη βάζω πρώτα, ούτε αν το νόημα έχει κάτι να μου πει. Όλα είναι χιλιοειπωμένα, όλα είναι γνωστά, όλα είναι παλιά. Πόσες φορές δεν τα έγραψα κι εγώ και άλλοι πολλοί; Πόσες φορές δεν τα διάβασα κι εγώ αλλά και συ; Με πόσους τρόπους και σε πόσες γλώσσες δεν ειπώθηκαν όλα πια;
Ξεκινάω να γράψω και νιώθω σαν να κλέβω χρόνο από την ευθύνη. Ξεκινάω να διαβάσω και νιώθω σαν να κατασκευάζω φτηνές δικαιολογίες. Άλλωστε το ίδιο δεν κάνεις κι εσύ; Το ίδιο δεν κάνουμε όλοι μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο;
Και καλά αυτοί που χρόνια τώρα γαλουχήθηκαν στην νοοτροπία της ανάθεσης, καλά κι αυτοί που αποζητούν απεγνωσμένα έναν τσοπάνη, εμείς οι δήθεν ελεύθερα σκεπτόμενοι; Τι σκατά έχουμε στο κεφάλι μας και κρυβόμαστε πίσω από λέξεις, τύπους, αρχέτυπα και είδωλα;
Θέλω να γράψω. Δεν είναι πως δεν θέλω αλλά δεν μπορώ πια. Μου λείπει το γράψιμο. Είναι ένα είδος λύτρωσης. Θέλω πολύ να γράψω, αλλά δεν μπορώ.
Τι να γράψω; Να γράψω για την πείνα, την εξαθλίωση, τον παραλογισμό, την φτώχεια, την απώλεια της έστω και τυπικής ελευθερίας που νομίζαμε πως μας έχουν εκχωρήσει; Να γράψω για την ξεχασμένη μας αξιοπρέπεια; Για τη μιζέρια και τον παρτακισμό μας; Για την απέραντη υποκρισία μας; Για τους θανάτους και τα σκοτωμένα όνειρα;
Γιατί να γράψω;
Για να παρηγορηθώ εγώ ή για να πεις εσύ “καλά τα λέει μωρέ” και μετά να συνεχίσουμε και οι δυo μας να προσποιούμαστε πως όλα είναι περαστικά, πως κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας, πως δεν φταίμε; Γιατί να γράψω λοιπόν; για ποιόν να γράψω;
Σκέφτηκα κάποια στιγμή πως πρέπει να γράψω για τα παιδιά. Αυτά δεν είναι βολεμένα, ούτε φοβισμένα, ούτε κουβαλάνε τις δικές μας αγκυλώσεις. Αυτά θα καταλάβουν, σκέφτηκα. Τα κείμενα θα είναι μια παρακαταθήκη, μια κληρονομιά. Τότε όμως είδα το βλέμμα τους να μας χλευάζει, είδα το ατρόμητο χαμόγελό τους. Άκουσα για λίγο το τραγούδι της καρδιάς τους και κατάλαβα.
Μας περιφρονούν και μας απεχθάνονται. Σιχαίνονται κάθε μας λέξη, κάθε μας κείμενο, κάθε μας θέση. Μας θεωρούν δειλούς και ανίκανους, υποταγμένους υποκριτές που κρύβουν την ασχήμια της ψυχής τους σε περίτεχνα στιχάκια και διθυραμβικά κατεβατά ασυναρτησιών.
Γιατί στο δικό τους κόσμο οι λέξεις δεν έχουν αυτόνομη ύπαρξη, τα νοήματα γεννιούνται μόνο μέσα από τη δράση και η αντίσταση έχει σάρκα και οστά, όχι μόνο φθόγγους και σημεία στίξης .
Στο δικό τους κόσμο δεν υπάρχουν συνθήματα, αλλά μόνο λυτρωτικές κραυγές χαράς στη θέα της φωτιάς που εξαφανίζει την ασχήμια του κόσμου που χτίσαμε εμείς.
Θέλω να γράψω. Δεν είναι πως δεν θέλω αλλά δεν μπορώ πια. Μου λείπει το γράψιμο. Είναι ένα είδος λύτρωσης. Θέλω πολύ να γράψω, αλλά δεν μπορώ.
Βασικά δεν έχω λόγο να γράψω πια. Κι εσύ δεν έχεις λόγο να διαβάσεις.
Η ώρα ήρθε που από τις λέξεις πρέπει να περάσουμε στις πράξεις.
Από την δικαιολογία στην ανάληψη ευθύνης.
Από το ρεαλισμό στη φαντασία.
Από το φόβο στη νεότητα.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-6b
Κενό.
Κενό. Όλα ξεκινούν απ’ το κενό. Και όλα καταλήγουν στο κενό. Στο κενό δημιουργό. Στο κενό καταστροφέα.
Και είναι τούτο το κενό που μας προσδιορίζει, το ίδιο κενό που προσπαθούμε μάταια να γεμίσουμε. Σε μια πεπερασμένη και αβέβαιη ζωή, ακροβατούμε μεταξύ επιθυμίας και επιβολής, σκιαμαχούμε με φόβους και ανασφάλειες, υποκρινόμαστε τους ζωντανούς, και τέλος πεθαίνουμε άδειοι. Στην προσπάθεια να γεμίσουμε το αμείλικτο κενό, ξεχνάμε να γεμίσουμε τη ζωή μας. Γυρνάμε άδεια κουφάρια στο κενό που μας γέννησε.
Συρόμενοι αυτόβουλα στου κοπαδιού τα προστάγματα, πασχίζουμε για μια θέση όλο και πιο μπροστά στο κοπάδι, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε πως ερχόμαστε απλά πιο κοντά στο σφαγέα μας. Αρκεί να είμαι στο κοπάδι και ας με σφάξουν, βελάζουμε ασταμάτητα. Και κάθε τόσο ταιριάζουν όλο και πιο πολύ τα βελάσματα, και η γούνα μας γίνεται ίδια με των άλλων. Έτσι, κοπάδια πορευόμαστε, και σαν αντικρίσουμε κάποιο άλλο κοπάδι γινόμαστε αγέλη φοβερή και θέλουμε να το φάμε. Κοπάδια και αγέλες συνάμα, πρόβατα και λύκοι, θύματα και θύτες.
Καταναλώνουμε σκουπίδια, άχρηστα ψιμύθια επίπλαστης ευτυχίας. Ακολουθούμε αυτόκλητους ηγέτες, κοινωνούς μοναδικών αληθειών. Βουτάμε στο πυθμένα του παράλογου να βρούμε απάντηση στο απλό. Αφήνουμε με ευκολία τα θέλω μας για τα πρέπει, αναθέτουμε τη ζωή μας σε τυχάρπαστους σωτήρες, λατρεύουμε φαντάσματα, πιστεύουμε προφήτες και ελπίζουμε στην τύχη. Όπως λέει κι ο ποιητής, “δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα”.
Κενό. Όλα ξεκινούν απ’ το κενό. Και όλα καταλήγουν στο κενό. Στο κενό δημιουργό. Στο κενό καταστροφέα.
ShortUrl:http://wp.me/p2tMSd-62
Η κορύφωση του δράματος
Και να που σιγά σιγά φτάνουμε στην κορύφωση του δράματος. Όπως κάθε έργο που σέβεται τον εαυτό του, έτσι κι αυτό θα ολοκληρώσει την δραματική του πλοκή, βάση σεναρίου, λίγο πριν το τέλος. Οι θεατές, παρασυρμένοι από τη πλοκή, βυθισμένοι στο συναισθηματικό παραλήρημα των πρωταγωνιστών, παρακολουθούν άναυδοι, αφήνοντας που και που μια μικρή πνιχτή κραυγή έκπληξης ή έναν αναστεναγμό συμπάθειας. Κάποιες φορές αποδοκιμάζουν τη στάση του τάδε ή του δείνα πρωταγωνιστή, κάποιες άλλες ταυτίζονται μαζικά με κάποιον άλλον.
Το αξιοπερίεργο σ’ αυτό το έργο είναι μια ιδιότυπη διαδραστικότητα που ενυπάρχει στην πλοκή του, ανάλογα με πια πλευρά του καναπέ κάθεται ο θεατής του. Έτσι, αν κάποιος κάθεται δεξιά αναγνωρίζει θετικές πλευρές στους αντίθετους πρωταγωνιστές από κάποιον που κάθεται στο κέντρο ή αριστερά. Ακόμα πιο ιδιότυπο χαρακτηριστικό είναι που πολλές φορές οι «θέσεις» των πρωταγωνιστών προσαρμόζονται στις αλλαγές θέσης του θεατή.
Άλλο παράδοξο είναι που οι πρωταγωνιστές εναλλάσσονται με κομπάρσους στους ρόλους τους πάλι ανάλογα με τη θέση του θεατή. Έτσι το ρόλο του καλού ή του κακού, αναλαμβάνει η Γερμανία, η Αμερική, η Ρωσία, η Πολιτική, οι Τράπεζες, οι Ψεκασμοί, η Δεξιά, η Αριστερά, ακόμα και οι Νεφελίμ με τους Ελ. Νεοφιλελεύθεροι εναντίον Φιλελεύθερων, Αριστεροί εναντίων Δεξιών, Ευρώ εναντίων Δραχμής και πάει λέγοντας.
Και η κορύφωση, όπως είπαμε στην αρχή, είναι πια κοντά. Η οθόνη θα σβήσει για λίγο, καθώς οι τίτλοι τέλους θα εξαφανίζονται στη λήθη του σκοταδιού. Ο θεατής, απ’ όπου κι αν κάθεται στον καναπέ του, θα δει για ένα μικρό κλάσμα του χρόνου, την ίδια εικόνα με εκείνη που θα έβλεπε κι απ΄ όποια άλλη θέση κι αν είχε διαλέξει. Θα δει έκπληκτος την δική του αντανάκλαση στο γυαλί της μαύρης οθόνης. Θα έχει την ευκαιρία να κατανοήσει ότι αυτός είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής, αυτός ο θύτης και το θύμα του δράματος.
Το μόνο σίγουρο, είναι πως αν και τότε δεν σηκωθεί από τον καναπέ, δεν θα έχει άλλη ευκαιρία για πολύ καιρό. Γιατί η οθόνη θα ανάψει πάλι περίλαμπρα. Ένα νέο επεισόδιο της σειράς που παίζονταν θα αρχίσει. Γιατί δεν είναι έργο αυτοτελές, αλλά σήριαλ με ανακυκλούμενο σενάριο. Μια σειρά τρόμου και αποχαύνωσης.
ΥΓ. Δυστυχώς δεν αρκεί να αλλάξεις θέση στο καναπέ. Πρέπει να τον εγκαταλείψεις.
.
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5X
Αυτοκριτική
Σέρνεται ανάμεσα μας η διχόνοια, θρεμμένη από το φόβο και τη πίκρα μας, τις αγωνίες και τα αδιέξοδα. Ξεσαλώνει η διχόνοια ανάμεσα μας, κάθε φορά που αφήνουμε το πρόβλημα στα χέρια κάποιου άλλου. Κάθε που η οργή τυφλή μας στρέφει όπου βολεύει. Κάθε που η λογική μας χάνεται, στα βάθη κάποιας πίστης.
Ακόμα και τώρα, που η σφαγή έχει πλέον θεριέψει, τώρα που τα όρνια δεν βαστούν ούτε ώσπου να ξεψυχήσεις παρά εφορμούν με λύσσα στους ετοιμοθάνατους τις σάρκες να ξεσκίσουν, ακόμα και τώρα που η ανθρώπινη ζωή έχασε κάθε αξία, εμείς πιστοί εραστές, σέρνουμε τη διχόνοια μεταξύ μας, σαν λάφυρο, σαν διέξοδο, σαν ερωμένη.
Μας χλευάζει η Ιστορία, μας κουνά το δάχτυλο. Μας χλευάζει και το μέλλον που τόσο έχουμε ξεχάσει. Μας χλευάζουν και τα παιδιά, άφωνα, άπρακτα, αθώα. Μας χλευάζουν με τη παρουσία τους. Μα πάνω απ’ όλα μας χλευάζει η πραγματικότητα.
Αχ, πόσο εύκολο είναι πια να διαφωνείς, πόσο απλό να κρίνεις. Καλό, δε λέω, και χρήσιμο. Ποτέ δεν βλάπτει η κριτική, ποτέ δεν βλάπτει η σκέψη. Μα να την κάνουμε κι εμείς, στον εαυτό μας πρώτα. Να δούμε πότε χάσαμε το χέρι που κρατούσαμε, πότε πάψαμε να βλέπουμε τον δίπλα μας στα μάτια, πότε ρωτήσαμε απλά ένα «αντέχεις»;
Οι μεν είναι χαζοί και βολεμένοι, οι άλλοι συντεχνία, οι τρίτοι πάλι είναι εχθροί γιατί μας λεν αλήθειες. Άλλοι δεν έχουν το Θεό που εμείς μάθαμε να προσκυνάμε, άλλοι ιδέες έχουν που πονούν άμα τις αναλύσεις. Άλλοι είναι γραφικοί και άλλοι πίσω, άλλοι συγκρουσιακοί και άλλοι φοβισμένοι. Σωστά. Ε, ναι λοιπόν. Σωστά είναι όλα αυτά. Σωστό είναι όμως κι ένα ακόμα. Όλοι μας είμαστε νεκροί, μονάδες σε απολογισμούς, ψηφία σε στατιστικές, κουφάρια. Όλοι είμαστε μόνοι μας και λίγοι και δειλοί και ψεύτες.
Γιατί η μεγαλύτερη τόλμη, η μεγαλύτερη δύναμη, η μεγαλύτερη αλήθεια είναι η Αγάπη, η Αλληλεγγύη, και η Αξιοπρέπεια.
.
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5S
Νεκροί
Νεκροί
δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που μας προετοίμαζαν για έναν εργαζόμενο ανά οικογένεια
τώρα, μας ετοιμάζουν για το ένας νεκρός ανά οικογένεια
βάλαμε αξία στα πράγματα και τα χάσαμε όλα
βάλαμε αξία στην αξιοπρέπεια και μας την τσαλαπάτησαν
βάλαμε αξία στην ζωή, και θερίζουμε νεκρούς
γιατί ότι έχει αξία, είναι εμπορεύσιμο, διαπραγματεύσιμο
έτσι και η ζωή μας
ακόμα ένα εμπόρευμα στο βωμό του κέρδους
σφάγια γίναμε, σε μια αγορά δύναμης
κοπάδια κρέατος
αγέλες
κι εμείς περιφέρουμε τα άδεια μας κουφάρια
ντυμένα με πολύχρωμες δικαιολογίες
αρωματισμένα με την δυσωδία του φόβου μας
επιδεικνύοντας την πρόδηλη ανεπάρκεια μας
κινούμενες διαφημίσεις επιθυμιών
νεκρικές πομπές ημιθανών
διθυραμβικές κραυγές επιθανάτιων ρόγχων
κι άλλοι νεκροί
νεκροί παντού
σκυλεμένοι
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5N
Μια μέρα.
Μια μέρα θα ξημερώσει αλλιώτικη απ’ τις άλλες.
Ο ήλιος θα καίει πιο δυνατά, το φως θα διαπερνά κάθε σκιά και ο αγέρας θα μυρίζει ελευθερία.
Εκείνη τη μέρα, κανένας άνθρωπος δεν θα είναι δυστυχισμένος, κανείς δεν θα πεινάει, κανείς δεν θα νιώθει μοναξιά.
Τα όπλα θα καταστραφούν, οι φυλακές θα γκρεμιστούν και τα σχολειά θα γίνουν υπαίθρια γεμάτα γέλια και διψασμένα μάτια.
Οι άνθρωποι θα χαιρετιούνται με αγάπη στο δρόμο, κανείς δεν θα έχει τίποτα να μοιράσει με τον άλλο, κανενός δεν θα του λείπει τίποτα.
Ο έρωτας θα είναι από νωρίς διάχυτος παντού και οι διαφορές μας θα φαντάζουν όμορφοι πίνακες, οι γλώσσες μας θα μπερδευτούν αρμονικά με τα χαμόγελα και τα νοήματα θα είναι εύκολα.
Οι στολές θα εξαφανιστούν, οι θεοί θα πεθάνουν και η μόνη βεβαιότητα θα είναι αυτή της αγάπης.
Τα παιδιά θα αποκτήσουν εκατομμύρια γονείς, και οι γονείς θα έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου στην αγκαλιά τους.
Και μέσα στα μάτια του διπλανού μας, θα καίει η φωτιά της ελευθερίας, η καρδιά μας θα χτυπά στον ρυθμό της αλληλεγγύης και η εμπιστοσύνη θα είναι η μόνη μας δέσμευση.
Εκείνη τη μέρα, όλοι την ονειρευτήκαμε, όλοι τη θέλουμε, όλοι την προσδοκάμε.
Μια μέρα θα ξημερώσει αλλιώτικη από τις άλλες.
Θα είναι η μέρα που θα το πάρουμε απόφαση.
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5I
Μάθαμε πλέον να βρισκόμαστε
Μάθαμε πλέον να βρισκόμαστε συχνά
Άλλοι νωρίς, άλλοι αργότερα
Όλοι δίνουμε το παρών
Άλλοι κάθε μέρα, άλλοι πιο αραιά
Κουβαλάμε τα βιώματα μας σαν σημειώσεις
Και τα μοιράζουμε σαν επιβεβαίωση
Ο ένας με τον άλλο
Όλοι μαζί σαν να λέμε «είμαι κι εγώ εδώ»
Μάθαμε πλέον να βρισκόμαστε συχνά
Αλλά κανείς δεν μολογάει γιατί
Όλοι δίνουμε το παρών
Σχεδόν όλοι
Κάθε τόσο λείπει και κάποιος
Και τον ξεχνάμε
Γιατί μάθαμε πλέον να βρισκόμαστε
Αλλά δεν μάθαμε ακόμα να θυμόμαστε
Πόσοι ήμασταν χτες
Πόσοι ξεκινήσαμε
Για αυτό σύντομα πια
Θα μάθουμε να βρισκόμαστε συχνά
Μόνο για να μετριόμαστε
Και να μας βρίσκουμε ελλιπείς
Και φοβισμένους
Και λίγους
…
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5E
Λίγη ησυχία ρε αδερφέ.
Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που σε κρατάει σκλάβο;
Τι σε φοβίζει περισσότερο άραγε;
Τι σε εξουσιάζει;
Παλεύεις μέρα νύχτα με θεριά φρικτά.
Εικόνες αποκάλυψης.
Σενάρια τρόμου.
Αμφιβολίες και τύψεις , ελπίδες φρούδες.
Αφήνεσαι στα χέρια των ταγών, ακολουθείς πιστά μια πλάνη.
Διαβάζεις δυνατά τα ευαγγέλια, φοράς στολή φαντάρου.
Ζητάς μεσσία να σε λυτρώσει, αφέντη να σε σώσει.
Αγίους προσκυνάς σεμνά, ζητάς συγχώρεση.
Ψελλίζεις απόκοσμους ψαλμούς, αποζητάς αγέλη.
Θέλεις να γίνεις σύνολο, κομμάτι όλων των άλλων, να βρεις γαλήνη στη φυγή.
Ευθύνη να μην έχεις
Σάπισε το μυαλό σου.
Βρομάει πτώμα η ζωή σου.
Προβάλεις την ευθύνη σου στους άλλους.
Αναθέτεις τα θέλω σου.
Αρνείσαι τα γιατί σου.
Κρύβεις την αλήθεια σου.
.
Λίγη ησυχία ρε αδερφέ.
Λίγη ασφάλεια.
.
Καλή νύχτα σου λοιπόν.
Καλό κατευόδιο.
Καμιά η τύχη σου.
Καμιά η συμβολή σου.
Βυθίσου ήσυχος στη λήθη σου.
.
Δεν έχει ησυχία η ελευθερία.
.
Κλείσε τ’ αυτιά σου.
.
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5y
Πόσο ακόμα;
Πόσο ακόμα θα σέρνεσαι καταγής, μέσα σε λάσπες και μιαρά περιττώματα; Πόσο ακόμα θα βάζεις πάνω απ’ την αγάπη σου, εκείνον τον τρομαχτικό, εξευτελιστικό φόβο που σου μάθανε να φωνάζεις ζωή; Πόσο ακόμα θα ξεσκίζεις με βία κάθε σύναψη λογικής στο τρομαγμένο σου μυαλό; Πόσο ακόμα;
Ξεκίνησες το ταξίδι μέσα στα σκοτεινά πέπλα της εποχής της άγνοιας. Πάλεψες σαν θηρίο με τα στοιχειά της φύσης αλλά και με τα τέρατα που δημιούργησε το μυαλό σου. Κατάφερες να τα δαμάσεις όλα, κατάφερες να γίνεις «άνθρωπος». Κι όμως, δεν μπόρεσες ποτέ να δεις καθαρά. Έφτιαξες συστήματα, θρησκείες, ιδεολογίες, περιουσίες. Έσφαξες τους άλλους, σφάχτηκες από άλλους, είδες τις «αλήθειες», μπήκες σε λίστες, έγινες νούμερο, έγινες αυθεντία, έγραψες ιστορία, χάραξες σύνορα, γκρέμισες όνειρα, βρώμησες τον τόπο με την τοξική σου ανάσα, αυτή που ζέχνει «πρόοδο» και κέρδος.
Πόσο ακόμα θα σέρνεσαι καταγής, σκουλήκι όμοιος, καταναλώνοντας μόνο για χάρη της αφόδευσης; Πόσο ακόμα θα βάζεις πάνω απ’ την αγάπη σου, εκείνο το τραγικό, αποτρόπαιο «πρέπει» που σου μάθανε να αποκαλείς ελευθερία; Πόσο ακόμα θα ξεσκίζεις με βία κάθε δεσμό που σε κρατά ενωμένο με τον συνάνθρωπο; Πόσο ακόμα;
Βούτηξες στο βόθρο της ιδιοτέλειας, ανέχτηκες τη λοβοτομή, μίσησες την ομορφιά, βάφτισες «δίκαιο» τη σκλαβιά, έπεσες σε λήθαργο χωρίς όνειρα, αγόρασες ψεύτικες υποσχέσεις, πούλησες την αξιοπρέπεια για λίγη «ησυχία», καταράστηκες τη διαφορετικότητα, αναθεμάτισες το καινούργιο, εξιδανίκευσες τη μετριότητα, έκαψες τους «αιρετικούς», έσβησες τη φλόγα του έρωτα, έκρυψες από το φως κάθε σπόρο, κάθε σκέψη, κάθε ιδέα, κάθε συναίσθημα που θα μπορούσε να σε λευτερώσει.
Πόσο ακόμα θα σέρνεσαι καταγής; Πόσο ακόμα;
Σύντομα θα σε πατήσουν τα πέλματα των ονειροπόλων. Σύντομα θα σε συντρίψουν οι κραυγές του πόθου τους. Σύντομα θα σε κάψουν οι φλόγες της επανάστασης. Σύντομα θα σε ξεχάσουν. Σύντομα αυτοί που νοιώθουν, θα συνεχίσουν το ταξίδι που εσύ άφησες στη μέση.
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5p
Η Λίστα
Νέος χρόνος. Έτσι, αυθαίρετα. Ορίσαμε το χρόνο, για να κρύψουμε την ανεπάρκεια. Βάλαμε σε καλούπι τη ζωή, σε μια διαδοχή, σε ένα ημερολόγιο. Αντί να ζούμε κάθε μέρα, γεμάτη και αυτοτελή, της βάλαμε ημερομηνία, την κάναμε προηγούμενη, επόμενη. Σχέδια που στριμώχνονται σε ημερολογιακά πλάνα. Αντί να ζούμε κάθε στιγμή στο έπακρο, φτιάξαμε λίστες. Λίστες αυτών που θέλουμε, αυτών που μας λείπουν, αυτών που θα κάνουμε.
Είθισται κάθε πρωτοχρονιά να βάζουν οι άνθρωποι στόχους. Στόχους για το νέο έτος λέει. Λες και μια μέρα πριν ήταν άλλοι άνθρωποι, όχι οι ίδιοι. Λες και η αδυναμία να φτάσουμε στο στόχο μας, είναι θέμα ημερολογιακό. Λες και η διαφορά είναι στην ιεράρχηση, στη θέση που βάζουμε κάτι στη λίστα.
Έβαλα κι εγώ λοιπόν φέτος τα δυνατά μου να φτιάξω μια λίστα για το νέο έτος. Αγάπη, μια βόλτα στη παραλία, ελευθερία, ρακή, αξιοπρέπεια, να πάω σε μια συναυλία, να φυτέψω ένα δέντρο, αλληλεγγύη, να πιω καφέ με κείνο τον παλιό μου φίλο που έχω χρόνια να τον δω, διάβασμα, ψάρεμα, να φτιάξω μια νέα συνταγή για ζυμαρικά, να σπάσω μερικές προκαταλήψεις που κουβαλάω, να γελάσω δυνατά, εμπιστοσύνη, να μοιραστώ τη χαρά μου, να γράψω. Α, κι ένα ταξίδι, μου έλειψε πολύ αυτό.
Έτοιμη η λίστα. Σίγουρα ξέχασα πολλά. Αλλά τι μ’ αυτό; Θα φτιάξω μια νέα λίστα όταν θυμηθώ. Χρόνος υπάρχει. Πειθαρχημένος, οργανωμένος, σταθερός. Κάθε μέρα υπηρετεί την επόμενη, απαράβατα, ευλαβικά.
Μα έχω ένα μικρό πρόβλημα. Πώς να αρχίσω; Πώς να προχωρήσω; Όλα μου είναι το ίδιο σημαντικά. Δεν ξέρω πώς να ιεραρχήσω τα πράγματα που έβαλα στη λίστα. Ούτε πώς να ιεραρχήσω τις λίστες που θυμάμαι να φτιάχνω για να συμπληρώνω τα κενά. Κάθε μια που λέω να κάνω κάτι, δεν ταιριάζει στη λίστα μου. Ίσως πρέπει να φτιάξω μια λίστα με τις λίστες μου. Τη λίστα όλων των λιστών.
Χάθηκα. Μπερδεύτηκα. Κάθε χρόνο τα ίδια παθαίνω. Τίποτα δεν τελειώνω, τίποτα δεν καταφέρνω να σβήσω από τη λίστα. Το ένα μου θέλω γεννάει ακόμα ένα θέλω, η μια μου λίστα γεννάει ακόμη μια λίστα. Και οι μέρες, αδυσώπητες, περνούν στη σειρά, συντεταγμένες, χωρίς περιθώρια. Και τα πλάνα μένουν αποδεικτικά της ανεπάρκειας μου. Κενές υποσχέσεις επίτευξης.
Του χρόνου θα φτιάξω μια μόνο λίστα. Με μόνο ένα θέλω. Χωρίς χρονοδιάγραμμα.
Θέλω να μάθω να βιώνω τα πράγματα όπως είναι, χωρίς θέση σε λίστες, χωρίς ιεράρχηση, χωρίς πλάνο. Θέλω να σβήσω όλες τις λίστες του κόσμου. Γιατί οι λίστες φυλακίζουν τα θέλω μας, γιατί οι λίστες σκοτώνουν τα όνειρα μας, γιατί οι λίστες δεν τελειώνουν ποτέ.
Θέλω οι μέρες να διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς ν’ ανήκουν στη λίστα του χρόνου. Κάθε μέρα ίδια, κάθε μέρα διαφορετική, κάθε μέρα ΖΩΗ.
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5k
Ο ΗΛΙΘΙΟΣ
Δεν είναι που δεν έχω ελπίδα. Λίγο με πειράζει αυτό. Και το γεγονός πως η ζωή περνάει γρήγορα με αφήνει αδιάφορο. Ακόμα και η έκδηλη αδικία γύρω μου, δεν με απογοητεύει. Ίσα ίσα που με πεισμώνει όλο και περισσότερο. Δεν λυπάμαι με την κρίση. Η κρίση με κάνει και χαίρομαι. Όχι, δεν είμαι μαζοχιστής. Απλά με την κρίση ξεβρακώνονται όλες οι ψεύτικες αξίες που μας κρατούσαν νεκροζώντανους στο κόσμο τους.
Από την άλλη είναι αυτή η τρελή μελαγχολία που με πιάνει. Αυτό το συναίσθημα μεταξύ λύπης και παράδοσης. Μια βαριά κούραση της ύπαρξης. Μια σχεδόν μεταφυσική τάση αυτοτιμωρίας. Όχι, δεν φταίει η κρίση. Δεν φταίνε τα προβλήματα, η φτώχεια, η αδικία. Βασικά δεν φταίει ούτε καν η αδυναμία μου να δράσω αποτελεσματικά.
Εσύ φταις. Ναι. Εσύ. Μόνο εσύ. Προσωπικά και επώνυμα εσύ. Εσύ φταις για όλα.
Εσύ με τις αγκυλώσεις σου, με τα δόγματα και τους φόβους σου. Εσύ με την ηλίθια προσκόλληση σου στο χτες. Εσύ με τις παρωχημένες συνταγές κοινωνικής ευτυχίας. Εσύ με τα λεφτά σου, το σπίτι σου, το αυτοκίνητο σου, τα παιδιά σου, το μικροσκοπικό υπερεγώ σου. Εσύ με τη θρησκεία σου, την ιδεολογία σου, την πάρτη σου, την δειλία σου,
Λιγάκι μόνο να έβγαζες το σκασμό. Ελάχιστα να κοιτούσες τον άλλο στα μάτια. Μια σταλιά να μάζευες την αυθεντία σου. Όλα θα ήταν εφικτά. Όλα θα είχαν γίνει.
Αλλά όσο κι αν προσπαθείς, σύντομα θα γλυτώσω από σένα. Σύντομα θα πνιγείς στις ψευδαισθήσεις σου. Σύντομα θα σε βρουν νεκρό στο καναπέ σου. Ένα πτώμα σε αποσύνθεση, ταιριαστό στον από χρόνια τώρα απονεκρωμένο σου εγκέφαλο.
Κι αν έχω φύγει πρώτος, δεν πειράζει. Εγώ θα ξεχαστώ απλά. Μονάχα λίγη απ’ την αγάπη που ένιωσα για σένα θα μείνει πίσω. Για κάθε εσένα. Εσύ θα μείνεις για πάντα ένα πτώμα στον καναπέ. Εσύ θα γράψεις τα’ όνομα σου στην ιστορία με μεγάλα φωτεινά γράμματα.
Ο ΗΛΙΘΙΟΣ.
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5e
Τα καταφέρατε.
Τα κατάφερες Σαμαρά. Ολοκλήρωσες καταστροφικό το έργο του Γ. Παπανδρέου. Εξαθλίωσες έναν λαό για να σώσεις τα κέρδη των πλουσίων και των τραπεζών.
Τα κατάφερες Βενιζέλο. Σκότωσες κάθε πρόσχημα δημοκρατίας και ισονομίας στη χώρα. Βίασες κάθε νόμο για να σταθεί στα πόδια του το νεοφιλελεύθερο έκτρωμα.
Τα κατάφερες Κουβέλη. Εξευτέλισες κάθε προοδευτική ιδέα. Φόρεσες άψογα τον αριστερό φερετζέ στο πρόσωπο του πιο απάνθρωπου Καπιταλισμού.
Τα κατάφερες Δένδια. Πάντρεψες τέλεια τα φασιστόσκυλα σου με τον κατασταλτικό μηχανισμό. Χτύπησες αλύπητα παιδιά και όνειρα.
Τα κατάφερες Τσίπρα. Έκλεψες κάθε προσδοκία για αντίσταση. Πούλησες τη νομιμότητα στο τέρας ως σοσιαλισμό και ελπίδα.
Τα κατάφερες Παπαρήγα. Προστάτεψες κάθε τι συστημικό. Πούλησες κάθε έννοια του κομμουνισμού. Πιστή στο ρόλο της προδοσίας.
Τα κατάφερες «σύντροφε». Κόλλησες κάθε δυνατή ταμπέλα στο συναγωνιστή. Περιχαράκωσες κάθε προσπάθεια αντίστασης. Απέκλεισες κάθε ουσιαστική αντίσταση.
Τα καταφέρατε όλοι σας.
Τα καταφέρατε να γεννήσετε χιλιάδες ετοιμοπόλεμους ανθρώπους.
Τα καταφέρατε να κάνετε χιλιάδες ψυχές να γεμίσουν με μίσος.
Τα καταφέρατε να μας σπρώξετε στον πιο άγριο εφιάλτη που έχετε ποτέ ονειρευτεί.
Για ένα όμως να είστε σίγουροι.
Δεν θα καταφέρετε ποτέ να μας νικήσετε.
Είμαστε ζωντανοί. Είμαστε έτοιμοι. Είμαστε αποφασισμένοι.
Και μας τρέμετε.
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-58
Αναρχοκομουνιστικός Συνδικαλισμός ή Ρεφορμισμός;
Σε μια περίοδο κρίσης είναι λογικό να εντείνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις. Μέσα σε μια τέτοια περίοδο είναι ακόμα πιο λογικό να γίνονται ακόμα πιο επίκαιρες όλες οι επαναστατικές θεωρήσεις που προϋπάρχουν μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
Η αναρχική θεώρηση, σαν γνήσια επαναστατική τάση μέρους του επαναστατικού υποκειμένου, δεν θα μπορούσε να λείψει από την πρώτη γραμμή αντίστασης και πάλης για την προώθηση της κοινωνικής επανάστασης και την δημιουργία εκείνων των συνθηκών ελευθερίας για το σύνολο της κοινωνίας να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις αξιών και συμβίωσης των ανθρώπων. Το πρόταγμα των ελεύθερων και μη καταπιεστικών σχέσεων συμβίωσης, η ανάγκη για την απόλυτη ατομική και συλλογική ελευθερία, η κατάργηση του Κράτους, της ιδιοκτησίας της όποιας ανταλλακτικής οικονομικής σχέσης, η αυτοοργάνωση και η αυτοδιάθεση κάθε κοινότητας και συλλογικότητας είναι κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά της αναρχικής θεώρησης.
Η πολυφωνία και η πολυτασικότητα του αναρχικού χώρου αν και απολύτως υγιές φαινόμενο, δεν πρέπει να διολισθαίνει στην ισοπέδωση και στην λάθος ταυτοποίηση των διάφορων τάσεων με την βασική αναρχική θεώρηση. Η αυτοανακήρυξη πολλών και διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων σε αναρχικές, αποτελεί τουλάχιστον παγίδα και κυρίως αποπροσανατολισμό στην κινηματική δράση του αναρχισμού. Η Αναρχία δεν είναι ιδεολογία. Πολλοί από τους «συντρόφους» δεν είναι παρά ελευθεριακοί κομμουνιστές ή ακόμα χειρότερα Μαρξιστές που κρύβουν πίσω από το αναρχικό πρόταγμα τις εξουσιαστικές τους τάσεις.
Ας πάρουμε τον σημερινό αναρχοσυνδικαλισμό στην Ελλάδα για παράδειγμα, που θεωρεί πως πρέπει να παλεύει για εργατικά δικαιώματα, βελτιώσεις, παροχές και πως η οργάνωση πάλης του σήμερα, ο συνδικαλισμός, πρέπει να είναι και το μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας αύριο. Ο συνδικαλισμός, θεσμός ανάγκης της εργατικής πάλης μέσα στον καπιταλισμό, είναι φύσει καπιταλιστικό μοντέλο όμως. Βασίζεται στην σχέση εργοδότη – εργαζόμενου και μόνο σ’ αυτή. Που τον χρειάζεται λοιπόν μια κοινωνία χωρίς εργοδότες; Μόνη περίπτωση που μπορώ να φανταστώ θα ήταν η σχέση εργάτη – κράτους, αλλά τότε δεν μιλάμε για αναρχική σκέψη αλλά για μαρξιστική. Είναι τουλάχιστον ατόπημα η παραδοχή πως μπορεί να υπάρξει συνδικαλισμός σε μια αυριανή κοινωνία που δεν έχει αφεντικά, είτε ιδιώτες είτε γραφειοκράτες. Σε μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας δεν μπορεί οι άνθρωποι να μοιράζονται σε ομάδες συμφερόντων, αλλά μόνο το συνολικό κοινοτικό συμφέρον μπορεί να είναι αντικείμενο κοινωνικών διεργασιών και μόνο αν εξασφαλίζεται ο σεβασμός στην ατομική ελευθερία και την ελευθερία κάθε μειονότητας. Επίσης, η λογική των συνδικαλιστών περί εργασιακής ηθικής και εργατικής ταυτότητας δεν έχει καμιά θέση σε μια κοινωνία που εργασία δεν αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης, ούτε αυτοσκοπός ζωής, αλλά εκλαμβάνεται μόνο ως εθελοντική προσφορά στην κοινότητα, σε απόλυτα ελεύθερη σχέση χρόνου και παραγόμενου αποτελέσματος. Κάθε μορφή «αναγκαστικής» εργασίας, απλά αποτελεί την βάση κάθε εξουσίας που τόσο αποστρέφεται κάθε αναρχικός.
Επίσης, η εμμονή των συντρόφων συνδικαλιστών στον παρωχημένο και αστικό ορισμό της εργατικής τάξης που έδωσε ο Μαρξ όπου τα όρια των τάξεων είναι δομημένα σαφώς πάνω στα συμφέροντα των αστών και που ο αυστηρός διαχωρισμός των λούμπεν, άνεργου, προλετάριου, αγρότη, ελεύθερου επαγγελματία, μικροπαραγωγού οδηγεί αναγκαστικά σε περιχαράκωση. Οδηγεί όμως και σε πρακτικές καθαρού ρεφορμισμού όπως πολύ εύστοχα έχει διατυπώσει ο Μαλατέστα στο «Ρεφορμισμός» απ’ όπου και το απόσπασμα: «πολύ συχνά οι μεταρρυθμίσεις που προτιμούν είναι εκείνες που, όχι μόνο φέρνουν αμφίβολα άμεσα ωφελήματα, αλλά και εξυπηρετούν την παγίωση του υφιστάμενου καθεστώτος και δημιουργούν στους εργάτες ένα κατεστημένο συμφέρον απ’ τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του. Όπως λόγου χάρη, οι κρατικές συντάξεις, τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης καθώς επίσης και τα προγράμματα συμμετοχής στα κέρδη στις αγροτικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις κλπ.»
Ακόμα και οι της CNT στην Ισπανία, μια συνδικαλιστική ένωση που ποτέ δεν έκρυψε τον Αναρχοκομμουνιστικό της χαρακτήρα και που χρησιμεύει σαν σημείο αναφοράς για πολλούς από τους σημερινούς συντρόφους, είχε ξεκάθαρα αφήσει κάθε ρεφορμιστική πολιτική πίσω της, για την ακρίβεια ποτέ δεν την υιοθέτησε. Δεν διαπραγματευόταν ποτέ με τα αφεντικά για τις συνθήκες εργασίας και τα μεροκάματα, δεν διατηρούσε ποτέ κεφάλαια για ενίσχυση απεργών, εν ολίγοις δεν έγινε ποτέ κοινωνικός εταίρος των αφεντικών. Η CNT απαιτούσε τον άμεσο έλεγχο και εκμετάλλευση των μονάδων παραγωγής από τους εργάτες τους και της γης από τους αντίστοιχους εργάτες γης. Επίσης, σαν μόνο τρόπο κοινωνικής επανάστασης αποδεχόταν την άμεση δράση, απεργίες, δολιοφθορές, απαλλοτρίωση, ένοπλη εξέγερση. Σε φυλλάδιο της CNT-FAI της εποχής διαβάζουμε: «Οι CNT και FAI καλούν τον καθένα στην ένοπλη επανάσταση. Η ώρα της επανάστασης έχει φτάσει και η στιγμή είναι τώρα. Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τον αναρχοκομμουνισμό πραγματικότητα.»
Οι σημερινοί σύντροφοι λοιπόν που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχοσυνδικαλιστές, σε ποιον συνδικαλισμό αναφέρονται; Σε αυτόν που εργαλειακά χρησιμοποίησαν οι αναρχοκομουνιστές στην Ισπανία ή στον ρεφορμιστικό συνδικαλισμό του σήμερα; Στην πρώτη περίπτωση είναι αναρχοκομμουνιστές, δηλαδή Μαρξιστές που διαχώρισαν τη θέση τους από την μπολσεβίκικη θέαση του κομουνισμού όχι όμως από τις παραδοσιακές μαρξιστικές αντιλήψεις περί εξουσίας, στη δεύτερη, απλά περιχαρακώνουν το κίνημα στα στενά πλαίσια μιας «αστικής» θεώρησης των τάξεων, και άθελα τους οδηγούν σε ένα διαφορετικό είδος «μεταρρύθμισης» από αυτό που θέλουμε σαν αναρχικοί. Για να δανειστώ λίγο τα λόγια του Μαλατέστα «Επανάσταση σημαίνει, με την ιστορική έννοια της λέξης, ριζική αναμόρφωση των θεσμών που πετυχαίνεται γρήγορα με τη βίαιη εξέγερση του λαού ενάντια στην υφιστάμενη εξουσία και στα προνόμια¨ κι είμαστε επαναστάτες κι εξεγερμένοι, γιατί δεν θέλουμε απλώς να βελτιώσουμε τους τωρινούς θεσμούς, αλλά να τους καταστρέψουμε εντελώς, καταργώντας κάθε μορφή, κυριαρχίας ανθρώπου από άνθρωπο και κάθε είδος παρασιτισμού πάνω στην ανθρώπινη εργασία, κι επειδή θέλουμε να το πετύχουμε αυτό όσο το δυνατό πιο γρήγορα και επειδή πιστεύουμε ότι οι θεσμοί που γεννήθηκαν απ’ τη βία διατηρούνται με βία και δεν θα υποκύψουν παρά μόνο μπροστά σε μια ισοδύναμη βία…»
Αυτή όμως η απόλυτη καταστροφή των θεσμών της σημερινής κοινωνίας, βάζει σε σκέψεις πολλούς συντρόφους, που επηρεασμένοι από μια επίπλαστη μαρξιστική ηγεμονία στο θεωρητικό επίπεδο, πέφτουν εύκολα θύματα μιας δήθεν ελευθεριακής προσέγγισης και ελαφρά τη καρδία, αρχίζουν να χτίζουν μοντέλα και εγχειρίδια χρήσης για την κοινωνία του αύριο. Ένα παράδειγμα είναι το παραπάνω με το συνδικαλιστικό μοντέλο, και είναι δηλωτικό της σύγχυσης που επικρατεί ως το προς τι είναι τελικά η Αναρχία.
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Κάθε επαναστατικό υποκείμενο, οφείλει να προωθεί την επανάσταση σε κάθε φάση της κοινωνικής εξέλιξης. Είναι φύση της Αναρχίας η επανάσταση και χωρίς αυτή δεν νοείται καμιά αναρχική θεώρηση. Ο επαναπροσδιορισμός των τάξεων μέσα από μια επαναστατική οπτική είναι απαραίτητος για την ίδια την επανάσταση που σκοπό έχει την εξάλειψη των τάξεων. Ως αναρχικοί θα έπρεπε να σκεφτόμαστε αταξικά και όχι στα στενά πλαίσια των τάξεων, και μάλιστα έτσι όπως ορίστηκαν αυτές σχεδόν διακόσια χρόνια πριν.
Η μετεξέλιξη του Καπιταλισμού, ειδικά στις δυτικές οικονομίες, αναγκάστηκε σχεδόν να εξαφανίσει την παραδοσιακή έννοια του βιομηχανικού εργάτη / προλετάριου. Φαινόμενα όπως αυτό ενός μέλους της εργατικής τάξης, που λόγω των πρόσκαιρων παραχωρήσεων που για δικούς τους λόγους έκαναν σε μια ιστορική περίοδο οι καπιταλιστές, βρέθηκε με σχετική οικονομική άνεση και έντονα διεστραμμένη ταξική συνείδηση, δεν είναι πλέον μειοψηφικά στους κόλπους της κοινωνίας μας. Μικροϊδιοκτήτες και αυτεπάγγελτοι, που δεν ανήκουν στην εργατική τάξη κατά την παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη, βρίσκονται συχνά σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από τον εργάτη/υπάλληλο. Επίσης δεν μπορούμε να αρνηθούμε το δικαίωμα κάποιου να τρέφει τον πόθο και την ετοιμότητα για την επανάσταση, άσχετα με την κοινωνική του κατάταξη.
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός και η διάχυση των συνειδήσεων μεταξύ των πρότερα ξεκάθαρα ορισμένων κοινωνικών τάξεων, η όλο και πιο ασαφής κοινωνική διαστρωμάτωση και η επί έτη συνεχόμενη αλλοτρίωση της ατομικής συνείδησης από τον άκρατο καταναλωτισμό οδηγεί αναγκαστικά στην παραδοχή της ανάγκης μιας επανατοποθέτησης του επαναστατικού υποκειμένου απέναντι στις παραδοσιακές ταξικές αναφορές. Μπορούμε πλέον να διακρίνουμε μόνο δύο τάξεις που συνυπάρχουν αντιμαχόμενες στο κοινωνικό πλαίσιο. Δύο κύριες κοινωνικές τάξεις, την άρχουσα ή καπιταλιστική τάξη και την αντίθετη σ’ αυτή τάξη των ανθρώπων που βιώνουν την εκμετάλλευση. Η δεύτερη μοιράζεται σε δυο υποσύνολα, σε αυτό των ανθρώπων που παλεύουν για την κατάργηση των τάξεων και σ’ αυτό εκείνων που συνιστούν την παθητική ή ακόμα και ενεργή επαναστατική αντίδραση και συνειδητά ή ασυνείδητα τάσσονται υπέρ του συστήματος. Η τάξη που παλεύει για την ελευθερία και την ισότητα είναι η επαναστατική τάξη, και έχει ασαφή οικονομικά και ιδεολογικά όρια, αλλά κατέχει συγκεκριμένη συνείδηση της θέσης της μέσα στο ιστορικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Φυσικά και η μεγάλη βάση αυτή της τάξης είναι οι εργαζόμενοι, αλλά όχι πλέον με την στενή έννοια του προλετάριου, αλλά κάθε ανθρώπου που αναγκάζεται να ανταλλάσσει τον παραγωγικό του χρόνο για τα απαραίτητα προς το ζην. Η κοινωνική εξέλιξη και η ώθηση πολλών ανθρώπων να επενδύσουν σε μικρές παραγωγικές μονάδες, συχνά οικογενειακές ή ολιγομελείς επιχειρήσεις, ενώ σαφώς αποτελούν εν δυνάμει εφαλτήριο για την αναρρίχηση στο καπιταλιστικό σύστημα σαν εκμεταλλευτές κερδοσκόποι, τις περισσότερες φορές δεν εξασφαλίζουν καμιά ουσιαστική οικονομική διαφορά από έναν απλό μισθωτό. Η ταξική τους προέλευση αλλά και η ταξική τους συνείδηση δεν είναι αυτομάτως αστική, αλλά τις περισσότερες φορές παραμένει έντονα εργατική. Η a priori τοποθέτηση τους λοιπόν στις τάξεις του ταξικού εχθρού, μάλλον δίκη προθέσεων είναι παρά πολιτική θέση καθαρότητας. Γιατί δεν αρκεί να έχεις ταξική συνείδηση, πρέπει να είναι και επαναστατική. Και η επαναστατική συνείδηση, δεν μπορεί να είναι ίδιον μόνο της εργατικής τάξης, αλλά κάθε καταπιεσμένου ανθρώπου.
Σαν συνειδητά μέλη λοιπόν της επαναστατικής τάξης, οφείλουμε να προτάσσουμε πάντα την επανάσταση, και θα αφήσω πάλι τον Μαλατέστα να συνεχίσει τον προηγούμενο συλλογισμό του «…Αλλά η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει μόλις τη θέλει κανείς. Μήπως θα πρέπει να παραμείνουμε αδρανείς, να περιμένουμε να ωριμάσει η κατάσταση με τον καιρό; Κι ακόμα και μετά από μια πετυχημένη εξέγερση, θα μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε, μέσα σε μια νύχτα, όλες μας τις επιθυμίες και να περάσουμε από μια κρατιστική και καπιταλιστική κόλαση σ’ έναν αντιεξουσιαστικό-κομμουνιστικό παράδεισο, που είναι η πλήρης ελευθερία του ανθρώπου μέσα στα πλαίσια της επιθυμητής κοινότητος των συμφερόντων όλων των ανθρώπων; Αυτές είναι αυταπάτες που μπορεί να ριζώσουν ανάμεσα σε εξουσιαστές, που βλέπουν τις μάζες σαν πρώτη ύλη την οποία μπορούν να διαμορφώσουν σύμφωνα με τη θέληση τους, με νόμους στηριζόμενους με σφαίρες και χειροπέδες, εκείνοι που κατέχουν την εξουσία. Αλλά αυτές οι αυταπάτες δεν έχουν θέση ανάμεσα σε αναρχικούς. Χρειαζόμαστε τη συναίνεση των ανθρώπων και επομένως πρέπει να πείσουμε με την προπαγάνδα και το παράδειγμα, πρέπει να διδάξουμε και να επιδιώξουμε ν’ αλλάξουμε το περιβάλλον με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή η εκπαίδευση να μπορέσει ίσως να φθάσει έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων…»
Γυρνώντας τώρα πίσω σε όλες εκείνες τις συλλογικότητες που οραματίζονται την κοινωνία του αύριο με κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο, που οδηγούν τους συντρόφους στον κοινωνικό αγώνα για την κατάργηση των τάξεων και της εκμετάλλευσης μέσα από προκαθορισμένες παραδοχές για τη φύση και τη λειτουργία των αυριανών θεσμών, ακόμα κι αν δεχτούμε, πράγμα που δεν αμφισβητώ, τις καλύτερες των προθέσεων, δεν μπορούμε παρά να εκπλαγούμε από μια φοβερή σύμπτωση με τις εξουσιαστικές θέσεις των Μαρξιστών. Το κύριο στοιχείο σύμπτωσης δεν είναι άλλο από την έλλειψη εμπιστοσύνης που δείχνουν όλοι τους στη Κοινωνία αλλά ακόμα και στους ίδιους τους, τους συντρόφους. Αυτή η έλλειψη της εμπιστοσύνης είναι που καθιστά αναγκαία την πρόβλεψη από τώρα όλων των δομών και του τρόπου λειτουργίας των αυριανών θεσμών, ώστε η «ανώριμη» κοινωνία να μην παρεκτραπεί της στόχευσης της επανάστασης.
Ας δούμε τι θέση παίρνει ο Μαλατέστα: «…Είμαστε σήμερα μεταρρυθμιστές στο βαθμό που επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε τις πιο ευνοϊκές συνθήκες και ένα όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό φωτισμένων αγωνιστών, έτσι ώστε να μπορέσει να έχει ικανοποιητική έκβαση μια λαϊκή εξέγερση. Θα είμαστε μεταρρυθμιστές και αύριο, μετά από μια νικηφόρα εξέγερση και την επίτευξη της ελευθερίας, στο ότι θα επιδιώξουμε μ’ όλα τα μέσα που επιτρέπει η ελευθερία, δηλαδή με την προπαγάνδα το παράδειγμα και ακόμα και τη βίαιη αντίσταση ενάντια σ’ όποιον θα ήθελε να περιορίσει την ελευθερία μας, να προσηλυτίσουμε στις ιδέες μας έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.
Αλλά δε θ’ αναγνωρίσουμε τους θεσμούς, θα πάρουμε η θα κερδίσουμε κάθε δυνατή μεταρρύθμιση με το ίδιο πνεύμα που κάποιος αποσπάει μια κατακτημένη περιοχή απ’ τα χέρια του εχθρού, προκειμένου να συνεχίσει την προέλαση του και θα παραμείνουμε πάντα εχθροί κάθε κυβέρνησης, ανεξάρτητα απ’ το αν πρόκειται για τη σημερινή μοναρχική κυβέρνηση η για τις αυριανές δημοκρατικές η μπολσεβίκικες κυβερνήσεις.»
Όχι τις αυριανές δομές, όχι το εγχειρίδιο χρήσης, αλλά τις σημερινές συνθήκες που είναι απαραίτητες για μια ικανοποιητική έκβαση μιας λαϊκής εξέγερσης δημιουργούμε. Και εδώ είναι η ουσία της Αναρχίας. Η επαναστατική της φύση σήμερα αλλά και αύριο, όπως και η αναγνώριση της ανάγκης της συναίνεσης των ανθρώπων. Μια αναρχική κοινωνία είναι μόνο συναινετική, και ας το παραδεχτούμε επιτέλους, πως κάθε μορφή πρόβλεψης μιας τέτοιας κοινωνίας πέραν της συναίνεσης και της οριζόντιας συμμετοχής όλων, κάθε άλλο παρά συναινετική στάση είναι. Όλη μας η εμπειρία είναι μέσα στις ιστορικές μεταλλάξεις εξουσιαστικών κοινωνικών συστημάτων και κυρίως του Καπιταλισμού. Κάθε δομή αντίστασης και οργάνωσης είναι επίσης αποτέλεσμα των σημερινών αναγκών και ετεροπροσδιορίζονται από τις δομές που θέλουμε να καταργήσουμε. Έτσι και ο συνδικαλισμός δεν είναι παρά ένα εργαλείο του σήμερα, φτιαγμένο για την αντιμετώπιση του εχθρού και όχι ένα εργαλείο του αύριο, όπου ο εχθρός θα έχει εκλείψει. Η ρήση πως οι δομές του αγώνα μας πρέπει να έχουν χαρακτηριστικά από τις αυριανές δομές, αν και σωστή εμπεριέχει έναν τεράστιο κίνδυνο παρανόησης. Αντί να δεχτούμε μόνο την ανάγκη της αυριανής οριζόντιας οργάνωσης όλων των δομών σαν προϋπόθεση, ανάγουμε όλα τα χαρακτηριστικά των σημερινών δομών ως προϋπόθεση για τις αυριανές. Όσο έμμεση και αν είναι αυτή η επιβολή εκ των προτέρων του όποιου μοντέλου, όσο καλοπροαίρετα κι αν γίνεται, δεν παύει να είναι επιβολή και να αντιτίθεται με την ίδια τη φύση της Αναρχίας. Την απόλυτη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο να αποφασίσει ελεύθερα για το μέλλον του. Η κατάκτηση αυτής της ελευθερίας, περνάει μέσα από την καταστροφή όλων των θεσμών και δομών που αναπαράγουν το σήμερα, που λιγότερο ή περισσότερο εκφράζουν εξουσία. Μέσα από την επανάσταση για την κατάργηση της εξουσίας και κατά συνέπεια την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους.
Καταλήγοντας, αναρωτιέμαι λοιπόν, ποια η ανάγκη διαχωρισμού του συνδικαλιστικού προτάγματος από τον Αναρχοκομουνισμό; Γιατί νιώθει την ανάγκη κάποιος να αυτοχαρακτηριστεί Αναρχοσυνδικαλιστής αντί για Αναρχοκομουνιστής ή Ελευθεριακός Κομμουνιστής; Σύμφωνα με τα προτάγματα της CNT πάντως δεν υπάρχει καμιά τέτοια ανάγκη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το συνθετικό Αναρχο- δεν έχει καμιά νομιμοποίηση. Καιρός να διαλέξει κανείς τελικά τι θέλει να είναι. Ελευθεριακός κομμουνιστής, Ρεφορμιστής ή Αναρχικός. Όλα μαζί δεν υπάρχουν.
(Τα αποσπάσματα είναι από εδώ: Ερρίκο Μαλατέστα – Ρεφορμισμός http://wp.me/p2tMSd-9 )
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-50
Οι φτερωτοί κλέφτες
Θυμάμαι που καθόμασταν παιδιά, στο τσιμέντο του μόλου, με τα πόδια μας να κρέμονται πάνω από τα νερά του λιμανιού. Σούρουπο, και τα φώτα άρχιζαν να ανάβουν δειλά το ένα μετά το άλλο. Κάποιο αργοπορημένο καΐκι γύριζε από την ψαριά της ημέρας, λικνιζόμενο στα ήρεμα νερά σαν κοκέτα που πάει σε κοινωνική χοροεσπερίδα. Κανά δυο γλάροι πετούσαν κυκλικά από πάνω του, μαθημένοι στα καλούδια που τους πέταγαν οι ψαράδες όταν καθάριζαν τα δίχτυα τους. Άσπροι φτερωτοί κλέφτες, ανέμελοι σαν παιδιά. Έτσι τους έλεγες. Όταν μεγαλώσουμε θέλαμε να γίνουμε ναυτικοί, να ταξιδέψουμε παρέα τον κόσμο. Και είχαμε τη σιγουριά πως παντού θα νιώθαμε στο σπίτι μας, στο λιμάνι μας, μιας και παντού θα μας ακολουθούσαν οι φτερωτοί σου κλέφτες. Ανέμελοι σαν παιδιά.
Σε ξαναβρήκα ξαφνικά, τριάντα χρόνια αργότερα. Είχες ασπρίσει σχεδόν. «Δεν άλλαξες μου είπες» και με πήρες απ’ το χέρι να πιούμε τον καφέ της αντάμωσης, σε κείνο το φρικτό καφέ στο κέντρο της Αθήνας. Καπετάνιος εσύ, πολυτεχνίτης εγώ. Ταξίδεψες στις θάλασσες του κόσμου, έμεινα πίσω να πλάθω όνειρα στεριανά. Σιγά σιγά, μου έπλασες τη φρίκη της ζωής σου μπρος στα μάτια μου. Είδες τη φτώχια, την αρρώστια, το μίσος. Πήγες με γυναίκες σε ανάγκη, αγόρασες χασίς από παιδιά, μπαρκάρισες με σκυλοπνίχτες και γκαζάδικα, είδες τη βρωμερή πλευρά των λιμανιών. «Θεριό ο άνθρωπος», μου είπες «θεριό ανήμερο».
Σώπασες για λίγο, και έστριψες καπνό εξωτικό. Ρούφηξες το τσιγάρο σαν τον δύτη, που πρέπει να γεμίσει τα πνευμόνια και να βουτήξει στο βυθό χωρίς ανάσα άλλη. Με κοίταξες λοξά. «Θες κι άλλα;» μου είπες, «θες να μάθεις;». Έγνεψα ναι. Συνέχισες. Πορτογαλία, Βραζιλία, Εκουαδόρ. Ιαπωνία, Κίνα, Ταϋλάνδη. Πόνος, αγωνία, φτώχια, μπουρδέλα, ναρκωτικά, τζόγος. Ορφάνια και δάκρυα παντού. Μιλούσες και άναψαν τα μάτια σου, οργή. Μιλούσες και έκλεινε η ψυχή μου. Λύπη. «Κάπου στην Αφρική, άφησα ένα γιο» μου είπες. «Κάπου ίσως, κάποτε να γυρίσω».
Πέρασε η ώρα, σουρούπωσε. «Και τώρα τα δικά σου». Τι να σου πω; «Όλα καλά, θαυμάσια» σου είπα, και γέλασε το χείλι σου. Πώς να σου πω πως όλα όσα έζησες, σε χίλιες μύριες χώρες, τα έζησα κι εγώ εδώ, σε μια μονάχα πόλη; Πώς να σου δείξω πως την ίδια μοναξιά του καραβιού, την έζησα μέσα στο πλήθος; Σηκώθηκα να φύγω. «Θα σε βρω, ξανά» ψιθύρισα. «Αύριο, μεθαύριο σίγουρα». Με χαιρέτησες με μια αγκαλιά. Σαν τότε που χωρίσαμε στερνή φορά στο μόλο της πατρίδας. Σούρουπο, και τα φώτα άρχιζαν να ανάβουν δειλά το ένα μετά το άλλο. «Δεν τους είδα» μου ψιθύρισες στο αυτί, «δεν τους είδα πουθενά». Απόρησα. Κοντοστάθηκα, και πριν προλάβω να ρωτήσω, «τους φτερωτούς κλέφτες» μου είπες λυπημένα. «Πετάνε μόνο όπου υπάρχει χαρά»
.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4P
Στο Αδιέξοδο
Την ώρα που φτάνεις στο αδιέξοδο. Εκείνη τη στιγμή που συνειδητοποιείς πως το ήξερες από πριν. Δεν ήρθε απότομα. Το ήξερες πολλές στροφές πριν πως θα καταλήξεις εδώ. Μόνο που περίμενες κάποιος άλλος να το έχει καταργήσει το αδιέξοδο. Ήθελες πολύ να έχει κάποιος αλλάξει την πραγματικότητα, τόσο πολύ που το πίστεψες. Τώρα αναρωτιέσαι.
Ακόμα και τώρα, ρίχνεις την ευθύνη σ’ αυτόν τον άλλο. Σ’ αυτόν που δεν έκανε κάτι ώστε να μην καταλήξεις στο αδιέξοδο. Μα πως μπόρεσε; Πως σε άφησε να εκτεθείς έτσι; Και στο κάτω κάτω τι ζήτησες ρε γαμώτο; Κάποιος να αλλάξει τη διαδρομή, κάποιος να ακυρώσει το αυτονόητο. Τόσο δύσκολο ήταν; «Φτάνει πια με τους αλήτες», σκέφτεσαι.
Μπροστά σου ακόμα όμως, το αδιέξοδο. Το μυαλό σου καίει. Τι κάνεις τώρα; Κοιτάς το τέλος και δεν έχεις ιδέα. «Να γύριζα πίσω;», σκέφτεσαι, «πόσο ωραία θα ήταν να ξαναγύριζα στην αρχή». Μα δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις το δρόμο. Το ξέρεις. Το πίσω τελείωσε. Κάθε βήμα σου ακύρωνε το προηγούμενο. Το πίσω πέρασε, δεν ξαναγίνεται.
Κοιτάς πάλι μπροστά. Αφουγκράζεσαι. Κανείς. «Μα που είναι οι άλλοι;». Θυμάσαι αμυδρά πως στην αρχή ήσασταν πολλοί. Μα σε κάθε στροφή χανόταν κι από ένας. Ο καθένας πήρε το δρόμο για το δικό του αδιέξοδο. Ο καθένας μόνος του. Όλοι ήξεραν. Όλοι. Τώρα; Φόβος. Ξαφνικά σε κυριεύει πανικός. Είσαι μόνος.
Δοκιμάζεις να σπρώξεις το φράγμα που σου κλείνει το δρόμο. Κουνιέται. Ελάχιστα. Αλλά κουνιέται. Προσπαθείς ξανά. Μάταια. Αν ήταν λίγοι ακόμα εδώ, θα έπεφτε. Σίγουρα, θα έπεφτε. Φωνάζεις. Παρακαλάς. Κλαις. Κανείς. Γιατί; Μα μόνο λίγοι χρειάζονται ακόμα. Γιατί δεν υπάρχει κανείς; Σε πνίγει το άδικο. Τρελαίνεσαι.
Κάπου εκεί το παίρνεις απόφαση. Δεν θες άλλο να παλέψεις. Ζαρώνεις στη γωνιά σου και μυξοκλαίς. Βρίζεις όλους όσους λείπουν. Καταριέσαι την τύχη σου. Την μοναξιά σου. Το σύστημα. Το δρόμο. Τους τοίχους. Τους άλλους. Τους άλλους. Παράδοση. Υποταγή. Στάση. Τέλος.
——–
Λίγο πιο πέρα, στον ίδιο λαβύρινθο, κάποιοι λίγοι πορεύονται ρίχνοντας τους φραγμούς. Έναν έναν. Σιγά σιγά. Προχωράνε. Δεν υπάρχει αδιέξοδο γι’ αυτούς. Είναι μαζί. Αντέχουν. Συνεχίζουν λυπημένοι. Πολύ λυπημένοι που δεν είσαι μαζί τους. Αν ήσουν, ξέρουν, θα έπεφταν οι φραγμοί ακόμα πιο γρήγορα. Ακόμα πιο αποτελεσματικά. Θα προλάβαιναν περισσότερους σαν κι εσένα. Πριν παραιτηθούν. Πριν το Τέλος. Λυπούνται. Προχωράνε. Παλεύουν. Σε ψάχνουν. Που είσαι;
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4C
Απάθεια
Εν αναμονή της ψήφισης των πλέον τρομακτικών μέτρων εξαθλίωσης της ζωής μας, προσπαθώ να καταλάβω, ακόμα και τώρα, τι είναι αυτό που μας κρατάει από το να μην κάνουμε την αυτονόητη εξέγερση.
Τρία χρόνια αλλεπάλληλων περικοπών, συνεχόμενων παραβιάσεων της όποιας ελάχιστης δημοκρατικής νομιμότητας, συνεχώς εντεινόμενων πιέσεων και εκβιασμών και πρωτόγνωρης ιστορικά κατασταλτικής βίας. Κι εμείς ακόμα ψάχνουμε το βηματισμό μας.
Η τερατώδης αναβίωση του Ναζισμού και η γιγάντωση του παρακρατικού παρεμβατισμού, ένας αποτρόπαιος κοινωνικός κανιβαλισμός και η ασταμάτητη διολίσθηση της κοινωνίας σε έναν πολιτικό μεσαίωνα, δεν έχουν σταθεί ικανοί λόγοι να μας αφυπνίσουν.
Κάποιος έλεγε κάποτε πως ο άνθρωπος είναι ζώο συνήθειας. Μήπως τελικά συνηθίσαμε σ’ αυτά τα τρομερά και απάνθρωπα που βιώνουμε; Μήπως συνηθίσαμε στο ρόλο του πολίτη – θύματος; Μήπως συνηθίσαμε να είμαστε αγανακτισμένοι; Γιατί μετά την αγανάκτηση, λογικά έρχεται η αντίδραση, αλλά εμείς δεν έχουμε αντιδράσει ακόμα. Στην ουσία ούτε καν στο ελάχιστο.
Τείνω να καταλήξω στο συμπέρασμα πως είμαστε ηλίθιοι. Αλλά γνωρίζοντας πως τέτοιες γενικεύσεις δεν υφίστανται στις ανθρώπινες κοινωνίες, αναγκάζομαι να πάω τη σκέψη μου πιο μακριά. Αναγνωρίζω αρκετές αιτίες που μας οδηγούν στην απάθεια αλλά θα σταθώ στις πιο σημαντικές.
Πρώτη αυτή της συνήθειας. Όχι η συνήθεια στα μέτρα και το πρόσωπο του τέρατος όπως έλεγε και ο συνθέτης, αλλά στη συνήθεια μας στα απλά μικρά καθημερινά. Στον τρόπο ζωής που είχαμε μέχρι τώρα και βασίστηκε στην κατανάλωση χωρίς περιορισμούς. Αυτή η συνήθεια μας είναι που γεννά τον Φόβο. Δεύτερη αιτία απάθειας, ο φόβος μην χάσουμε τον τρόπο ζωής μας. Κάθε μέτρο, κάθε περικοπή το αντιμετωπίζουμε φοβικά. Αντί να αντιδράσουμε, λέμε ας είναι το τελευταίο, αρκεί να περισώσουμε ότι μπορούμε από τις συνήθειες μας.
Τρίτη και επίσης σημαντική αιτία, η πολιτική μας παιδεία. Η εξάρτηση μας πολιτικά από το κόμμα/βουλευτή που φρόντιζε πάντα για τα ιδιοτελή και μικρά μας αιτήματα. Η γαλούχηση μας στην αντιπροσώπευση και στην απόταξη κάθε ευθύνης από τους ώμους μας. Η ανάγκη μας να βρούμε τον πεφωτισμένο «σωτήρα» που θα μας ελευθερώσει, όχι από την πολιτική μας κατρακύλα αλλά από την υλική μας ένδεια.
Και τέλος, τώρα που φτάσαμε στο αμήν, ακόμα και τώρα, εστιάζουμε στο σύμπτωμα και όχι στην αιτία. Αλαλάζοντας αμοληθήκαμε να διαδηλώσουμε σε πλατείες και καταλήψεις την αντίθεση μας στα μέτρα που ψηφίζει σήμερα η Βουλή. Με ιδεολογικές και πατριωτικές κορώνες, κράζουμε το άδικο και φοβερό των μέτρων, την αδυναμία μας να εξασφαλίσουμε την συνηθισμένη μας ρουτίνα αν αυτά περάσουν. Κάθε φορά, εδώ και τρία χρόνια διαδηλώνουμε όταν περνάνε μέτρα, διαδηλώνουμε όταν μας παίρνουν ένα κομμάτι της επίπλαστης ευτυχίας μας. Αναρωτηθήκαμε έστω και για μια στιγμή όμως, έστω και τώρα, τι θα γίνει αν δεν περάσουν τα μέτρα; Δηλαδή, ακόμα κι αν καταψηφιστούν, εμείς σωθήκαμε;
Ακόμα κι αν αλλάξουμε κυβέρνηση, αν αλλάξουμε ηγέτες, αν έχουμε δραχμή ή ευρώ ή πατσαβούρια, θα σώσουμε την αξιοπρέπεια μας; Θα ανακτήσουμε την χαμένη «ελευθερία» μας; Θα δικαιώσουμε την πολυπόθητη «Δημοκρατία» μας; Θα προσφέρουμε στον εαυτό μας και τα παιδιά μας την ποιότητα ζωής που αξίζουμε;
Δεν θα υπάρχουν δηλαδή μετά αφεντικά να σε εκμεταλλεύονται; Δεν θα υπάρχουν διεφθαρμένοι δημόσιοι λειτουργοί κι υπάλληλοι να σε κλέβουν; Δεν θα υπάρχουν τα τοκογλυφικά δάνεια των τραπεζών; Δεν θα υπάρχουν φασίστες να σε φοβίζουν; Δεν θα υπάρχει κρατική καταστολή σε κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης;
Επιτέλους, ας καταλάβουμε πως μόνο αν πολεμήσουμε την αιτία, θα απαλλαγούμε από τα συμπτώματα. Και αιτία είναι πρωτίστως η προσκόλληση μας στη συνήθεια. Η υποταγή μας στο σύστημα που ξεχωρίζει τους ανθρώπους, που δημιουργεί ανισότητες, που τσακίζει κάθε όνειρο ελευθερίας. Στο σύστημα της κοινωνίας της οικονομίας και της ιδιοκτησίας. Στο σύστημα της ιεραρχημένης δόμησης της λήψης των αποφάσεων. Στο σύστημα που αφήνει τον άνθρωπο νούμερο σε στατιστικές. Αυτό το ένα και ενιαίο σύστημα της Εξουσίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο. Είτε το λένε Καπιταλισμό, είτε όπως αλλιώς.
Μόνο η συνειδητοποίηση της εχθρικής φύσης προς τον Άνθρωπο αυτού του συστήματος μπορεί να μας βγάλει πραγματικά από την απάθεια.
Πρώτο βήμα προς τα εκεί, η ανάληψη της ατομικής μας ευθύνης.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4y
Όταν έρθει η ώρα
Όταν έρθει η ώρα
Μην δειλιάσεις
Δεν έχεις τίποτα
Να φοβάσαι
–
Όταν έρθει η ώρα
Μην φοβηθείς
Δεν έχεις τίποτα
Να χάσεις
–
Όταν έρθει η ώρα
Μην αργήσεις
Δεν έχεις τίποτα
Να περιμένεις
–
Όταν έρθει η ώρα
Μην διστάσεις
Δεν έχεις τίποτα
Να ξεχάσεις
–
Όταν έρθει η ώρα
–
Τι θα κάνεις;
Short Url: http://wp.me/s2tMSd-277
Όχι, δεν πρόκειται να νιώσω ενοχές
.
Όχι, δεν πρόκειται να νιώσω ενοχές
για τα ταξίδια, που πήγαμε μαζί
σε άλλες πόλεις, σε άλλες μουσικές
σε άλλες σελίδες
.
Δεν φταίει το βλέμμα που ανταλλάξαμε
ούτε κι ο καλοκαιρινός μας έρωτας
ακόμα κι αν μας πόνεσε
δεν φταίει αυτός
.
Όχι, δεν πρόκειται να νιώσω ενοχές
για τη ζωή μου, ότι κι αν λες
δεν σε πιστεύω, δεν φταίω εγώ
που φτάσαμε εδώ
.
Δεν φταίει που σβήσαμε τις φλόγες
στου κόσμου τα μυαλά
ούτε που σπάσαμε τις υποσχέσεις μας
ήταν ψεύτικες
.
Όχι, δεν πρόκειται να νιώσω ενοχές
που σε πίστεψα τυφλά
ήταν ανάγκη να πιαστώ
από το ψέμα
.
Δεν φταίει που και οι δυο λιγοψυχήσαμε
στο άκουσμα της αλήθειας μας
ούτε η εικόνα της ντροπής
στο πρόσωπο μας
.
Όχι, δεν πρόκειται να νιώσω ενοχές
για τίποτα απ’ όσα έκανα
μόνο οργή θα νιώσω
και χαρά
.
Θα πάρω τη ζωή στα χέρια μου
.
Θα κάνω κάτι νέο
.
Θα έρθεις μαζί;
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4p
Δεν έμεινε πια τίποτα να πούμε.
Τα είπαμε όλα.
Πάει ώρα πια που μόνο κοιταζόμαστε.
Με καταλαβαίνεις και σε καταλαβαίνω.
Σε νιώθω και με νιώθεις.
Τώρα πλέον μοιραζόμαστε το φόβο μας και την ελπίδα.
Νικήσαμε την εσωτερική μας ασημαντότητα.
Ας χωριστούμε λοιπόν, με την σιωπηλή υπόσχεση στους δρόμους να βρεθούμε.
Εκείνους της φωτιάς και του έρωτα.
Κι ας καούμε.
Καληνύχτα.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4j
Του Ανθρώπου Γιος
Έφαγες ξερό ψωμί
κι αλάτι απ’ τον ιδρώτα
που έχυνες απ’ το πρωί
στης κόλασης τη πόρτα
.
Ήσουν ο γιος του αετού
της πέτρας το εγγόνι
της φλόγας ήσουν η ψυχή
του σίδερου αμόνι
.
Έχτισες όλα τα καλά
του κόσμου δοξασμένα
μα ξεχασμένος έμεινες
σαν στερεμένο ρέμα
.
Σου πήρανε τη λευτεριά
και της ζωής τη χάρη
σου αφήσαν μόνο τη σκλαβιά
οι αφέντες οι μεγάλοι
.
Μα ήρθε η ώρα η στερνή
λογαριασμό να κάνεις
να δώσεις όλη την οργή
και γδικιωμό να πάρεις
.
Παλεύεις δαίμονες σκιές
και τους θεούς ξεκάνεις
με λίγες μόνο δρασκελιές
στη λευτεριά σου φτάνεις
.
Τη λευτεριά σαν τη γευτείς
ποτέ δεν θα ξεχάσεις
την ευτυχία σαν θα βρεις
σ’ όλους θα τη μοιράσεις
.
Γιατί ‘σαι του ανθρώπου γιος
της γης το αγκωνάρι
του λογισμού είσαι το φως
του δίκιου το δοξάρι
.
Short Url:http://wp.me/p2tMSd-49
Ιστορίες Τρέλας και Ναυτίας
Η ώρα έχει πάει δύο. Ξημερώματα.
Η μουσική μας έχει λίγο πωρώσει θετικά. Όλοι λίγο πολύ τραγουδάνε.
Είναι η ώρα για Ελληνικά.
Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Λευκή Συμφωνία, Σπυριδούλα, Διάφανα Κρίνα, κ.α.
Η παρέα που διασκεδάζει περισσότερο ζητάει Panx Romana. Μωρά στη Φωτιά, Σιδηρόπουλο, Πανούση, Άσιμο.
Παίζει Ηλεκτρικός Θησέας. Όλοι τραγουδάνε. Όλοι τσίτα, το βλέπεις, το νιώθεις.
Λέω μέσα μου, πάλι καλά.
Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που έστω κι έτσι αντιστέκονται στην υποταγή. Έστω κι έτσι.
Πέρασε η ώρα, άδειασε το μαγαζί.
Οι λίγες παρέες που έμειναν, μαζεύονται στη μπάρα.
Η ώρα για σφηνάκια, για συζήτηση, για ανταλλαγή συναισθημάτων πιότερο παρά απόψεων. Αμοιβαία επιβεβαίωση πως δεν είμαστε μόνοι μας.
Κάποια στιγμή εκφράζω την ανησυχία μου για τη Χρυσή Αυγή.
“Πως και δεν έχουν κάνει ακόμα κάτι εναντίων του μαγαζιού;”
“Το αλφάδι στο τοίχο, τα τραγούδια, πως και δεν μας έχουν ενοχλήσει;”
Εκεί αρχίζει ο παραλογισμός.
Η κοπέλα που ζήταγε τα πιο επαναστατικά κομμάτια, τα πιο “αντιεξουσιαστικά”, μου πετάει ένα αφοπλιστικό: “Γιατί να σε ενοχλήσουν;”
Απορώ.
Σκέφτομαι είναι αθώα, δεν καταλαβαίνει.
“Αφού είναι αντιεξουσιαστές” συνεχίζει.
Δεν αστειεύεται. Είμαι άφωνος. Δεν ξέρω τι να καταλάβω.
“Μα είναι Ναζί” επιμένω εγώ.
Δεν περιγράφω άλλο. Απλά θα παραθέσω όσα θυμάμαι από το χείμαρρο που έβγαλε:
Είμαι Ελληνίδα και Χρυσαυγήτισα
Η ΧΑ δεν είναι Ναζί.
Ο Χίτλερ ήταν ιδεολόγος και καλά έκανε και ήρθε στην Ελλάδα κι έσφαζε κόσμο.
Και ο Μέγας Αλέξανδρος το ίδιο έκανε.
Οι Γερμανοί είναι καθαροί, όχι σαν τους Πακιστανούς.
Καλά κάνανε και χτυπήσανε τους μαύρους και τους Πακιστανούς στα φανάρια. Ξέρεις πόσα λεφτά βγάζουν και αφορολόγητα.
Φίλη μου βρήκε δουλειά σε βενζινάδικο, αφού η ΧΑ απείλησε τον ιδιοκτήτη να διώξει τους Πακιστανούς. Παίρνει 20€, ανασφάλιστη, αλλά από άνεργη καλύτερα.
Με τα λαμόγια δεν μπορούμε να τα βάλουμε, δεν τους αγγίζουμε.
Ναυτία. Εμετός. Έκλεισα και γύρισα σπίτι ράκος.
Πως ακούς το “Χοιρινό Κρέας” από “Αντίδραση”γαμώ το Χριστό σου;. Πως;
Κι όμως, έτσι ήταν πάντα.
Οικειοποιούνται τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του λόγου, της τέχνης.
Τα παραποιούν σε βαθμό απίστευτο και στρατολογούν. Στρατολογούν ασταμάτητα φοβισμένα ανθρωπάκια.
Και εμείς;
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-3W
Βαβέλ (Πουτάνα Όλα ΙΙ)
Φτάσαμε πια να κοιταζόμαστε, ο ένας με τον άλλον, γεμάτοι απορία
ανίκανοι να αρθρώσουμε ούτε και μια κουβέντα με νόημα κοινό
σα να περάσανε χρόνια πολλά που πάψαμε μαζί να συζητάμε
και κάθε έννοια χάθηκε, εφθάρη σε δαιδαλώδεις σκέψεις
Μέσα από εικόνες φωτεινές, κινούμενες παγίδες, με ήχους
δελεαστικούς μάθαμε να γρυλίζουμε εντολές, και παρακάλια,συχνά
στου διπλανού μας τη ψυχή, κομμάτια του ζητώντας απ’ τη ζωή
κανίβαλοι ταγμένοι στο κάθε τι που ανέβαζε την ψεύτικη εικόνα.
Μα πίσω απ’ όλο το κακό που απρόσμενα μας βρήκε μια Βαβέλ,
κρύβεται ο μόνος και τρανός εχθρός ο ίδιος ο εαυτός μας
που τόσο αγαπήσαμε στρεβλά, με ποταπές, αισχρές επιθυμίες
τον εβολέψαμε στου σκοταδιού τη χώρα, μονάχο και βουβό.
Και τώρα, σκούζοντας βουβά, κανείς δεν μας ακούει πια
αφού του δίπλα τη σκιά να βλέπουμε μόνο έχουμε μάθει
τα μάτια του άγνωστα σε μας, κοιτούν κι αυτού τα πάθη
τα κοινά, μα δεν μπορεί να μας φωνάξει, δεν τον ακούμε.
Είναι η ζωή μας πια πικρή, ρηχή, ανάξια να τη ζήσεις
δεν έχει χέρι να πιαστείς, λόγο καλό ν’ ακούσεις
δεν έχει και έναν σύντροφο να μοιραστείς το λίγο
το γλυκό ψωμί, και το κρασί εκείνο της χαράς.
Παρά το ζόφο που κρατεί , υπάρχει ελπίδα αν θέμε,
να ξεπηδήσει μια κραυγή βαθιά από τα βουβά εγώ μας,
να ξεθαρρέψει το εμείς, και τρανταχτά να μας προτρέψει
με ένα ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ στη ζωή ξανά ας ξεχυθούμε.
ShortUrl:http://wp.me/p2tMSd-3M
Ζήσε
Λυπάσαι
Λυπάσαι τα χρόνια που χάνεις
Λυπάσαι τα όνειρα που θάβεις
Κρύβεσαι
Κρύβεσαι από τη ευθύνη σου
Κρύβεσαι από τη ζωή σου
Ντρέπεσαι
Ντρέπεσαι για το παρελθόν σου
Ντρέπεσαι για το μέλλον σου
Φοβάσαι.
Φοβάσαι να με κοιτάξεις στα μάτια
Φοβάσαι να πιάσεις το χέρι μου
Ζήσε
Δεν είσαι μόνος
Μπορείς
Short Url:http://wp.me/p2tMSd-3y
Η νύχτα που δεν ακολούθησε μια μέρα.
Είναι η νύχτα που με τρομάζει.
‘Όχι η νύχτα που διαδέχεται τη μέρα. Όχι.
Η άλλη. Η νύχτα που προηγείται.
Η νύχτα που έρχεται.
Η νύχτα που δεν ακολούθησε μια μέρα.
Μια νύχτα που δεν έχει το λυτρωτικό συναίσθημα του τέλους.
Μια νύχτα που δεν είναι καν μια αρχή.
Δεν είναι πρώτη φορά που έρχεται.
Το συνηθίζει. Και μεις το συνηθίζουμε.
Θα έρθει σύντομα, και το σκοτάδι που κουβαλάει, είναι αδιαπέραστο.
Τόσο απόλυτο που το νιώθεις στο πετσί σου.
Τόσο κενό που κάθε ψίθυρος θυμίζει ουρλιαχτό.
Η νύχτα αυτή είναι γεμάτη με θεριά.
Εικόνες, προβολές ανθρώπων.
Παραμορφωμένες φωνές, λυντζαρισμένα όνειρα, νεκρές επιθυμίες.
Ανίερες σκέψεις, αποκρουστικές οσμές, και οργή,
Μια οργή χωρίς όρια, χωρίς αντικείμενο, χωρίς διέξοδο. Μια οργή σχεδόν λυτρωτική.
Μέσα σε μια τέτοια νύχτα, πάντα, διαχρονικά, γεννιέται η Ιστορία.
Μαμή της το σκοτάδι, τροφός της η οργή.
Η ίδια αυτή η Ιστορία που αφηγούμαστε σαν να ταν παραμύθι, σαν να μην υπήρξε.
Η ίδια αυτή η Ιστορία που μας προσπερνά, που μας ξεφεύγει, που μας ξεχνά όταν την ξεχνάμε.
Μια Ιστορία γεμάτη με πόνο, αίμα, καταπίεση, φόνο, εκμετάλλευση, αδικία, μίσος, πείνα.
Μέσα σε μια τέτοια νύχτα θα πρέπει να διαλέξεις. Θα πρέπει να τη ζήσεις. Να τη βιώσεις.
Μέσα σε μια τέτοια νύχτα θα πρέπει να μάθεις να μην ξεχνάς. Να μην φοβάσαι.
Μόνο αν μάθεις να μην ξεχνάς θα γεννιέται η Ιστορία καινούργια.
Μόνο αν μάθεις να μην φοβάσαι θα φύγει η νύχτα.
Μια τέτοια νύχτα θα πρέπει να διαλέξεις.
Να ζήσεις ή να αφεθείς.
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-3a