Αρχείο

Archive for the ‘Φόβος’ Category

Ενός λεπτού κραυγή

7 Οκτωβρίου, 2018 1 Σχολιο

scream-170504-720x379

Στα ντουβάρια της εξαθλίωσης

στα ματωμένα πλακόστρωτα

στα λερωμένα μάρμαρα

και τους αιώνες ησυχίας

είθισται να μαζευόμαστε

ξεθωριασμένα πρόσωπα

μηχανικές αντιδράσεις

-ενός λεπτού σιγή

.

κωφεύουμε λυτρωτικά

αποστρέφοντας το βλέμμα

από το ομιλούντα καθρέφτη

συμμόρφωση, αποξένωση

αποτσίγαρο στο πεζοδρόμιο

ένας καφές στο χέρι

και πορεία στο σύνηθες

-ενός λεπτού σιγή

.

θέλω να ουρλιάξω

μόνο που φοβάμαι

φοβάμαι σου λέω

πως θα πάρεις τη φωνή μου

και θα της βάλεις πλαίσιο

νόημα δικό σου

και θα την ονομάσεις

-ενός λεπτού κραυγή

.

μια μόνιμη σιωπή

.

ShortUrl: https://wp.me/p2tMSd-aw

Ένα διαχρονικό παραμύθι

25 Σεπτεμβρίου, 2017 Σχολιάστε

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα πανέμορφο μικρό χωριό, ζούσαν ευτυχισμένοι καμιά εξηνταριά άνθρωποι. Μπορεί να ήταν κι εξήντα πέντε. Αν και η κύρια ασχολία τους ήταν η κτηνοτροφία, δεν τους έλειπε τίποτα. Μπορεί να μην είχαν όλες τις ανέσεις που έχουν οι άνθρωποι στις πόλεις, μπορεί να μην είχαν θέατρα, κινηματογράφους, και ακριβά εστιατόρια αλλά μια χαρά περνούσαν.

Τα πανηγύρια, εκτός από το μεγάλο στην μνήμη του Άι Λιά στα τέλη του Ιούλη, του προστάτη του χωριού, συχνά στήνονταν στην πλατεία με την παραμικρή αφορμή. Μερικές φορές, πέρναγε και κάποιος περιοδεύων θίασος ή κάποιος καραγκιοζοπαίχτης, και τότε όλο το χωριό μαζεύονταν να διασκεδάσει. Μια φορά μάλιστα, είχε περάσει από το χωριό και ένας περιοδεύων κινηματογράφος. Μεγάλη εντύπωση άφησε αυτό το γεγονός στους χωριανούς, ακόμα το συζητάνε, χρόνια μετά.

Φυσικά, το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής ήταν τα δυο καφενεία του χωριού. Παραδοσιακά, όμορφα καφενεία, με καλό καφέ, νόστιμα μεζεδάκια και δυνατό τσίπουρο. Δεν παραβλέπουμε βέβαια και τις δροσερές πορτοκαλάδες και τη βανίλια υποβρύχιο για τα παιδιά.

Αυτά τα δύο καφενεία που λέτε, ήταν απέναντι το ένα από το άλλο, στην πλατεία του χωριού. Βόρεια το ένα, του Βασίλη του Χοντρού και νότια το άλλο, του Μήτσου, που είχε το συνήθειο να επιμένει να τον φωνάζουν Δημήτριο, αφού στα νιάτα του είχε περάσει ένα έτος στη νομική σχολή, στη μεγάλη πόλη. Αναγκάστηκε όμως να επιστρέψει στο χωριό όταν αρρώστησε βαριά ο πατέρας του, και κάποιος έπρεπε να φροντίσει το καφενείο. Βλέπετε, από αυτό ζούσαν όλοι, κι αυτός και η μάνα του και οι δυο ανύπαντρες τότε αδερφές του. Γύρισε λοιπόν άρον άρον, αλλά το κουσούρι της νομικής έμεινε. Έτσι απέκτησε το παρατσούκλι Μήτσος ο Χασοδίκης.

Στην ανατολική πλευρά της πλατείας, στεκόταν η εκκλησιά του Άι Λιά. Το καμάρι του χωριού. Ο παππάς του χωριού, ένας γεράκος, έξω καρδιά, που σε όλους έλεγε πως θα πάνε στον παράδεισο, όλους τους αγαπούσε και κανέναν, μα κανένα δεν είχε επιπλήξει ποτέ αν καμιά φορά δεν εμφανιζόταν στην εκκλησία, ή αν του ξέφευγε καμιά βλαστήμια. Το παγκάρι του ήταν μονίμως άδειο, μιας και ότι έπεφτε μέσα, πήγαινε αμέσως στους πιο φτωχούς, σε κάποιο παιδί του χωριού που είχε κατέβει στη μεγάλη πόλη για σπουδές ή σε λογαριασμούς κάποιου νοσοκομείου όταν η ασθένεια ήταν υπεράνω των δυνατοτήτων του γιατρού.

Ο γιατρός ήταν νέος, ξενομερίτης, τον έστειλε το Κράτος στο χωριό για τρία χρόνια, αλλά δεν έφυγε ποτέ. Ακούραστος και ευγενικός, πάντα έτρεχε να βοηθήσει τους ανθρώπους του, αλλά πέρα από κανα κερασμένο τσίπουρο, κανα γλυκό του κουταλιού και κανα κυριακάτικο τραπέζωμα όσο ζούσε μόνος του, δεν καταδέχτηκε ποτέ να πάρει αμοιβή για τις υπηρεσίες του. “Μα με πληρώνει το Κράτος”, αναφωνούσε θιγμένος κάθε φορά που κάποιος προσπαθούσε να τον πληρώσει. Μετά βέβαια, αγάπησε τη Μαριγώ, την κόρη του μπακάλη, και έτσι έχασε τα κυριακάτικα γεύματα, αλλά κέρδισε τον έρωτα τς ζωής του. Σύντομα έκανε και κουτσούβελα, έμεινε πια μόνιμος στο χωριό, και οι άνθρωποι έπαψαν να τον λεν ξενομερίτη. Τον πείραζαν όμως καμιά φορά, φωνάζοντας τον σώγαμπρο. Τότε γελούσε και τους έλεγε πως τα τρία από τα εφτά παιδιά που πήγαιναν σχολείο στο χωριό, ήταν δικά του, του σώγαμπρου.

Το σχολείο ήταν στην άκρη του χωριού, πέτρινο, δυο τάξεις και ένα γραφειάκι για το δάσκαλο. Η μια τάξη χρησίμευε ως αποθήκη μιας και τα παιδιά ήταν λίγα. Ο δάσκαλος, ο κύριος Ξενοφών, μιας κάποιας ηλικίας, εργένης, μετρημένος και πάντα καλοντυμένος ήταν καλοσυνάτος και υπομονετικός με τα παιδιά. Πέρα από τη σχολική ύλη, τα έπαιρνε συχνά στην εξοχή να τα διδάξει επί τόπου βοτανολογία, βιολογία, ζωολογία και άλλα. Τους μάθαινε για τα πετρώματα και τα απολιθώματα και την προϊστορία.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που σ’ αυτές τις εξορμήσεις συναντούσαν τον αγροφύλακα να γυρνάει από χωράφι σε βοσκοτόπι και από μαντρί σε αγρόκτημα. Ο αγροφύλακας που έκανε χρέη και αστυνόμου, ο Δημήτρης του Νικολή, όπως τον ήξεραν στο χωριό, όχι μόνο δεν ασκούσε ουσιαστική εξουσία, αλλά έτρεχε πάντα να βοηθήσει όποιον είχε ανάγκη από ένα χεράκι στις δουλειές. Πότε τον έβρισκες στον έναν όταν έσφαζε γουρούνι, πότε στον άλλο όταν ήταν ο καιρός για το κούρεμα των προβάτων, άλλες πάλι φορές έκοβε ξύλα για κάποιες γιαγιάδες, που χήρες πλέον, ζούσαν μοναχές τους.

Ο παππάς, ο δάσκαλος και ο γιατρός ήταν αχώριστοι. Οι τρεις τους μαζεύονταν στο καφενείο για τσίπουρο και πρέφα σχεδόν κάθε απόβραδο. Αλλά φρόντιζαν να πηγαίνουν μια στο ένα και μια στο άλλο καφενείο, μιας και κανένας στο χωριό δεν είχε έχθρες με κάποιον άλλον. Καμιά φορά μαζί τους, έβλεπες και το αγροφύλακα. Αν δεν ήταν εκεί, τότε σίγουρα ήταν με μιαν άλλη αχώριστη τριάδα στο χωριό που την αποτελούσαν ο Πρόεδρος, ο μπακάλης και ο φαρμακοποιός.

Ο Πρόεδρος, Σωτήρης Μέτζουλας στο όνομα, ήταν ο φτωχός δευτεροξάδερφος του Βουλευτή του νομού με το κυβερνών κόμμα, του γνωστού για την φιλοπατρία του Επαμεινώνδα Μέτζουλα του Αγησίλαου, γόνος γνωστής οικογένειας κλεφταρματολών του αγώνα του ΄21. Ένα γεγονός που εξασφάλιζε την μόνιμη εκλογή του ως προέδρου του χωριού. Κατά βάθος, ήσυχος και καλός άνθρωπος, πάσχιζε να βοηθήσει το χωριό με κονδύλια από τη Νομαρχία και την κεντρική κυβέρνηση, υποστήριζε σθεναρά τις υποθέσεις των συγχωριανών του, και το γραφείο της κοινότητας ήταν πάντα ανοιχτό σε όποιον τον χρειαζόταν. Το μόνο του κουσούρι ήταν το τσίπουρο, αλλά κι αυτό μόνο όταν έκλεινε η “υπηρεσία της κοινότητος” όπως επέμενε να ονομάζει το τραπεζάκι του καφενείου που χρησιμοποιούσε αντί για το γραφείο του.

Ο μπακάλης, ένας θεόρατος καλοσυνάτος γίγαντας που άκουγε στο όνομα Ηλίας, το επώνυμο Τσάμκας, ήταν ταυτόχρονα και φούρναρης του χωριού. Από κονσέρβα μέχρι σπίρτα, από ψωμί μέχρι λάδι, από σαπούνι μέχρι σοκολάτες, όλα τα είχε στο μαγαζί. Ένα διώροφο πίσω από την εκκλησιά, που κάτω ήταν μαγαζί και απάνω το σπίτι του. Πολλές φορές “ξεχνούσε” να γράψει τα βερεσέδια, πάντα είχε ένα γλειφιτζούρι για τα παιδιά και το μόνο του παράπονο ήταν που είχε μόνο μία κόρη, η γυναίκα του πέθανε στη γέννα, αλλά του πέρασε όταν απέκτησε εγγόνια, και μάλιστα από γαμπρό γιατρό.

Ίσως ο πιο βαρετός να ήταν ο φαρμακοποιός, αλλά μόνο γιατί δεν έπινε, δεν κάπνιζε και είχε μια ανεξήγητη μανία να πλένει συνέχεια τα χέρια του, ως και εκατό φορές την ημέρα. Φάρμακο όμως δεν αρνήθηκε ποτέ σε άρρωστο, είχε δεν είχε λεφτά. Ήταν και λόγιος, διάβαζε κάτι βιβλία, μαύρα, χοντρά δερματόδετα, γραμμένα στη καθαρεύουσα, που μόνο ο δάσκαλος και ο γιατρός θα μπορούσαν να διαβάσουν. Κι όμως, όλως περιέργως, ο Αλέξανδρος Φυκώνης, αυτό ήταν το όνομα του, αν και όλοι τον φώναζαν φαρμακοτρίτφτη, δεν έκανε πολύ παρέα με το γιατρό ή το δάσκαλο. Οι κακές οι γλώσσες λέγανε πως ντρέπεται γιατί δεν είχε τόσο “δυνατό” πτυχίο. Ποιος ξέρει άραγε.

Υπήρχαν και άλλοι πολλοί ωραίοι άνθρωποι στο χωριό, σχεδόν όλοι δηλαδή ήταν ωραίοι, αλλά που να τους απομνημονεύσει κανείς όλους; Ο Μπάμπης, ο καλλίτερος χτίστης πέτρας, ο Νίκος ο χασάπης, ο Παναής ο βοσκός, η Βαγγελιώ η μοδίστρα, η Αννούλα του Πίκουλα με τα υφαντά της και πόσοι ακόμα.

Και η ζωή περνούσε όμορφα. Απλά αλλά όμορφα. Και ήρθε το καλοκαίρι, και είχαμε και γάμο στο χωριό και όλοι περίμεναν πως και πως το γλέντι, μετά της Παναγιάς είχαν πει. Κι ένα πρωί μπήκε ένα απόσπασμα Ες Ες στη πλατεία, και κάποιοι με κουκούλες. Και μάζεψαν όλο το χωριό και ψάχναν τον Θύμιο, του κυρ Παντελή που λέγαν πως είχε βγει στο βουνό, Και τους σκότωσαν όλους, εφτά παιδιά, είκοσι πέντε άντρες και τριάντα γυναίκες και τον γιατρό, και το φαρμακοποιό και τον αγροφύλακα και τον παπά και τον μπακάλη και τους καφετζήδες. Μόνο το πρόεδρο άφησαν γιατί ήταν ο φτωχός δευτεροξάδερφος του Βουλευτή του νομού με το κυβερνών κόμμα, του γνωστού για την φιλοπατρία του Επαμεινώνδα Μέτζουλα του Αγησίλαου, γόνος γνωστής οικογένειας κλεφταρματολών του αγώνα του ΄21. Αλλά κι αυτός, δεν άντεξε, κρεμάστηκε μόνος του από μια καρυδιά που ήταν στο κέντρο της πλατείας αμέσως με το που έφυγαν οι Ες Ες και οι κουκούλες.

Ήταν μήνας Αύγουστος, αρχές, το καλοκαίρι του 1943.

……

Μήνας Σεπτέμβρης, 2017, και οι Ες Ες ξεχύνονται πάλι στα χωριά, μόνο οι κουκούλες άλλαξαν. Τώρα πια είναι γραβάτες.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-ae

Χαμογελάνε τα σκουπίδια;

27 Αυγούστου, 2017 2 Σχόλια

 

Σέρνονται αργά οι ώρες, οι μέρες, οι εποχές.

Εναλλαγή κατάθλιψης και προσποιητής διασκέδασης.

Ανεκπλήρωτοι πόθοι, σβησμένα πάθη, νεκρά όνειρα.

Η σκιά της κοινωνικότητας πέφτει όλο και πιο μαύρη στα μάτια μας, στην καρδιά μας, στη ζωή μας.

Μα κυρίως πέφτει, σκοτάδι, στο μυαλό μας.

Νεκροζώντανοι.

Παραπαίουμε από στιγμή σε στιγμή, ξύνοντας την λίγδα από μια αλλότρια κανονικότητα.

Μια κανονικότητα που μας έχει αρπάξει από ο σβέρκο, από τ’ αχαμνά, από την ψυχή μας την ίδια., και μας ξετινάζει σαν πατσαβούρια ξεσκονίσματος.

Κάναμε τη ζωή μας διεκπεραίωση, ρουτίνα φυλακισμένου με λοβοτομή.

Το φαΐ μας άγευστο, τα λόγια μας ανούσια, η μουσική μας άτονη, το σεξ χωρίς πάθος, ο ύπνος κενός.

Δίχως όνειρα.

Ούτε καν εφιάλτες.

Κατασκευάσαμε νέους εχθρούς για να κρύψουμε τους φόβους μας.

Διαστρεβλώσαμε τις έννοιες για να ταιριάξουν με την δειλία μας.

Πουλήσαμε συνειδήσεις για ν’ αγοράσουμε τις αλυσίδες μας.

Νομιμοποιήσαμε το δικαίωμα στην ξεφτίλα, μη μπορώντας να κοιταχτούμε στους καθρέφτες μας.

Αλλά όσο κι αν προσπαθούμε, όσο κι αν προσποιούμαστε, όσο κι αν καλύπτουμε τους καθρέφτες μας με μακιγιάζ κανονικότητας, δεν γλυτώνουμε.

Αργά η γρήγορα θα βρεθούμε όλοι μπροστά στον πιο αμείλικτο καθρέφτη, τον πιο σκληρό κριτή.

Τα μάτια εκείνων που αντιστέκονται.

Εκείνων που στέκονται όρθιοι απέναντι στα εκτελεστικά αποσπάσματα

Εκείνων που σαπίζουν στα κελιά χωρίς να μετανοιώνουν.

Εκείνων που δίνουν τα πάντα για να μην έχουν τίποτα να τους δεσμεύει.

Εκείνων που ψάχνουν στα σκουπίδια, όχι για φαγητό, αλλά για ένα χαμόγελο.

 

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-9O

Περί φασισμού

28 Ιουλίου, 2017 1 Σχολιο

 

Ο φασισμός είναι εγγενής χαρακτηριστικό της εξουσίας.

Υπάρχει από πάντα δίπλα της, και θα υπάρχει για όσο θα υπάρχει εξουσία.

Δεν είναι απλά ένα της πρόσωπο, μια μάσκα ή μια εφεδρεία. Είναι η ίδια της η φύση. Όλα τα υπόλοιπα είναι μάσκες, εφεδρείες, ρόλοι παιγμένοι για τις ανάγκες της. Και η εξουσία μας δείχνει την πραγματική της φύση κάθε φορά που η εξουσία βρίσκεται στην επίθεση ή στην άμυνα, κάθε φορά δηλαδή που η δήθεν κοινωνική ειρήνη διασαλεύεται, για όποιον λόγο.

Και πάντα ο λόγος είναι ακριβώς αυτή η πραγματική φύση της εξουσίας, που την ωθεί στην μόνιμη προσπάθεια καθυπόταξης κάθε κοινωνικού υποκειμένου στις επιταγές της.

Η εκμετάλλευση και η φτωχοποίηση των πολλών, η αδικία και η παράλογη σπατάλη πόρων και δυνατοτήτων δεν είναι απλά ένα μέσο για τον πλουτισμό των λίγων, αλλά αποτέλεσμα της ύπαρξης της εξουσίας ως τέτοιας στις κοινωνικές μας δομές.

Σχεδόν όλες οι αναλύσεις, θεωρήματα και ιδεολογίες θεωρούν τις οικονομικές σχέσεις της κοινωνίας ως τον θεμέλιο λίθο της, αδιαφορώντας μάλλον απλοϊκά για το γεγονός πως οι οικονομικές σχέσεις είναι σχέσεις επιβολής και όχι προτίμησης.

Και η επιβολή δεν  γεννιέται από την οικονομική διαστρωμάτωση της οικονομίας αλλά το αντίθετο.

Ο φασισμός λοιπόν, όποιο κι αν ήταν το όνομα του πριν τον βαφτίσουμε έτσι, ως το πραγματικό πρόσωπο της εξουσίας, δεν είναι παράγωγο της εποχής, της οικονομικής κρίσης ή ακόμα και ιδεολόγημα κάποιων «κακών” που παρασέρνει αδαείς και αθώους πολίτες.

Ο φασισμός ήταν, είναι και θα είναι η ίδια η εξουσία, που όντας παράλογη, διαιωνίζει στις ανθρώπινες κοινωνίες σαν ιδεολόγημα, όλες τις βάναυσες και απάνθρωπες συμπεριφορές που είχαμε ως είδος πριν την κατάκτηση της λογικής. Συμπεριφορές που μπορεί σαν ζώα να τις είχαμε ανάγκη για την επιβίωση, αλλά ως έλλογα όντα μόνο αποτροπιασμό και αηδία μπορούν να προκαλέσουν.

Αγελαίες συμπεριφορές (θρησκείες, ομάδες, ιδεολογίες), επιβολή απόψεων με τη βία ή τον οικονομικό εκβιασμό (καταστολή, μισθωτή εργασία), λατρεία της αριστείας και της ισχύς του δυνατότερου (κοινωνικά στάτους, υπερθεμάτιση διακρίσεων βάση καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης).

Φόβος και δέλεαρ, όπως και στα ζώα.

Έτσι πορεύεται η εξουσία.

Ο φασισμός είναι στην τελική η κατάπτωση του ανθρώπου στις πιο ζωώδεις συμπεριφορές, η άρνηση της λογικής, ο γεννήτορας κάθε πνευματικής και κατασκευαστής κάθε φυσικής αλυσίδας.

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-9I

Δουλίτσα να υπάρχει.

28 Νοεμβρίου, 2014 3 Σχόλια

china-economy-working-class-production-line

Διαβάζω χιλιάδες σελίδες, εκατομμύρια γραμμές, απεγνωσμένες λέξεις που προσπαθούν να εκφράσουν το ανομολόγητο. Ο παραλογισμός, η διαστρέβλωση, ο πόνος, ο θυμός, η παραίτηση.

Η αδυναμία επικοινωνίας, ίσως το πιο τραγικό όλων. Γραφικοί χαρακτήρες αναλαμβάνουν ρόλο υπερηρώων, βιάζουν τη λογική και την αξιοπρέπεια, ανακυκλώνουν το ένα και μοναδικό επιχείρημα υποταγής. Φόβος.

Αλλά ο φόβος γεννάει μίσος, το ξέρουμε καλά, το ζήσαμε πολλές φορές σαν κοινωνία, σαν άτομα. Μόνο που το μίσος αυτό, το συνηθίσαμε, το αγκαλιάσαμε, το κάναμε σημαία και ιδεολογία, το βαφτίσαμε Ασφάλεια και Σταθερότητα, το χρωματίσαμε με ευχάριστους μύθους, το κρύψαμε πίσω από το συμφέρον. Το συμφέρον το δικό μας, το ιδιωτικό, το απάνθρωπο που θέλει όλους τους ανθρώπους αναλώσιμους μπροστά στα λίγα ψίχουλα πλαστής ευημερίας μας.

Οι άνθρωποι πεινάνε, βασανίζονται, σέρνονται στο βούρκο της απαξίωσης, του αποκλεισμού, της εκμετάλλευσης. Φανατικά πιστοί του δόγματος της εξουσίας που θέλει τον άνθρωπο να είναι μόνο αν δουλεύει, πατάνε σε πτώματα για μια θέση στο κάτεργο του καπιταλισμού, αποδύονται κάθε επίφαση αξιοπρέπειας με στόχο την έστω και ελάχιστη αποκατάσταση στο πατροπαράδοτο πρότυπο του φτωχού πλην τιμίου βιοπαλαιστή, θεματοφύλακα των χρηστών ηθών και της τάξης του κόσμου. Ενός κόσμου φτιαγμένου από ηλίθιες παραδοχές και φόβο. Πολύ φόβο.

Ενός κόσμου χωρίς εμάς, αλλά με τις σκιές μας.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7X

Πρόθυμοι εθελοντές.

8 Νοεμβρίου, 2014 4 Σχόλια

modern-slave

Εθελοντές ζητά πλέον και επίσημα ο καπιταλισμός για να παράξει ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Εθελοντές εργαζόμενους, γιατί η ανεργία είναι χειρότερη λέει. Αν πας εθελοντής, θα έχεις (ίσως) καλύτερες ευκαιρίες αύριο σου λένε, θα μετρήσει στα υπέρ σου όταν έρθει η ώρα να γίνεις και επίσημα μισθωτός σκλάβος.

Τι είναι όμως αυτό που μας εκπλήσσει;

Γιατί θεωρούμε εξωφρενικό τον όρο εθελοντής όταν μιλάμε για την εργασία μας;

Μήπως η έκπληξη πηγάζει από μια μικρή παρανόηση που κάναμε στο παρελθόν;

Και εξηγούμαι, μήπως απλά τόσα χρόνια κρύβαμε την πραγματικότητα πίσω από λέξεις-μάσκες αρνούμενοι να παραδεχτούμε την δική μας ανικανότητα;

Ονομάσαμε την εθελοδουλία μας, μισθωτή εργασία, ναι ή όχι;

Στην ουσία πάντα εθελοντές δεν ήμασταν στον κοινωνικό καταμερισμό ;

Γιατί αν έχουμε την ψευδαίσθηση πως δεν είμαστε εθελοντές, θα ρωτούσε κάποιος αν δεχόμαστε πως μας εξαναγκάζουν σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης, και αν το παραδεχτούμε, τότε πως θα δικαιολογηθούμε;

Εθελοντές λοιπόν, εθελοντές σκλάβοι, υπήκοοι, πολίτες, συνένοχοι, εξουσιαζόμενοι, εξουσιαστές. Και μάλιστα πρόθυμοι εθελοντές οι περισσότεροι.

Με τις υγείες μας.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7S

Το φως που καίει.

1 Νοεμβρίου, 2014 5 Σχόλια

study_for_the_figure_of_love_in_love_leaving_psycheΚάπου εκεί έξω, ανάμεσα στα αναρίθμητα άδεια κουφάρια υπηκόων, ζουν γυμνοί κάποιοι λίγοι που επέλεξαν να μην σκύψουν ποτέ το κεφάλι. Γυμνοί από όλες τις αρετές του συστήματος, γυμνοί από κάθε επίπλαστη εικόνα, γυμνοί κι ανοιχτοί σε κάθε προσέγγιση ανθρώπινης ύπαρξης.

Ανώνυμοι και άσημοι, πορεύονται στο δικό τους μονοπάτι για την αξιοπρέπεια. Ένα μονοπάτι με χιλιάδες εμπόδια, αλλά καθαρό από πτώματα που θα έκαναν το βάδισμα εύκολο. Τους αναγνωρίζεις συνήθως από την απουσία τους. Είναι αυτοί που λείπουν από κάθε δήθεν συνεύρεση. Είναι αυτοί που δεν ωφελούνται ποτέ. Είναι αυτοί που μόνοι δικαιώνουν τον άνθρωπο.

Δεν προσφέρουν καμία ελπίδα, δεν πουλάνε ποτέ υποσχέσεις, δεν διεκδικούν ποτέ αναγνώριση, δεν κλαίνε ποτέ. Μόνο τραγουδάνε τραγούδια της ζωής, ζωγραφίζουν στους τοίχους το μέλλον μας, βάφουν την άσφαλτο με το αίμα τους.

Αν τύχει ποτέ κι αγγίξεις έναν απ’ αυτούς, ίσως μπορέσεις να κλέψεις λίγο από το γέλιο τους. Άλλες φορές πάλι, νιώθεις την άγρια χαρά του χορού τους πάνω στα θαμπωμένα κάτοπτρα της στρεβλής πραγματικότητας ενός τελειωμένου κόσμου. Κι αν τύχει και σ’ αγκαλιάσει κάποιος απ’ αυτούς, μπορεί και να εξαϋλωθείς στη συλλογικότητα που λέγεται Άνθρωπος.

Μόνο πρόσεξε, αν τύχει και δεν αντέξεις, αν φοβηθείς, θα πέσεις ακόμα πιο βαθιά στο βούρκο των ψευδαισθήσεων, θα γίνεις ακόμα πιο άδειο κουφάρι. Τότε θα τους μισήσεις βαθιά, θα τους εκδικηθείς με μανία, θα τους σκοτώσεις. Γιατί το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να κάνει κανείς σε ένα άδειο κουφάρι, είναι να του δείξει τη ζωή.

Γι’ αυτό, το νου σας. Να προσέχετε τις συναναστροφές σας. Αν δεν αντέχετε το φως, καλύτερα να μένετε στα σκοτάδια.

Γιατί το δικό τους φως, καίει.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7O

Παραίτηση

28 Οκτωβρίου, 2014 6 Σχόλια

givingup

Σέρνονται οι μέρες σου, σκουλήκια σαρκοβόρα, σε μια διαδοχή πόνου και παραίτησης.

Τυφλά συναισθήματα αγκαλιάζουν το είναι σου, σάβανα μιας αόριστης παραίσθησης.

Γιορτές, επέτειοι, γλέντια ακολουθούν τον προγραμματισμό του αποδεκτού. Κενές παρουσίες στον βωμό της συνήθειας, στείρες επαφές, ανίκανες να επικοινωνήσουν, μάσκες ανέκφραστες.

Οι οθόνες κρατούν μονάχα εικόνες επίπλαστες, στα ραδιόφωνα μάντεις, προφήτες και κήρυκες, ανάμεσα σε τραγούδια κονσέρβας. Τα τηλέφωνα σιώπησαν, βουβές αποδείξεις κακών μαντάτων για κάποιους που λέγονταν “φίλοι” σου.

Το παιδί πεινάει όλο και πιο συχνά πλέον. “Τελειώνει το ψωμί, μαμά”. Και κάθε φορά διαμαρτύρεται και λιγότερο. Όχι, δεν καταλαβαίνει, απλά κουράστηκε. Σύντομα θα γίνει κι αυτό σαν κι εσένα.

Πρωινό ξύπνημα, βλέμμα στο κενό, ολοήμερη αναμονή. Περιμένεις. Τι άραγε;

Σκιές προσποιούνται ανθρώπους, σκιές που πασχίζουν να γίνουν ένα με το σκοτάδι. Σκιές που βολεύονται στα ψίχουλα που θα αρπάξουν από τα ψίχουλα του δίπλα τους. Σκιές που ανοίγουν τις πόρτες σε πανάρχαια τέρατα, αρκεί να κερδίσουν ένα κομμάτι από το χρόνο. Σκιές που φοβούνται το φως.

Σηκώνεσαι απ’ όπου κι αν κάθεσαι, απλά και μόνο για να κάτσεις πιο δίπλα. Να κάτσεις. Να περιμένεις. Να υπάρξεις για λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα. Λίγο.

Η πείνα, η δίψα, ο έρωτας, αυτόματες ανάγκες για διεκπεραίωση. Δεν βλέπεις, δεν ακούς, δεν μυρίζεις, δεν αγγίζεις τίποτα. Τα πάντα περιστρέφονται σε μια σφαίρα αδιαφορίας, μιας ουδέτερης επαφής με το τώρα. Ανίκανα να γεννήσουν συναίσθημα, όλα παράγουν κενές υποσχέσεις μιας ανούσιας ύπαρξης, ενός εθελοντικού εγκλεισμού. Δεσμώτης της συνήθειας, της διεκπεραίωσης.

Και το τηλέφωνο βουβό, οι οθόνες κενές. Πονάει, αλλά όχι πια όπως πρώτα. Πονάει μουντά, συνεχόμενα, υποφερτά. Τόσο υποφερτά που ποτέ, μα ποτέ, δεν θα ξεφύγεις.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7K

Κατηγορίες:Φόβος, κοινωνία

Από την ανεργία στο μίσος.

15 Σεπτεμβρίου, 2014 2 Σχόλια

depresion

Ανεργία.

Μπαίνει στη ζωή σου απότομα, βίαια, καταλυτικά. Όμως δεν την αναγνωρίζεις αμέσως. Σου παίρνει καιρό, ανάλογα με τις συνθήκες που βιώνεις. Όταν όμως συνειδητοποιήσεις την κατάσταση αυτή, γκρεμίζεται ο κόσμος σου. Οι επιπτώσεις της στη ζωή σου είναι τραγικές. Ξαφνικά στερείσαι και τα απαραίτητα, οι αξίες των πραγμάτων αλλάζουν ραγδαία και σχεδόν κάθε τι μικρό ασήμαντο και ποταπό στο παρελθόν γίνεται πολύτιμο. Πολύτιμο αλλά όχι αναγκαστικά και απαραίτητο. Και μικραίνει η λίστα με τα απαραίτητα, μέρα με τη μέρα, έως που δεν έχεις τι άλλο να κόψεις. Και από εκεί ξεκινάει η ιδρυματοποίηση και ο αυτοματισμός. Μια συνεχής διαδικασία αποδόμησης της προσωπικότητας σου. Ένας ατελείωτος ευτελισμός. Μια αποχαύνωση. Η παράδοση.

Ο φόβος.

Μπαίνει κι αυτός στη ζωή σου απότομα, βίαια, καταλυτικά.

Μπαίνει και κουβαλάει μαζί του ένα θεριό τρομακτικό. Ένα θεριό που μπήγει τα νύχια του στο μυαλό σου, που ρουφάει τη χαρά και τρέφεται με τη ζωή σου. Έχει εκατομμύρια δόντια που ξεσκίζουν καθημερινά τη λογική σου, άπειρα πρόσωπα που σου κρύβουν την πραγματικότητα όπως οι παραμορφωτικοί καθρέφτες. Σου κλειδώνει κάθε διέξοδο στον κόσμο, σου απαγορεύει την επικοινωνία, σου τσακίζει την ύπαρξη. Σκοτάδι.

Κατάθλιψη.

Κατάθλιψη που σε κατακλύζει, σε ορίζει, σε σκοτώνει λίγο λίγο. Σκοτώνει στην αρχή τη χαρά, την συντροφικότητα, τη δημιουργία. Μετά σιγά σιγά σκοτώνει κάθε τι ανθρώπινο μέσα σου. Σκοτώνει την ομορφιά, την διαφορετικότητα, τον έρωτα, το πάθος, την αγάπη, κάθε τι ζωντανό. Σε οδηγεί με τα μάτια κλειστά στο επικείμενο τέλος της ανθρωπιάς σου. Κι αφού σου στερήσει κάθε ζωντανό και όμορφο συναίσθημα, σε αφήνει κενό, αδιάφορο, απονεκρωμένο. Δημιουργεί χώρο να φωλιάσει το κακό.

Το μίσος.

Περισσότερο μίσος.

Μίσος για όλα και για όλους. Μίσος για την ίδια τη ζωή.

Τέλος.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7D

Σπάργανο

10 Σεπτεμβρίου, 2014 2 Σχόλια

0101010040506images

 

Σέρνονται οι μέρες, οι εβδομάδες σαν νεκροζώντανες φιγούρες από κακόγουστες ταινίες φανταστικού τρόμου. Περνούν οι μήνες σαν σκιές πάνω στα μάτια μας, αποκρύβοντας την θέα μιας αποστεωμένης ψυχής που κουβαλάμε με μια ιδιαίτερα ενοχλητική αυταρέσκεια. Τα χρόνια επικάθονται πάνω μας, ογκόλιθοι που φράζουν σταδιακά κάθε διέξοδο απόδρασης από την φαιδρότητα μιας επιφανειακής μακαριότητας.

Νεκρός χρόνος. Μια αδιάκοπη ροή γεγονότων, ασήμαντων και σημαντικών, μας περιβάλει σαν σώμα βαρέως ύδατος, καταλύτης παραγωγής ειδώλων αντίστροφων στις καθρεπτίζουσες επιφάνειες μιας αλλότριας πραγματικότητας. Μας σφίγγει σαν μόνιμο ξεχασμένο σπάργανο, σαν δεύτερο δέρμα, στεγνό, άκαμπτο και αδιάφανο. Μας αποκλείει από το κοινωνείν υποσχόμενο μια ψευδεπίγραφη και βαρύθυμη ασφάλεια, μιαν αέναη και απαρέγκλιτη κανονικότητα.

Γερνάει η σάρκα, παρακμάζει εκθετικά, οδηγώντας το νου μας σε μια κατάσταση πανικού που σαν το παράσιτο χάνει τον ξενιστή του και απεγνωσμένα ψάχνει την σωτήρια έξοδο σε όποια δυνατή κατάσταση περαιτέρω επιβίωσης. Έτσι, σταθερά δημιουργεί φανταστικούς κόσμους, βαφτίζει πραγματικότητα τις παραισθήσεις, αποστειρώνεται από την φαντασία που ορίζει κάθε δημιουργική πτυχή του, και καταπέφτει τελικά στο κοινότοπο της κατανάλωσης ψευδών μέσων ολοκλήρωσης.

Νεκρός είναι ο χρόνος που αποζητάμε να σταματήσουμε, που ελπίζουμε να δαμάσουμε, που αρνούμαστε να καταλάβουμε πως οι αλλαγές που φέρνει είναι η ίδια η ουσία της ζωής. Νεκροί είμαστε κι εμείς που συνειδητά ή ασυνείδητα δεχόμαστε την επιβολή ενός νου πέρα και πάνω από το σώμα μας. Νεκροί όσοι θεωρούν πως η διάνοια μπορεί να αποκοπεί από τις αισθήσεις, να ξεφύγει από το σαρκικό της εαυτό, να πάψει να είναι δηλαδή άνθρωπος.

Ανταλλάξαμε τη δημιουργικότητα της ελευθερίας που γεννιέται από την επίγνωση της θνητότητας του είμαι με την δια βίου σήψη ενός έχειν που δελεάζει με την υπόσχεση συνέχισης του παροδικού.

Και εκεί έγκειται η ψυχωτική μας εμμονή να προσδιορίσουμε τη σχέση διάνοιας και σώματος, όχι στη βάση της ολότητας αλλά ορίζοντας μια δυική μεταφυσική θεώρηση συνύπαρξης τους. Μια θεώρηση όμως που ξεκάθαρα είναι επίκτητη μέσω των κοινωνικών πρότυπων και των κυρίαρχων αφηγήσεων. Η δήθεν ανεξαρτησία της διάνοιας από το σώμα, εμφανίζεται σαν κοινωνικό θέσφατο, είτε μέσα από τις θρησκευτικές δοξασίες είτε σαν πολιτικά ορθός λόγος που σκοπό έχει την συμμόρφωση ακόμα και όταν οι σαρκικές ανάγκες του ατόμου δεν καλύπτονται. Έτσι κάθε σαρκική ανάγκη αν και για να πληρωθεί χρειάζεται σπάνια και απαγορευμένα στους πολλούς μέσα, για όσους τα στερούνται ορίζεται ως ποταπή από την εξουσία και άρα όχι τόσο σημαντική όσο η δήθεν πνευματική ανάγκη για ολοκλήρωση.

Με αυτόν τον τρόπο αποδέχεται το άτομο πως αν και δεν μπορεί να έχει ισότιμα και ελεύθερα εξυπηρετούμενες τις σαρκικές του ανάγκες, συμμετέχει ισότιμα στην εξυπηρέτηση των “ανώτερων” πνευματικών αναγκών του. Προσλαμβάνει λοιπόν διάφορους κατά περίσταση τίτλους όπως αυτόν του Δημοκράτη, και μένω στο ένα παράδειγμα αν και στη θέση του χωράνε άπειρα, και αυτομάτως οφείλει να υπερασπιστεί τις όποιες επιλογές και συμπεριφορές επιλέξει η Δημοκρατία του. Ακόμη και αν αυτή η ίδια η Δημοκρατία του τον καταδικάζει με αυτές τις επιλογές σε περιορισμό της ικανοποίησης των σαρκικών του αναγκών.

Αν ορίσουμε τη ιδεατή ζωή σαν κατάσταση που όλες μας οι πραγματικές ανάγκες ικανοποιούνται στο βαθμό που μας επιτρέπει να νιώθουμε πνευματικά ελεύθεροι από αυτές και άρα ικανοί να αντιλαμβανόμαστε το είμαι πέρα και έξω από το έχειν, κάθε περιορισμός στην ικανοποίηση των σαρκικών αναγκών οδηγεί και στον περιορισμό της ικανοποίησης των πνευματικών. Ο διαχωρισμός της “ανώτερης” διάνοιας από το “κατώτερο” σώμα, οδηγεί αυτόματα στην αποδοχή της ανελευθερίας ως θέσφατον.

.

ShortUrl:

SOS Χαλκιδική

19 Αυγούστου, 2014 8 Σχόλια

Be6GE7IIIAA8XcY

 

Μια βόλτα στις Σκουριές Χαλκιδικής δεν αρκεί για να αντιληφθεί κανείς το πραγματικό μέγεθος της υφιστάμενης, αλλά και κυρίως της επικείμενης καταστροφής της φύσης σε ένα από τα ομορφότερα μέρη της χώρας. Η παράλογη εξόρυξη που χαρίζει δις στην εταιρεία, αφανίζει το δάσος, καταστρέφει τους υδροφορείς, δηλητηριάζει νερά, ακτές, χώματα σε βαθμό μη αναστρέψιμο για χιλιάδες χρόνια, προκαλεί ρήγματα ακόμα και στα σπίτια των κατοίκων των χωριών που έχουν την ατυχία να βρίσκονται κοντά στις στοές, στερεύει πηγές, αφανίζει με λίγα λόγια την ίδια την ζωή.

Η ασυδοσία της εταιρείας, σε αγαστή συνεργασία με μια μαφιόζικη κυβέρνηση διαπλοκής και μια καθοδηγούμενη σκιά δήθεν δικαιοσύνης οδηγεί την περιοχή στην παρακμή και τον θάνατο με μηδενικό μάλιστα όφελος για το ελληνικό δημόσιο. Αλλά ακόμα και αν το οικονομικό όφελος για το δημόσιο ήταν τεράστιο, ακόμα και τότε, πόσο μπορεί να αποτιμηθεί η αξία της φύσης και της ζωής σε χρήμα; Πόσο κοστίζει η αξιοπρέπεια και η υγεία των ανθρώπων; Πόσο αξίζει η ολοκληρωτική ερημοποίηση όλης της περιοχής και η απώλεια των πιο σημαντικών αποθεμάτων νερού σε όλη την Χαλκιδική;

Πέρασα λίγες μέρες μαζί με τους ανθρώπους που έχουν τάξει τον εαυτό τους στην αντίσταση κατά αυτής της καταστροφής. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, με διαφορετικά επαγγελματικά και οικονομικά υπόβαθρα, με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις, ακόμα και με διαφορετικούς πολιτισμικούς προσανατολισμούς. Άνθρωποι όμως ενωμένοι από την φυσική τους ανάγκη για επιβίωση στον τόπο που έτυχε ή διάλεξαν να ζήσουν, ενωμένοι από την ανάγκη για ζωή και την αναζήτηση του δικαιώματος μιας στοιχειώδους αυτοδιάθεσης.

Η αντίσταση, που επίμονα προβάλλουν στα οικονομικά και πολιτικά μεγαθήρια, η μαζικότητα και η όρεξη για δράσεις, η ακούραστη προσπάθεια τους να επικοινωνήσουν με κάθε μέσο το δίκιο του αγώνα τους μα κυρίως το μόνιμο χαμόγελο τους και η σιγουριά επιτυχίας που τους χαρίζει το αυτονόητο των διεκδικήσεων τους είναι αυτά που έπεισαν κι εμένα πως δεν υπάρχει περίπτωση να χάσουν. Οι εξορύξεις και η λεηλασία θα σταματήσουν, η ζωή θα νικήσει.

Αλλά υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα. Ο χρόνος πιέζει αφάνταστα, η καταστροφή γίνεται μη αναστρέψιμη μέρα με τη μέρα . Και εδώ καλούμαστε όλοι εμείς να πάρουμε θέση. Να αναλάβουμε ρόλο άμεσα, ηθικά και ενεργητικά να στηρίξουμε αυτόν τον αγώνα, να συμβάλουμε όσο μπορούμε στην διατήρηση του φυσικού πλούτου της γης, στην διάσωση της ίδιας της ζωής. Όσες διαφορές κι αν έχουμε στον τρόπο θέασης του μετά, όσο κι αν διαφωνούμε για την διαχείριση των πόρων, αν χαθούν αυτοί, δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε, δεν έχουμε τρόπο να τους επαναφέρουμε.

Ας γίνουμε λοιπόν κι εμείς “μέλη της εγκληματικής οργάνωσης” όπως τόσο κυνικά βάφτισε η Ελληνική “Δικαιοσύνη” αυτούς τους ανθρώπους. Το πρόβλημα αφορά όλους μας και δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε μέσω της ανάθεσης, μόνη διέξοδος η συμμετοχή και η αντίσταση.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7u

Νεκρές εικόνες

26 Ιουλίου, 2014 4 Σχόλια

insignificance2

 

Λαμπερές παραλληλόγραμμες οθόνες κατακλύζουν τις ζωές μας. Πόρτες σε μια διάσταση παράλογη, απάνθρωπη, κι όμως απίστευτα αληθινή. Σχισμές και ρήγματα ανάμεσα στη πραγματικότητα και τον εφιάλτη.

Ανθρωπόμορφα τέρατα σε παράθυρα μας βομβαρδίζουν συνεχώς με ασήμαντα καλέσματα σε ασήμαντες δοξασίες, με ασήμαντους ανθρώπους. Ανθρώπους που επέλεξαν να γίνουν οι φορείς της πιο απίστευτης ασημαντότητας.

Μας ποτίζουν καθημερινά με τα συστατικά της απάθειας, της υποταγής, του παραλογισμού, της τυφλής πίστης στις πιο απάνθρωπες δοξασίες. Εκατομμύρια εικόνες νεκρές και λέξεις κενές νοήματος, ουρλιαχτά φανατισμένων οπαδών, μειλίχιες προτροπές εθνοσωτήρων, αποκαλυπτικές προφητείες κάθε παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, θωπευτικές καταναλωτικές παροτρύνσεις.

Και μεις, κάπου ανάμεσα στον βιοπορισμό και την ανυπαρξία μας, αναμασάμε την ασημαντότητα του θεάματος, προσκυνάμε την μεγαλειότητα της εικόνας, του φαίνεσθαι, του ειδώλου ενός παραμορφωτικού φακού, μιας επιβαλλόμενης αντίληψης.

Συμφωνώντας ή διαφωνώντας με τα κελεύσματα της παράνοιας, υποτάσσουμε σχεδόν όλοι άκριτα την θέση μας, στους κανόνες ενός στημένου παιχνιδιού. Στρατευόμαστε σε αντίθετα στρατόπεδα που πιστά υπηρετούν τον ίδιο ακριβώς σκοπό. Αναγωγή του ασήμαντου σε σημαντικού, καταδίκη του σημαντικού σε αιρετικό.

Έτσι, οι νεκροί μας γίνονται εμπόρευμα για αναλύσεις στα τηλεπαράθυρα, οι αντιπαραθέσεις τρόπος αποδοχής του μοιραίου. Στατιστικές και νούμερα, νομοθετήματα, συνθήματα, άρθρα και συνεντεύξεις, αναλύσεις, ειδήσεις. Πονήματα ηλιθίων, φανατικών υπαλλήλων, δήθεν διανοούμενων πουλημένων γραφιάδων, αναίσχυντων φερέφωνων, αποτελούν την καθημερινή μας ενασχόληση στην ηλίθια συμμετοχή μας στην ανάδειξη του πιο εύκολου θύματος στη πιο σημαντική προπαγάνδα του συστήματος. Αυτή της ίδιας της ασημαντότητας.

Και κάθε μέρα, λίγο λίγο, η ασημαντότητα κυριεύει τα νοήματα, επικαλύπτει τη φρίκη, στραγγαλίζει τη λογική, κυριαρχεί στο λόγο και τις πράξεις μας. Και όσο επιμένουμε να εθελοτυφλούμε, όσο παίζουμε το δικό τους παιχνίδι, τόσο καταδικάζουμε με τη στάση μας την ίδια μας την ζωή στην απόλυτη ασημαντότητα.

Κι όταν η ζωή γίνεται ασήμαντη, τίποτα πια δεν έχει σημασία, κανένα έγκλημα αρκετά σοβαρό, καμιά καταστολή αρκετά βίαιη, καμιά φυλακή αρκετά αποκρουστική, καμιά φτώχεια αρκετά εφιαλτική, κανένας θάνατος αρκετά οδυνηρός. Όταν η ζωή γίνεται ασήμαντη, το ίδιο γίνεται και το μέλλον, γιατί το μόνο μέλλον που είναι σημαντικό, είναι αυτό της ζωής.

Το μόνο πιο σημαντικό απ’ τη ζωή, είναι η ελεύθερη και γεμάτη αξιοπρέπεια ζωή.

Ας σκοτώσουμε λοιπόν την ασημαντότητα, αρνούμενοι να παραχωρήσουμε αυτά που κάνουν τη ζωή μας σημαντική.

Αξιοπρέπεια και ελευθερία.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7r

Ίσως.

8 Ιουνίου, 2014 Σχολιάστε

anger.red1

 

Χαθήκαμε κάπου ανάμεσα την οργή μας και το φόβο.

Αναθέσαμε τα θέλω μας σε φανταστικούς συμμάχους και τώρα λοιδορούμε αυτούς για την απραξία τους.

Εγκαλούμε κάθε άλλον για την απουσία του όταν εμείς οι ίδιοι βυθιζόμαστε στην απραξία μας.

Αποδίδουμε κάθε λογής συλλογικές ευθύνες μόνο και μόνο για να μην αντιμετωπίσουμε τις δικές μας.

Ανακηρύσσουμε σε λάβαρα της εξέγερσης κάθε μικρή αντίσταση αλλά δεν έχουμε καμιά πρόθεση να τα σηκώσουμε εμείς οι ίδιοι.

Αποδίδουμε την ευθύνη της νίκης σε κάθε ομάδα που παλεύει και της ήττας σε όλους όσους δεν συμμερίζονται το φόβο μας.

Βαφτίζουμε “κίνημα” τις σπασμωδικές και ασυνάρτητες διεκδικήσεις “νομιμότητας” προσπαθώντας να ενταχθούμε σε μια συλλογική ευκαιρία άφεσης αμαρτιών.

Κραυγάζουμε συνθήματα ενότητας ανόμοιων και αντίθετων απόψεων χωρίς να κάνουμε ποτέ τον κόπο να ακούσουμε αυτές τις απόψεις.

Απαιτούμε την συλλογική υποταγή σε ένα ενιαίο εξεγερσιακό πρόταγμα το οποίο εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε καν αγγίξει.

Και όταν πλέον η διάχυτη ηλιθιότητα των ψευδαισθήσεων που καλλιεργούμε αποκαλύπτεται, στοχοποιούμε ως εχθρό τον φανταστικό μας σύμμαχο, τον διαφορετικό, τον περισσότερο ή λιγότερο προβληματισμένο, τον “άλλο”.

Ανάμεσα στο δίπολο του “όλοι είναι εναντίων μας” και “ο εχθρός του εχθρού μου είναι σύμμαχος”, επιλέγουμε τις πλέον γκροτέσκες γενικεύσεις.

Βιάζουμε τη λογική μέσα σε ένα συναισθηματικό παραλήρημα, κουνώντας το δάχτυλο της παντογνωσίας και μυξοκλαίγοντας παράλληλα για την έλλειψη συμμετοχής στο “δικό” μας κίνημα.

Το χειρότερο είναι που ξεχνάμε τη δυνατότητα του ανθρώπου να αλλάζει, να εξελίσσεται, να προχωρά μπροστά.

Ίσως γιατί ριζώνουμε εύκολα σε στερεότυπα, ίσως γιατί καθοριζόμαστε από την αγέλη και τέλος ίσως γιατί δεν θέλουμε να αλλάξουμε, γιατί μας έπεισαν πως κάθε αλλαγή ακυρώνει το παρελθόν.

Ίσως είναι καιρός να κοιτάξουμε το μέλλον.

Ίσως είναι καιρός να κοιταχτούμε στον καθρέφτη.

.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7m

Δεν έμεινε τίποτα να κλάψουμε

3 Δεκεμβρίου, 2013 2 Σχόλια

IMG_3907-500

Κοίτα!

Εκεί πίσω απ’ τον ορίζοντα χαμογελάει το αύριο

Μη σταματάς εδώ, κάνει κρύο και πεινάω

Προχώρα ίσια, μην σπαταλάς δυνάμεις

Πέτα τα βάρη που σου φόρτωσε το χτες

Δεν θα τα χρειαστείς ξανά

Ποτέ δεν τα χρειάστηκες

Κράτα το χέρι σου απλωμένο, είναι πολλοί που θέλουν προς τα κει να πορευτούν

Βάστα γερά, κι αν σκοντάψεις ψάξε το χέρι μου

Μην αφήνεις την ασχήμια να σε καθηλώνει, σε περιμένει η ομορφιά

Μην κοιτάς πίσω

Δεν έμεινει τίποτα να κλάψουμε

Μόνο το μπροστά έμεινε

Μόνο το μπροστά

Στάσου, κουράστηκα

Βαρύ φορτίο ο φόβος

Τα γόνατα λυγίζουν σε κάθε βήμα πλέον

Τελείωσαν και τα τσιγάρα

Έχεις τσιγάρο;

Για μια στιγμή μονάχα να σταματήσουμε

Μια μόνο ανάσα στη σκιά

Δεν πάει πουθενά ο ορίζοντας

Πάντα στη θέση του είναι

Εμείς το δρόμο χάσαμε

Εμείς

Η πείνα μας βασανίζει συνεχώς

Και η δίψα

Μα το χειρότερο είναι ο ύπνος

Ποτέ λυτρωτικός

Πάντα γεμάτος εφιάλτες

Σκοτάδι, φως, σκοτάδι, ανελέητα

Μην κοιτάς πίσω

Φτάνουμε

Κοίτα!

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-7d

Κάρβουνα

3 Δεκεμβρίου, 2013 1 Σχολιο

red-eyes

Κάρβουνα.

Κάρβουνα που υπόσχονται μια δόση θαλπωρής, μια εστία φιλοξενίας, μια ανάπαυλα από το εξωτερικό ψύχος.

Κάρβουνα φονικά και ύπουλα, πρώτα σε ζεσταίνουν, κερδίζουν την εμπιστοσύνη σου και μετά σε σκοτώνουν.

Ζωές, κάρβουνα στη φουφού της καθημερινής εκπόρνευσης των ονείρων μας.

Μυαλά, κάρβουνα στο μαγκάλι της επιβίωσης.

Συνειδήσεις, κάρβουνα στο λάκκο της ανθρωποφαγίας.

Καρδιές, κάρβουνα στο φούρνο της θλίψης και του φόβου.

Και το κορμάκι της κάρβουνο στα δελτία ειδήσεων.

Και η μάνα;

.

Μάτια που καίνε σαν κάρβουνα, αναμμένα από το κλάμα, τις ενοχές και το μίσος.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-76

Κρυώνω.

3 Δεκεμβρίου, 2013 6 Σχόλια

Image

Ζήσαμε τη ζωή μας μέσα σε εικονικά κελιά, απαστράπτουσες φαντασιώσεις τεχνητών αναγκών, τα ανθρώπινα συναισθήματα στην υπηρεσία της κατανάλωσης, δημιουργία εμπορικής τέχνης ή αλλιώς η βιτρίνα του τίποτα.

Υπηρέτες του στερεότυπου που επιλέξαμε να μας εκφράσει, στήσαμε οικογενειακά ψεύδη, φιλικές προσποιήσεις, ερωτικές υποταγές, πολιτικές συμμορίες, κοινωνικές πληγές.

Ακρωτηριάσαμε την λογική προσαρμόζοντας τα πληγωμένα της απομεινάρια στο προκρούστειο θεώρημα της αποφυγής κάθε ευθύνης.

Ομαδοποιήσαμε τη συμπεριφορά μας σε κοινότοπες βουβές ηδονές οπαδικής ισοπέδωσης, πνευματικής στείρωσης, συνθηματικού μιμητισμού, βαστάζοι γυμνών βασιλέων ανείπωτης ηλιθιότητας.

Αρνηθήκαμε την δημιουργία για χάρη της παραγωγής, αρνηθήκαμε την ομορφιά για χάρη της πρακτικότητας, αρνηθήκαμε τον έρωτα για χάρη της κανονικότητας, αρνηθήκαμε τη ζωή για χάρη της επιβίωσης.

Μεγαλώνουμε προορισμένοι να εκπληρώσουμε το πλέον απάνθρωπο όνειρο της διαρκούς κατανάλωσης αληθοφανών συμβάσεων σκοπού και περιεχομένου μιας ζωής που δεν διαλέξαμε.

Εκλογικεύουμε το παράλογο αναλύοντας κάθε πτυχή της εξουσιαστική τρέλας, κάθε άρρωστη συμπεριφορά των νεκροζώντανων υπηρετών της.

Ανακηρύξαμε σε επιστήμη την βαρύγδουπη μα παντελώς κενή νοήματος θεωρητικοποίηση των κοινωνικών φαινομένων, ανάγοντας την κοινωνία, όπως και κάθε άλλη συλλογική οντότητα, σε υπεράθροισμα των μελών της, σε ανεξάρτητο οργανισμό που λειτουργεί πέρα κι έξω από το κάθε ασήμαντο και μικροσκοπικό κύτταρο της.

Αποδεχτήκαμε το ρόλο του μυρμηγκιού, σε μια φωλιά που υπόσχεται περισσότερη τροφή, φως, και αέρα αν πατήσεις πάνω στους υπόλοιπους. Αν πάψεις να είσαι εσύ και γίνεις σαν τους άλλους. Αν γίνεις οι “άλλοι”.

Δεν έχει σημασία σε ποιους άλλους θα μοιάσεις, σε ποιους άλλους θα ενταχθείς, σε ποιους άλλους θα βρίσκεις κάθε φορά τη δικαιολογία να μην φέρεις την δική σου ευθύνη. Σημασία έχει ότι έμαθες πως οι “άλλοι” είναι κάτι πιο δυνατό από σένα, και μόνο μαζί με τους άλλους αντλείς δύναμη, δικαίωμα, δικαιολογία ύπαρξης.

Καταθλιπτικά απομεινάρια ανθρώπινης διανόησης σηκώνουμε τις σημαίες των άλλων, σκύβουμε μπροστά στα είδωλα των άλλων, φωνάζουμε τα συνθήματα των άλλων, ζούμε τις ζωές των άλλων. Κοπάδια στις εξουσίας τα αποτρόπαια εκτροφεία, κοπάδια στις εικονικές μας αντιστάσεις, κοπάδια στου συστήματος τις άπειρες παραλλαγές.

Άραγε που χάσαμε το δρόμο;

…..

Κρυώνω.

Είναι σκληρή μα όμορφη η μοναξιά.

Ακόμα πιο όμορφη είναι η ζωή.

Πότε θα ζήσουμε;

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-70

Πέθανε στα 19 του

15 Αυγούστου, 2013 2 Σχόλια

sad

Πέθανε στα 19 του, γιατί δεν είχε χρήματα για ένα εισιτήριο.

Πέθανε στα 19 του, γιατί φοβήθηκε το πρόστιμο.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιος σκατόψυχος την είδε εξουσία.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι αποφάσισαν λιτότητα.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι ψήφισαν τους προηγούμενους.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι είναι προσκολλημένοι στην κανονικότητα.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι θέλουν κέρδος.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι προτιμούν να κανιβαλίσουν.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι θεωρούν αξία τη νομιμότητα.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι θεωρούν ελευθερία το συμφέρον.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι έχασαν την αξιοπρέπεια.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι φοβούνται.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι δεν αντέδρασαν.

Πέθανε στα 19 του, γιατί κάποιοι …

.

Πέθανε στα 19 του, γιατί όλοι εμείς δεν αντιδράσαμε.

.

Πέθανε στα 19 του, όπως θα πεθάνουμε κι εμείς.

.

Μόνος.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6L

Γενική απεργία

16 Ιουλίου, 2013 Σχολιάστε

homeless

Σήμερα έχουν καλέσει οι εργατοπατέρες σε ακόμα μια προσχηματική γενική απεργία. Και ως είθισται, θα διεξαχθεί και η καθιερωμένη πορεία – περίπατος των δήθεν αγωνιζόμενων εργατοϋπαλλήλων. Η συμμετοχή προβλέπεται μικρή και για ακόμα μια φορά, κυβέρνηση και ισχυροί, νιώθουν την ευφορία του να βρίσκονται στο απυρόβλητο της ισχνής λαϊκής αντίστασης.

Πολλοί αγωνιστές και σύντροφοι εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους για τις συγκεκριμένες άνευ ουσίας και περιεχομένου απεργίες και τους δήθεν αγωνιστικούς περιπάτους. Χωρίς άδικο, δεν λέω, καυτηριάζουν την δουλική και υποκριτική στάση των ηγεσιών του συνδικαλιστικού κινήματος, και σπεύδουν να επιστήσουν την προσοχή μας στο μάταιο αυτών των καλεσμάτων. Καλέσματα που στερούνται την σοβαρότητα, την αγωνιστικότητα και την διάρκεια που απαιτούν οι συγκυρίες. Με λίγα λόγια, η σημερινή απεργία – πορεία είναι επί της ουσίας για μια ακόμη φορά απλή βαλβίδα εκτόνωσης της λαϊκής οργής και της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας.

………

Περπατάω αργά τη νύχτα σε πεζόδρομο του κέντρου και βλαστημάω που μου τέλειωσε ο καπνός. Λίγα μέτρα πιο κάτω ένα δροσερό αεράκι ήρθε να με ανακουφίσει από τη ζέστη της ημέρας που με είχε κάνει να ιδρώσω σε τραγικό βαθμό. Για μια στιγμή τουλάχιστον ένιωσα την ομορφιά της βραδιάς να με συνεπαίρνει. Ο φωτισμός είναι χαμηλός αλλά οι είσοδοι των πολυκατοικιών έχουν λίγα φώτα. Παρατηρώ τα τζάμια γεμάτα ενοικιαστήρια. Που και που σταματώ και τα διαβάζω. Πρέπει σύντομα να βρω ένα σπίτι ικανό να χωρέσει την οικογένεια μιας και μάλλον η μετεγκατάσταση στην πρωτεύουσα είναι πια οριστική.

Λίγο χαζεύοντας τα ενοικιαστήρια, λίγο ο χαμηλός φωτισμός, λίγο οι σκέψεις των δυσκολιών που με περιμένουν και αφαιρέθηκα. Και ξαφνικά βρίσκομαι μπροστά σε έναν σκοτεινό όγκο, πεταμένο μπροστά στο παρτέρι μιας πολυκατοικίας, εκατοστά μόνο από τα πόδια μου. Δεν μπόρεσα αμέσως να διακρίνω τι είναι αλλά κατάλαβα αμέσως όταν άκουσα ένα ασθενικό, ακανόνιστο ροχαλητό. Ένας άνθρωπος κοιμόταν στο δρόμο. Καθόλου ασυνήθιστο θα μου πεις, αλλά ήταν λίγο ξαφνικό.

……..

Το μεσημέρι θα πάω στη πορεία, και με τα παιδιά είπαμε να μη λειτουργήσουμε το κατάστημα σήμερα. Μπορεί η απεργία να είναι μια πρόφαση των εργατοπατέρων, αλλά κι αν δεν πάω μήπως δεν τους δικαιώνω; Μήπως δεν λεν μετά, “ορίστε, δεν υπάρχουν αντιδράσεις στην κυβερνητική πολιτική”; Τι κι αν διαφωνώ ακόμα και με τα προτάγματα των μικροαστών διαδηλωτών; Τι κι αν δεν πιστεύω στη δυναμική τους; Έχω μια πολύ καλή δικαιολογία να είμαι εκεί. Εκτός από την αυτονόητη συμμετοχή σε κάθε συλλογική αντίδραση που μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία ζύμωσης, ίσως και κάποιου ρήγματος της κανονικότητας του συστήματος. Εκτός από την εσωτερική ανάγκη να συμμετέχω σε κάθε προσπάθεια ζύμωσης και διαμόρφωσης μιας πιο ουσιαστικής αντίδρασης. Εκτός από την άρνηση που έχω να χαρίζω το πεδίο στους συστημικούς αμαχητί.

………

Λίγο πιο πέρα από τον άγνωστο που κοιμόταν κυριολεκτικά στο δρόμο, διέκρινα άλλον έναν, ξύπνιο ακόμα (ή τον ξύπνησε η παρουσία μου;). Έστρεψε αμέσως το πρόσωπο του από την άλλη και κουλουριάστηκε, λες και κρυβόταν, λες και ντράπηκε. Ένιωσα αμήχανα στην αρχή, λίγο άβολα. Βασικά ένοιωσα σαν εισβολέας στο χώρο τους, σαν ακάλεστος επισκέπτης στο δικό τους δωμάτιο. Έφυγα βιαστικά για το “δικό μου” δωμάτιο, για το δικό μου χώρο. Έφυγα με το κεφάλι κάτω από ντροπή για την αδυναμία μου να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους αλλά και με μια σκέψη να τρυπάει το μυαλό μου. Περισσότερο μάλλον με μια ερώτηση.

……….

Έλεγα πως έχω μια πολύ καλή δικαιολογία να είμαι στην πορεία. Θέλω λοιπόν να θέσω σε αυτούς τους λίγους που θα μπορέσω αυτή την ερώτηση. Θέλω να μου απαντήσουν αυτοί που θα κάνουν μαζί μου ( ή μήπως είμαι εγώ μαζί τους;) την επαναστατική γυμναστική. Αλλά πριν κοιμηθώ για να μπορέσω να είμαι αύριο εκεί, θέλω την ίδια ερώτηση να τη θέσω και σένα φίλε που κάθεσαι στο καναπέ σου και με διαβάζεις.

-“Χτες το βράδυ, είδα δυο άστεγους να κοιμούνται στο δρόμο, μπροστά στην είσοδο δυο πολυκατοικιών που η κάθε μια είχε τουλάχιστον τέσσερα με πέντε ενοικιαστήρια. Δηλαδή συνολικά σχεδόν δέκα διαμερίσματα άδεια. Κι αυτοί κοιμόντουσαν στο δρόμο. Που βλέπεις τη λογική σε αυτό;”

Αν το βρίσκεις λογικό, τι να πω; Έχασες το χρόνο σου να διαβάζεις για τις ανόητες ερωτήσεις μου.

Αν πάλι θες να μου απαντήσεις πως κάτι έστω δεν είναι λογικό, πως κάτι έστω σ’ ενοχλεί, σε παρακαλώ μην το κάνεις στα σχόλια.

Έλα να μου το πεις στη πορεία.

Εκεί είναι η θέση σου.

Ραντεβού στο δρόμο.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6H

Δεν θέλω να σας μοιάσω.

12 Ιουλίου, 2013 5 Σχόλια

Hieronymus_Bosch_056

Δεν θέλω να σας μοιάσω.

Μην μου μιλάτε για κοινωνία όταν είστε μόνο ζώα με κανιβαλικά ένστικτα.

Μην μου μιλάτε για δικαιοσύνη όταν ξέρετε μόνο κερδίζετε.

Μην μου μιλάτε για ελευθερία όταν έτσι βαφτίζετε το συμφέρον σας.

Μην μου μιλάτε για αγάπη όταν την δίνετε με ανταλλάγματα.

Μην μου μιλάτε για ανθρώπους όταν ξέρετε μόνο να σκύβετε.

Δεν θέλω να σας μοιάσω.

Σας χαρίζω τα λεφτά σας, το φόβο σας, την απανθρωπιά σας, το μίσος σας, το φθόνο σας.

Σας χαρίζω τις ψευδαισθήσεις σας, τις ελπίδες σας, τα πιστεύω σας, τους νόμους σας.

Σας χαρίζω τις εκλογές σας, τις αλυσίδες σας και τα κελιά σας.

Σας χαρίζω τις σημαίες σας, τα λάβαρα σας, τους αρχηγούς σας.

Σας χαρίζω την ησυχία σας, την θλίψη σας και την ανυπαρξία σας.

Δεν θέλω να σας μοιάσω.

Δεν αντέχω τη βία σας, τη ψευτιά σας, τη ματαιοδοξία σας.

Δεν αντέχω τους μπάτσους σας, τους στρατούς σας, τους θεσμούς σας.

Δεν αντέχω τα κόμπλεξ σας, την ηθική σας, τη βλακεία σας.

Δεν αντέχω τις δικαιολογίες σας, τις υπεκφυγές σας, την δουλεία σας.

Δεν αντέχω την αποφορά της σαπίλας σας.

Δεν θέλω να σας μοιάσω.

Γιατί βιάζετε το μέλλον των παιδιών σας.

Γιατί διαλέξατε την υποταγή και τη ξεφτίλα.

Γιατί δεν έχετε σταλιά αξιοπρέπειας.

Γιατί σκοτώνετε τα πιο όμορφα όνειρα.

Γιατί ο έρωτας σας αγγίζει μόνο σαν εμπόρευμα.

.

Δεν θέλω με τίποτα να σας μοιάσω.

Ούτε καν στο ελάχιστο.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6C

Ένα κενό γεμάτο με την απουσία μας.

3 Ιουλίου, 2013 Σχολιάστε

377308

Κενό χαρτί, κενή οθόνη.

Όχι άσπρο, όχι μαύρο, αλλά κενό.

Είναι η απουσία τόση, που νιώθω πως μπορώ να την αγγίξω, να την γευτώ.

Υλοποιημένο τίποτα.

Κρυμμένη ζωή ανάμεσα στις ανάσες μου.

Επεισόδια μιας αφήγησης ανάμεσα στις γραμμές μου.

Νοήματα ανάμεσα στις λέξεις μου.

Νοσήματα μιας απούσας αντίληψης.

Ξεχασμένες πραγματικότητες, στρεβλές ιδεοληψίες, παραισθήσεις, αναλύσεις, καθρέπτες.

Ερωτεύτηκα την άγρια αρμονική συνάρτηση της αβεβαιότητας.

Παρασύρθηκα στην δίνη της απέραντης κοσμικής αμφισβήτησης.

Βρήκα την απάντηση χωρίς ερώτηση.

Αγάπησα την ίδια την αγάπη.

Έγραψα την ιστορία στο περιθώριο των καρέ της ταινίας.

Έζησα λάθρα ανάμεσα στις στιγμές της ζωής μου.

Κενό.

Και τώρα ξανά.

Από την αρχή, γεμίζω το πρότερο κενό, με το νέο.

Σαν εκείνες, τις ρώσικες κούκλες.

Η μια μέσα στη άλλη.

Επ’ άπειρον.

Αλήθεια;

Πόσο κενό είναι τελικά το κενό που εμπεριέχει ένα άλλο κενό;

Κι αν όλα τα κενά μας, απλά είναι γεμάτα με κενά που με τη σειρά τους εμπεριέχουν άλλα κενά;

Και το σύνολο των κενών, είναι κενό;

Μήπως τελικά δεν υπάρχει κενό;

Το κενό ποτέ δεν είναι κενό.

Εμπεριέχει την απουσία ως φύση.

Καταλήγω δυσφορώντας στο συμπέρασμα πως το μόνο κενό είμαστε εμείς.

Όχι εγώ.

Όχι εσύ.

Εμείς.

Ένα κενό γεμάτο με την απουσία μας.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6u

Αυτή που έρχεται.

29 Ιουνίου, 2013 2 Σχόλια

time

Ανατρέχω όλο και πιο συχνά σε περασμένες σκέψεις, σε συναισθήματα γεμάτα νοσταλγία, σε εικόνες που ξεθωριάζουν αφήνοντας πίσω μια πικρή γεύση ικανοποίησης.

Ανακατεύω τις οσμές με τις αναμνήσεις, τα χρώματα με τους ήχους, τα δάκρυα με τις μουσικές, τις γεύσεις με υποσχέσεις αθάνατου έρωτα.

Μύρισε βανίλια στο μυαλό μου, βρεφική στάση ύπνου, κατακλυσμός ιδεατών ματιών, ατέρμονα χάδια. Προσαρμογή.

Και ένας παράλογος φόβος απόρριψης.

Μια αγωνία για την επόμενη ανάσα που θα με κρατήσει στη ζωή.

Η κατάδυση έγινε χωρίς σταματημό, η επιστροφή σταδιακή. Η νόσος των δυτών παρούσα με απειλεί με παράλυση. Συναισθηματική.

Ανάσα.

Ξανά.

Ως πότε θα ζω με δόσεις;

Μια μια τις ανάσες μου, μια μια τις αγάπες μου, μια μια τις στιγμές της θανάτωσης.

Ένα κλάμα βουβό, ένα χαμόγελο κενό, ένα παρακλητικό βλέμμα. Και η αναμονή της ολοκλήρωσης.

Της κορύφωσης του δράματος.

Της λυτρωτικής εξόδου.

……..

Σε έψαχνα.

Από πάντα σε έψαχνα.

Σε βρήκα και σε έχασα πολλές φορές.

Τις πιο πολλές σε βρήκα όταν σ’ έχανα, τις άλλες σ’ έχασα μόλις ήρθες.

Ως πότε θα σε ψάχνω;

Εσένα που θα έρθεις. Εσύ που έρχεσαι.

Αλλά ποτέ δεν φτάνεις.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6p

Η γέννα

17 Ιουνίου, 2013 Σχολιάστε

ευτυχία

Ανάμεσα σε χιλιάδες νεκρούς

κάτω από διαμελισμένα κορμιά

δίπλα σε ανύπαρκτες συνειδήσεις

φιμωμένες φωνές ουρλιάζουν βουβά

Κάτω από τα γκρεμίσματα του κόσμου

μέσα στα ποτάμια της ντροπής

δίπλα στα αδειανά μας βλέμματα

ένας σπόρος ακόμα αντιστέκεται

Μέσα στην αφόρητη σιωπή

κόντρα σε παγωμένες συνειδήσεις

ενάντια στη στάση του χρόνου

ένα κλάμα παιδικό αναδύεται

Μπορείτε να μας φιμώσετε

να μας δείρετε, να μας φυλακίσετε

Μπορείτε ακόμα και να μας σκοτώσετε

Αλλά εμείς θα γεννάμε

Θα γεννάμε το νέο

το όμορφο

το ελεύθερο

το Ανθρώπινο.

.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-6l

Θέλω να γράψω

25 Μαΐου, 2013 4 Σχόλια

molotov

Θέλω να γράψω. Δεν είναι πως δεν θέλω αλλά δεν μπορώ πια. Μου λείπει το γράψιμο. Είναι ένα είδος λύτρωσης. Θέλω πολύ να γράψω, αλλά δεν μπορώ.

Κάθομαι πολλές φορές μπροστά στη κενή οθόνη, προσπαθώντας να το πάρω απόφαση. Σκέφτομαι πως αν γράψω μια παράγραφο, μια λέξη, θα ξεκολλήσω. Αλλά κάθε φορά κολλάω στην πρώτη λέξη. Κάθε φορά μου φαίνεται πως απλά αντιγράφω το κενό.

Δεν έχει πια καμιά σημασία ποια λέξη βάζω πρώτα, ούτε αν το νόημα έχει κάτι να μου πει. Όλα είναι χιλιοειπωμένα, όλα είναι γνωστά, όλα είναι παλιά. Πόσες φορές δεν τα έγραψα κι εγώ και άλλοι πολλοί; Πόσες φορές δεν τα διάβασα κι εγώ αλλά και συ; Με πόσους τρόπους και σε πόσες γλώσσες δεν ειπώθηκαν όλα πια;

Ξεκινάω να γράψω και νιώθω σαν να κλέβω χρόνο από την ευθύνη. Ξεκινάω να διαβάσω και νιώθω σαν να κατασκευάζω φτηνές δικαιολογίες. Άλλωστε το ίδιο δεν κάνεις κι εσύ; Το ίδιο δεν κάνουμε όλοι μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο;

Και καλά αυτοί που χρόνια τώρα γαλουχήθηκαν στην νοοτροπία της ανάθεσης, καλά κι αυτοί που αποζητούν απεγνωσμένα έναν τσοπάνη, εμείς οι δήθεν ελεύθερα σκεπτόμενοι; Τι σκατά έχουμε στο κεφάλι μας και κρυβόμαστε πίσω από λέξεις, τύπους, αρχέτυπα και είδωλα;

Θέλω να γράψω. Δεν είναι πως δεν θέλω αλλά δεν μπορώ πια. Μου λείπει το γράψιμο. Είναι ένα είδος λύτρωσης. Θέλω πολύ να γράψω, αλλά δεν μπορώ.

Τι να γράψω; Να γράψω για την πείνα, την εξαθλίωση, τον παραλογισμό, την φτώχεια, την απώλεια της έστω και τυπικής ελευθερίας που νομίζαμε πως μας έχουν εκχωρήσει; Να γράψω για την ξεχασμένη μας αξιοπρέπεια; Για τη μιζέρια και τον παρτακισμό μας; Για την απέραντη υποκρισία μας; Για τους θανάτους και τα σκοτωμένα όνειρα;

Γιατί να γράψω;

Για να παρηγορηθώ εγώ ή για να πεις εσύ “καλά τα λέει μωρέ” και μετά να συνεχίσουμε και οι δυo μας να προσποιούμαστε πως όλα είναι περαστικά, πως κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας, πως δεν φταίμε; Γιατί να γράψω λοιπόν; για ποιόν να γράψω;

Σκέφτηκα κάποια στιγμή πως πρέπει να γράψω για τα παιδιά. Αυτά δεν είναι βολεμένα, ούτε φοβισμένα, ούτε κουβαλάνε τις δικές μας αγκυλώσεις. Αυτά θα καταλάβουν, σκέφτηκα. Τα κείμενα θα είναι μια παρακαταθήκη, μια κληρονομιά. Τότε όμως είδα το βλέμμα τους να μας χλευάζει, είδα το ατρόμητο χαμόγελό τους. Άκουσα για λίγο το τραγούδι της καρδιάς τους και κατάλαβα.

Μας περιφρονούν και μας απεχθάνονται. Σιχαίνονται κάθε μας λέξη, κάθε μας κείμενο, κάθε μας θέση. Μας θεωρούν δειλούς και ανίκανους, υποταγμένους υποκριτές που κρύβουν την ασχήμια της ψυχής τους σε περίτεχνα στιχάκια και διθυραμβικά κατεβατά ασυναρτησιών.

Γιατί στο δικό τους κόσμο οι λέξεις δεν έχουν αυτόνομη ύπαρξη, τα νοήματα γεννιούνται μόνο μέσα από τη δράση και η αντίσταση έχει σάρκα και οστά, όχι μόνο φθόγγους και σημεία στίξης .

Στο δικό τους κόσμο δεν υπάρχουν συνθήματα, αλλά μόνο λυτρωτικές κραυγές χαράς στη θέα της φωτιάς που εξαφανίζει την ασχήμια του κόσμου που χτίσαμε εμείς.

Θέλω να γράψω. Δεν είναι πως δεν θέλω αλλά δεν μπορώ πια. Μου λείπει το γράψιμο. Είναι ένα είδος λύτρωσης. Θέλω πολύ να γράψω, αλλά δεν μπορώ.

Βασικά δεν έχω λόγο να γράψω πια. Κι εσύ δεν έχεις λόγο να διαβάσεις.

Η ώρα ήρθε που από τις λέξεις πρέπει να περάσουμε στις πράξεις.

Από την δικαιολογία στην ανάληψη ευθύνης.

Από το ρεαλισμό στη φαντασία.

Από το φόβο στη νεότητα.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-6b

Vertigo

12 Απριλίου, 2013 1 Σχολιο

vertigo1.s600x600

Καταστολή. Βία. Φασίστες. Τάγματα

Κυβέρνηση. Νόμοι. Στολές. Κλάματα.

Καλώδια μονωμένα. Μηνύματα χαμένα.

Παιδιά ξεχασμένα.

Όνειρα. Σχήματα. Νότες. Αρώματα.

Ελπίδες. Τραγούδια. Βλέμματα. Ψέμματα.

Νέα παλιωμένα. Πουλιά σκοτωμένα.

Πρόσωπα ξένα.

Κείμενα. Λίστες. Φόνοι .Ψευδαίσθηση..

Ουρές. Αναμονές. Αναθέσεις. Παραίτηση.

Όπλα αδειανά. Μυαλά νεκρά.

Κρύα φιλιά.

Είδωλα. Εικόνες. Παράσημα. Λάβαρα.

Σκοτάδι. Παραίσθηση. Τρέμουλο. Σάβανα.

Φόβοι τυφλοί. Στόχοι θολοί.

Λόγοι κενοί.

.

Shorrt Url: http://wp.me/s2tMSd-vertigo

Κενό.

4 Απριλίου, 2013 Σχολιάστε

the_empty_room

Κενό. Όλα ξεκινούν απ’ το κενό. Και όλα καταλήγουν στο κενό. Στο κενό δημιουργό. Στο κενό καταστροφέα.

Και είναι τούτο το κενό που μας προσδιορίζει, το ίδιο κενό που προσπαθούμε μάταια να γεμίσουμε. Σε μια πεπερασμένη και αβέβαιη ζωή, ακροβατούμε μεταξύ επιθυμίας και επιβολής, σκιαμαχούμε με φόβους και ανασφάλειες, υποκρινόμαστε τους ζωντανούς, και τέλος πεθαίνουμε άδειοι. Στην προσπάθεια να γεμίσουμε το αμείλικτο κενό, ξεχνάμε να γεμίσουμε τη ζωή μας. Γυρνάμε άδεια κουφάρια στο κενό που μας γέννησε.

Συρόμενοι αυτόβουλα στου κοπαδιού τα προστάγματα, πασχίζουμε για μια θέση όλο και πιο μπροστά στο κοπάδι, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε πως ερχόμαστε απλά πιο κοντά στο σφαγέα μας. Αρκεί να είμαι στο κοπάδι και ας με σφάξουν, βελάζουμε ασταμάτητα. Και κάθε τόσο ταιριάζουν όλο και πιο πολύ τα βελάσματα, και η γούνα μας γίνεται ίδια με των άλλων. Έτσι, κοπάδια πορευόμαστε, και σαν αντικρίσουμε κάποιο άλλο κοπάδι γινόμαστε αγέλη φοβερή και θέλουμε να το φάμε. Κοπάδια και αγέλες συνάμα, πρόβατα και λύκοι, θύματα και θύτες.

Καταναλώνουμε σκουπίδια, άχρηστα ψιμύθια επίπλαστης ευτυχίας. Ακολουθούμε αυτόκλητους ηγέτες, κοινωνούς μοναδικών αληθειών. Βουτάμε στο πυθμένα του παράλογου να βρούμε απάντηση στο απλό. Αφήνουμε με ευκολία τα θέλω μας για τα πρέπει, αναθέτουμε τη ζωή μας σε τυχάρπαστους σωτήρες, λατρεύουμε φαντάσματα, πιστεύουμε προφήτες και ελπίζουμε στην τύχη. Όπως λέει κι ο ποιητής, “δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα”.

Κενό. Όλα ξεκινούν απ’ το κενό. Και όλα καταλήγουν στο κενό. Στο κενό δημιουργό. Στο κενό καταστροφέα.

ShortUrl:http://wp.me/p2tMSd-62

Αυτοκριτική

12 Μαρτίου, 2013 Σχολιάστε

lot-57_dechirico

Σέρνεται ανάμεσα μας η διχόνοια, θρεμμένη από το φόβο και τη πίκρα μας, τις αγωνίες και τα αδιέξοδα. Ξεσαλώνει η διχόνοια ανάμεσα μας, κάθε φορά που αφήνουμε το πρόβλημα στα χέρια κάποιου άλλου. Κάθε που η οργή τυφλή μας στρέφει όπου βολεύει. Κάθε που η λογική μας χάνεται, στα βάθη κάποιας πίστης.

Ακόμα και τώρα, που η σφαγή έχει πλέον θεριέψει, τώρα που τα όρνια δεν βαστούν ούτε ώσπου να ξεψυχήσεις παρά εφορμούν με λύσσα στους ετοιμοθάνατους τις σάρκες να ξεσκίσουν, ακόμα και τώρα που η ανθρώπινη ζωή έχασε κάθε αξία, εμείς πιστοί εραστές, σέρνουμε τη διχόνοια μεταξύ μας, σαν λάφυρο, σαν διέξοδο, σαν ερωμένη.

Μας χλευάζει η Ιστορία, μας κουνά το δάχτυλο. Μας χλευάζει και το μέλλον που τόσο έχουμε ξεχάσει. Μας χλευάζουν και τα παιδιά, άφωνα, άπρακτα, αθώα. Μας χλευάζουν με τη παρουσία τους. Μα πάνω απ’ όλα μας χλευάζει η πραγματικότητα.

Αχ, πόσο εύκολο είναι πια να διαφωνείς, πόσο απλό να κρίνεις. Καλό, δε λέω, και χρήσιμο. Ποτέ δεν βλάπτει η κριτική, ποτέ δεν βλάπτει η σκέψη. Μα να την κάνουμε κι εμείς, στον εαυτό μας πρώτα. Να δούμε πότε χάσαμε το χέρι που κρατούσαμε, πότε πάψαμε να βλέπουμε τον δίπλα μας στα μάτια, πότε ρωτήσαμε απλά ένα «αντέχεις»;

Οι μεν είναι χαζοί και βολεμένοι, οι άλλοι συντεχνία, οι τρίτοι πάλι είναι εχθροί γιατί μας λεν αλήθειες. Άλλοι δεν έχουν το Θεό που εμείς μάθαμε να προσκυνάμε, άλλοι ιδέες έχουν που πονούν άμα τις αναλύσεις. Άλλοι είναι γραφικοί και άλλοι πίσω, άλλοι συγκρουσιακοί και άλλοι φοβισμένοι. Σωστά. Ε, ναι λοιπόν. Σωστά είναι όλα αυτά. Σωστό είναι όμως κι ένα ακόμα. Όλοι μας είμαστε νεκροί, μονάδες σε απολογισμούς, ψηφία σε στατιστικές, κουφάρια. Όλοι είμαστε μόνοι μας και λίγοι και δειλοί και ψεύτες.

Γιατί η μεγαλύτερη τόλμη, η μεγαλύτερη δύναμη, η μεγαλύτερη αλήθεια  είναι η Αγάπη, η Αλληλεγγύη, και η Αξιοπρέπεια.

.

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5S

Νεκροί

2 Μαρτίου, 2013 1 Σχολιο

T.Artificial_People_Statue_20110206_142608_Holocaust_Memorial_B11_3366

Νεκροί

δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που μας προετοίμαζαν για έναν εργαζόμενο ανά οικογένεια

τώρα, μας ετοιμάζουν για το ένας νεκρός ανά οικογένεια

βάλαμε αξία στα πράγματα και τα χάσαμε όλα

βάλαμε αξία στην αξιοπρέπεια και μας την τσαλαπάτησαν

βάλαμε αξία στην ζωή, και θερίζουμε νεκρούς

γιατί ότι έχει αξία, είναι εμπορεύσιμο, διαπραγματεύσιμο

έτσι και η ζωή μας

ακόμα ένα εμπόρευμα στο βωμό του κέρδους

σφάγια γίναμε, σε μια αγορά δύναμης

κοπάδια κρέατος

αγέλες

κι εμείς περιφέρουμε τα άδεια μας κουφάρια

ντυμένα με πολύχρωμες δικαιολογίες

αρωματισμένα με την δυσωδία του φόβου μας

επιδεικνύοντας την πρόδηλη ανεπάρκεια μας

κινούμενες διαφημίσεις επιθυμιών

νεκρικές πομπές ημιθανών

διθυραμβικές κραυγές επιθανάτιων ρόγχων

κι άλλοι νεκροί

νεκροί παντού

σκυλεμένοι

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5N

Μάθαμε πλέον να βρισκόμαστε

12 Φεβρουαρίου, 2013 2 Σχόλια

people-counting-vemcount

Μάθαμε πλέον  να βρισκόμαστε συχνά

Άλλοι νωρίς, άλλοι αργότερα

Όλοι δίνουμε το παρών

Άλλοι κάθε μέρα, άλλοι πιο αραιά

Κουβαλάμε τα βιώματα μας σαν σημειώσεις

Και τα μοιράζουμε σαν επιβεβαίωση

Ο ένας με τον άλλο

Όλοι μαζί σαν να λέμε «είμαι κι εγώ εδώ»

Μάθαμε πλέον να βρισκόμαστε συχνά

Αλλά κανείς δεν μολογάει γιατί

Όλοι δίνουμε το παρών

Σχεδόν όλοι

Κάθε τόσο λείπει και κάποιος

Και τον ξεχνάμε

Γιατί μάθαμε πλέον να βρισκόμαστε

Αλλά δεν μάθαμε ακόμα να θυμόμαστε

Πόσοι ήμασταν χτες

Πόσοι ξεκινήσαμε

Για αυτό σύντομα πια

Θα μάθουμε να βρισκόμαστε συχνά

Μόνο για να μετριόμαστε

Και να μας βρίσκουμε ελλιπείς

Και φοβισμένους

Και λίγους

 …

 Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5E

Λίγη ησυχία ρε αδερφέ.

29 Ιανουαρίου, 2013 1 Σχολιο

ignore-closeears

Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που σε κρατάει σκλάβο;

Τι σε φοβίζει περισσότερο άραγε;

Τι σε εξουσιάζει;

Παλεύεις μέρα νύχτα με θεριά φρικτά.

Εικόνες αποκάλυψης.

Σενάρια τρόμου.

Αμφιβολίες και τύψεις , ελπίδες φρούδες.

Αφήνεσαι στα χέρια των ταγών, ακολουθείς πιστά μια πλάνη.

Διαβάζεις δυνατά τα ευαγγέλια, φοράς στολή φαντάρου.

Ζητάς μεσσία να σε λυτρώσει, αφέντη να σε σώσει.

Αγίους προσκυνάς σεμνά, ζητάς συγχώρεση.

Ψελλίζεις απόκοσμους ψαλμούς, αποζητάς αγέλη.

Θέλεις να γίνεις σύνολο, κομμάτι όλων των άλλων, να βρεις γαλήνη στη φυγή.

Ευθύνη να μην έχεις

Σάπισε το μυαλό σου.

Βρομάει πτώμα η ζωή σου.

Προβάλεις την ευθύνη σου στους άλλους.

Αναθέτεις τα θέλω σου.

Αρνείσαι τα γιατί σου.

Κρύβεις την αλήθεια σου.

.

Λίγη ησυχία ρε αδερφέ.

Λίγη ασφάλεια.

.

Καλή νύχτα σου λοιπόν.

Καλό κατευόδιο.

Καμιά η τύχη σου.

Καμιά η συμβολή σου.

Βυθίσου ήσυχος στη λήθη σου.

.

Δεν έχει ησυχία η ελευθερία.

.

Κλείσε τ’ αυτιά σου.

.

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5y

Πόσο ακόμα;

4 Ιανουαρίου, 2013 1 Σχολιο

chains11

Πόσο ακόμα θα σέρνεσαι καταγής, μέσα σε λάσπες και μιαρά περιττώματα; Πόσο ακόμα θα βάζεις πάνω απ’ την αγάπη σου, εκείνον τον τρομαχτικό, εξευτελιστικό φόβο που σου μάθανε να φωνάζεις ζωή; Πόσο ακόμα θα ξεσκίζεις με βία κάθε σύναψη λογικής στο τρομαγμένο σου μυαλό; Πόσο ακόμα;

Ξεκίνησες το ταξίδι μέσα στα σκοτεινά πέπλα της εποχής της άγνοιας. Πάλεψες σαν θηρίο με τα στοιχειά της φύσης αλλά και με τα τέρατα που δημιούργησε το μυαλό σου. Κατάφερες να τα δαμάσεις όλα, κατάφερες να γίνεις «άνθρωπος». Κι όμως, δεν μπόρεσες ποτέ να δεις καθαρά. Έφτιαξες συστήματα, θρησκείες, ιδεολογίες, περιουσίες. Έσφαξες τους άλλους, σφάχτηκες από άλλους, είδες τις «αλήθειες», μπήκες σε λίστες, έγινες νούμερο, έγινες αυθεντία, έγραψες ιστορία, χάραξες σύνορα, γκρέμισες όνειρα, βρώμησες τον τόπο με την τοξική σου ανάσα, αυτή που ζέχνει «πρόοδο» και κέρδος.

Πόσο ακόμα θα σέρνεσαι καταγής, σκουλήκι όμοιος, καταναλώνοντας μόνο για χάρη της αφόδευσης; Πόσο ακόμα θα βάζεις πάνω απ’ την αγάπη σου, εκείνο το τραγικό, αποτρόπαιο «πρέπει» που σου μάθανε να αποκαλείς ελευθερία; Πόσο ακόμα θα ξεσκίζεις με βία κάθε δεσμό που σε κρατά ενωμένο με τον συνάνθρωπο; Πόσο ακόμα;

Βούτηξες στο βόθρο της ιδιοτέλειας, ανέχτηκες τη λοβοτομή, μίσησες την ομορφιά, βάφτισες «δίκαιο» τη σκλαβιά, έπεσες σε λήθαργο χωρίς όνειρα, αγόρασες ψεύτικες υποσχέσεις, πούλησες την αξιοπρέπεια για λίγη «ησυχία», καταράστηκες τη διαφορετικότητα, αναθεμάτισες το καινούργιο, εξιδανίκευσες τη μετριότητα, έκαψες τους «αιρετικούς», έσβησες τη φλόγα του έρωτα, έκρυψες από το φως κάθε σπόρο, κάθε σκέψη, κάθε ιδέα, κάθε συναίσθημα που θα μπορούσε να σε λευτερώσει.

Πόσο ακόμα θα σέρνεσαι καταγής; Πόσο ακόμα;

Σύντομα θα σε πατήσουν τα πέλματα των ονειροπόλων. Σύντομα θα σε συντρίψουν οι κραυγές του πόθου τους. Σύντομα θα σε κάψουν οι φλόγες της επανάστασης. Σύντομα θα σε ξεχάσουν. Σύντομα αυτοί που νοιώθουν, θα συνεχίσουν το ταξίδι που εσύ άφησες στη μέση.

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5p

Η Λίστα

2 Ιανουαρίου, 2013 Σχολιάστε

list

Νέος χρόνος. Έτσι, αυθαίρετα. Ορίσαμε το χρόνο, για να κρύψουμε την ανεπάρκεια. Βάλαμε σε καλούπι τη ζωή, σε μια διαδοχή, σε ένα ημερολόγιο. Αντί να ζούμε κάθε μέρα, γεμάτη και αυτοτελή, της βάλαμε ημερομηνία, την κάναμε προηγούμενη, επόμενη. Σχέδια που στριμώχνονται σε ημερολογιακά πλάνα. Αντί να ζούμε κάθε στιγμή στο έπακρο, φτιάξαμε λίστες. Λίστες αυτών που θέλουμε, αυτών που μας λείπουν, αυτών που θα κάνουμε.

Είθισται κάθε πρωτοχρονιά να βάζουν οι άνθρωποι στόχους. Στόχους για το νέο έτος λέει. Λες και μια μέρα πριν ήταν άλλοι άνθρωποι, όχι οι ίδιοι. Λες και η αδυναμία να φτάσουμε στο στόχο μας, είναι θέμα ημερολογιακό. Λες και η διαφορά είναι στην ιεράρχηση, στη θέση που βάζουμε κάτι στη λίστα.

Έβαλα κι εγώ λοιπόν φέτος τα δυνατά μου να φτιάξω μια λίστα για το νέο έτος. Αγάπη, μια βόλτα στη παραλία, ελευθερία, ρακή, αξιοπρέπεια, να πάω σε μια συναυλία, να φυτέψω ένα δέντρο, αλληλεγγύη, να πιω καφέ με κείνο τον παλιό μου φίλο που έχω χρόνια να τον δω, διάβασμα, ψάρεμα, να φτιάξω μια νέα συνταγή για ζυμαρικά, να σπάσω μερικές προκαταλήψεις που κουβαλάω, να γελάσω δυνατά, εμπιστοσύνη, να μοιραστώ τη χαρά μου, να γράψω. Α, κι ένα ταξίδι, μου έλειψε πολύ αυτό.

Έτοιμη η λίστα. Σίγουρα ξέχασα πολλά. Αλλά τι μ’ αυτό; Θα φτιάξω μια νέα λίστα όταν θυμηθώ. Χρόνος υπάρχει. Πειθαρχημένος, οργανωμένος, σταθερός. Κάθε μέρα υπηρετεί την επόμενη, απαράβατα, ευλαβικά.

Μα έχω ένα μικρό πρόβλημα. Πώς να αρχίσω; Πώς να προχωρήσω; Όλα μου είναι το ίδιο σημαντικά. Δεν ξέρω πώς να ιεραρχήσω τα πράγματα που έβαλα στη λίστα. Ούτε πώς να ιεραρχήσω τις λίστες που θυμάμαι να φτιάχνω για να συμπληρώνω τα κενά. Κάθε μια που λέω να κάνω κάτι, δεν ταιριάζει στη λίστα μου. Ίσως πρέπει να φτιάξω μια λίστα με τις λίστες μου. Τη λίστα όλων των λιστών.

Χάθηκα. Μπερδεύτηκα. Κάθε χρόνο τα ίδια παθαίνω. Τίποτα δεν τελειώνω, τίποτα δεν καταφέρνω να σβήσω από τη λίστα. Το ένα μου θέλω γεννάει ακόμα ένα θέλω, η μια μου λίστα γεννάει ακόμη μια λίστα. Και οι μέρες, αδυσώπητες, περνούν στη σειρά, συντεταγμένες, χωρίς περιθώρια. Και τα πλάνα μένουν αποδεικτικά της ανεπάρκειας μου. Κενές υποσχέσεις επίτευξης.

Του χρόνου θα φτιάξω μια μόνο λίστα. Με μόνο ένα θέλω. Χωρίς χρονοδιάγραμμα.

Θέλω να μάθω να βιώνω τα πράγματα όπως είναι, χωρίς θέση σε λίστες, χωρίς ιεράρχηση, χωρίς πλάνο. Θέλω να σβήσω όλες τις λίστες του κόσμου. Γιατί οι λίστες φυλακίζουν τα θέλω μας, γιατί οι λίστες σκοτώνουν τα όνειρα μας, γιατί οι λίστες δεν τελειώνουν ποτέ.

Θέλω οι μέρες να διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς ν’ ανήκουν στη λίστα του χρόνου. Κάθε μέρα ίδια, κάθε μέρα διαφορετική, κάθε μέρα ΖΩΗ.

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5k

Τα καταφέρατε.

23 Δεκεμβρίου, 2012 2 Σχόλια

vouliΤα κατάφερες  Σαμαρά. Ολοκλήρωσες καταστροφικό το έργο του Γ. Παπανδρέου. Εξαθλίωσες έναν λαό για να σώσεις τα κέρδη των πλουσίων και των τραπεζών.

Τα κατάφερες  Βενιζέλο. Σκότωσες κάθε πρόσχημα δημοκρατίας και ισονομίας στη χώρα. Βίασες κάθε νόμο για να σταθεί στα πόδια του το νεοφιλελεύθερο έκτρωμα.

Τα κατάφερες  Κουβέλη. Εξευτέλισες κάθε προοδευτική ιδέα. Φόρεσες άψογα τον αριστερό φερετζέ στο πρόσωπο του πιο απάνθρωπου Καπιταλισμού.

Τα κατάφερες Δένδια. Πάντρεψες τέλεια τα φασιστόσκυλα σου με τον κατασταλτικό μηχανισμό. Χτύπησες αλύπητα παιδιά και όνειρα.

Τα κατάφερες Τσίπρα. Έκλεψες κάθε προσδοκία για αντίσταση. Πούλησες τη νομιμότητα στο τέρας ως σοσιαλισμό και ελπίδα.

Τα κατάφερες Παπαρήγα. Προστάτεψες κάθε τι συστημικό. Πούλησες κάθε έννοια του κομμουνισμού. Πιστή στο ρόλο της προδοσίας.

Τα κατάφερες «σύντροφε». Κόλλησες κάθε δυνατή ταμπέλα στο συναγωνιστή. Περιχαράκωσες κάθε προσπάθεια αντίστασης. Απέκλεισες κάθε ουσιαστική αντίσταση.

Τα καταφέρατε όλοι σας.

Τα καταφέρατε να γεννήσετε χιλιάδες ετοιμοπόλεμους ανθρώπους.

Τα καταφέρατε να κάνετε χιλιάδες ψυχές να γεμίσουν με μίσος.

Τα καταφέρατε να μας σπρώξετε στον πιο άγριο εφιάλτη που έχετε ποτέ ονειρευτεί.

Για ένα όμως να είστε σίγουροι.

Δεν θα καταφέρετε ποτέ να μας νικήσετε.

Είμαστε ζωντανοί. Είμαστε έτοιμοι. Είμαστε αποφασισμένοι.

Και μας τρέμετε.

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-58

Οι φτερωτοί κλέφτες που έχασα.

4 Δεκεμβρίου, 2012 Σχολιάστε

books460

Κάθομαι στο μόλο της πατρικής μου πόλης και σου γράφω. Κοντεύω τα πενήντα πια. Σουρουπώνει. Τα φώτα που ανάβουν δεν με συγκινούν. Κάνει κρύο. Σαν εκείνη τη μέρα που σε ξαναείδα στην Αθήνα. Καπετάνιος εσύ, χαμένος εγώ. Τότε μου μίλησες για την ασκήμια του κόσμου. Τα πονεμένα σου ταξίδια, τα πάθη, τους έρωτες και τους φόβους σου. Και για το γιο που άφησες πίσω στην Αφρική, να περιμένει. Σκιάχτηκα κείνη τη μέρα. Είδα μέσα απ’ τα μάτια σου του κόσμου την απόγνωση και γνώρισα τη δική μου στην όψη του. Πώς να σου το ‘λεγα; Πώς;

Θυμάσαι τότε που ήταν να μπαρκάρουμε; Τότε που γύρισα και σου πα πως δεν θα ‘ρθω; Με κοίταξες έκπληκτος, μα χαμογέλασες στο τέλος. Δεν είναι της κοψιά σου να κρατάς κακία. Ψέματα σου πα, δεν φοβόμουν. Μα δεν μπορούσα να σκεφτώ πως ίσως σου στερήσω το ταξίδι. Εσύ ήσουν ο ίδιος θάλασσα. Ήσουν εσύ ταξίδι. Εγώ είχα βρει άλλο σκοπό, δεν ήθελα τον κόσμο να γνωρίσω. Έβαλα πλώρη σε ταξίδια αλλιώτικα, τον κόσμο να τον κατακτήσω. Ρίχτηκα με μανία στα αφρισμένα κύματα, όχι της θάλασσας που τόσο αγαπάμε, αλλά εκείνα της γνώσης και της σκέψης της καυτής. Εκείνης που σε αλλάζει, που σε ψήνει, που σε ισιώνει. Όλος του κόσμου ο καημός εκεί, μέσα σε  πέλαγα χαρτιού και ωκεανούς από μελάνι. Μπάρκαρα, όχι μαζί σου, μα με  του κόσμου τους σοφούς, λιμάνι όμως δεν μπόρεσα να πιάσω. Τάχτηκα κάποτε να βρω απάγκιο, να ρίξω άγκυρα και τελικά να ξαποστάσω. Μα δεν το βρήκα.

Και πέρασαν τα χρόνια, λιμάνι σε λιμάνι εσύ, σελίδα σε σελίδα εγώ. Και όσα έβλεπες εσύ, τα διάβαζα εγώ. Και όσα ζούσες στο πετσί σου, τα αράδιαζα σε κείμενα πικρά. Σε ζήλεψα, η αλήθεια είναι, πολλές φορές. Σαν ήμουν βυθισμένος στις καταιγίδες του μυαλού, ζήλευα τις δικές σου, της θάλασσας και του καιρού. Πόσο αθώος είναι ο καιρός, ο πλέον άγριος, μπροστά στην πιο απλή, στην πιο γυμνή αλήθεια. Και πάντα έψαχνα με τη σειρά μου το σημάδι της χαράς. Τους άσπρους φτερωτούς σου κλέφτες. Γλάροι για σένα, ιδέες για μένα. Εσύ τους έψαχνες σε απόμακρα, παράξενα λιμάνια, εγώ στα μάτια των παιδιών, στα γέλια των μεγάλων. Δεν βρήκα τίποτα. Ποτέ. Παρά μονάχα μια υπόσχεση.

Δεν έχει το ταξίδι τελειωμό, δεν είναι λυτρωμός να βρεις λιμάνι.

Εύχομαι τώρα που διαβάζεις τούτες τις γραμμές, να είσαι εκεί που θέλεις. Ίσως κοντά στον γιο, στην Αφρική. Ίσως αλλού. Μπάλσαμο είναι η στεριά, για το κορμί το θαλασσοδαρμένο, μα που να βρει παρηγοριά, το πνεύμα μου το κουρασμένο; Εύχομαι να’ σαι καλά, και δυνατός, σε ένα λιμάνι όλο γλάρους. Και να πετούν χαρούμενοι σαν κλέφτες, σαν ανέμελα παιδιά, δικά σου παιδιά, στη δική σου ζωή.

Σε αφήνω τώρα. Ελπίζω να μην σε κούρασα πολύ. Μόνο τούτο ακόμα θα σου πω, για να χαρείς. Το ξέρω πως χαίρεσαι μα τη χαρά των άλλων. Σε τούτο το ταξίδι μου, το ατέλειωτο, μπορεί να μην τους βρήκα τους φτερωτούς μας φίλους, μα νιώθω πως έφτιαξα κι εγώ, μικρά απάγκια λιμανάκια, μες τις καρδιές αυτών που με συντρόφεψαν. Κι εκεί θα ξαναρθούν τα’ ανέμελα παιδιά. Θα φωλιάσουν πάλι οι φτερωτοί μας κλέφτες, φέρνοντας τη χαρά. Για όλους.

 

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4V

Στο Αδιέξοδο

12 Νοεμβρίου, 2012 3 Σχόλια

Την ώρα που φτάνεις στο αδιέξοδο. Εκείνη τη στιγμή που συνειδητοποιείς πως το ήξερες από πριν. Δεν ήρθε απότομα. Το ήξερες πολλές στροφές πριν πως θα καταλήξεις εδώ. Μόνο που περίμενες κάποιος άλλος να το έχει καταργήσει το αδιέξοδο. Ήθελες πολύ να έχει κάποιος αλλάξει την πραγματικότητα, τόσο πολύ που το πίστεψες. Τώρα αναρωτιέσαι.

Ακόμα και τώρα, ρίχνεις την ευθύνη σ’ αυτόν τον άλλο. Σ’ αυτόν που δεν έκανε κάτι ώστε να μην καταλήξεις στο αδιέξοδο. Μα πως μπόρεσε; Πως σε άφησε να εκτεθείς έτσι; Και στο κάτω κάτω τι ζήτησες ρε γαμώτο; Κάποιος να αλλάξει τη διαδρομή, κάποιος να ακυρώσει το αυτονόητο. Τόσο δύσκολο ήταν; «Φτάνει πια με τους αλήτες», σκέφτεσαι.

Μπροστά σου ακόμα όμως, το αδιέξοδο. Το μυαλό σου καίει. Τι κάνεις τώρα; Κοιτάς το τέλος και δεν έχεις ιδέα. «Να γύριζα πίσω;», σκέφτεσαι, «πόσο ωραία θα ήταν να ξαναγύριζα στην αρχή». Μα δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις το δρόμο. Το ξέρεις. Το πίσω τελείωσε. Κάθε βήμα σου ακύρωνε το προηγούμενο. Το πίσω πέρασε, δεν ξαναγίνεται.

Κοιτάς πάλι μπροστά. Αφουγκράζεσαι. Κανείς. «Μα που είναι οι άλλοι;». Θυμάσαι αμυδρά πως στην αρχή ήσασταν πολλοί. Μα σε κάθε στροφή χανόταν κι από ένας. Ο καθένας πήρε το δρόμο για το δικό του αδιέξοδο. Ο καθένας μόνος του. Όλοι ήξεραν. Όλοι. Τώρα; Φόβος. Ξαφνικά σε κυριεύει πανικός. Είσαι μόνος.

Δοκιμάζεις να σπρώξεις το φράγμα που σου κλείνει το δρόμο. Κουνιέται. Ελάχιστα. Αλλά κουνιέται. Προσπαθείς ξανά. Μάταια. Αν ήταν λίγοι ακόμα εδώ, θα έπεφτε. Σίγουρα, θα έπεφτε. Φωνάζεις. Παρακαλάς. Κλαις. Κανείς. Γιατί; Μα μόνο λίγοι χρειάζονται ακόμα. Γιατί δεν υπάρχει κανείς; Σε πνίγει το άδικο. Τρελαίνεσαι.

Κάπου εκεί το παίρνεις απόφαση. Δεν θες άλλο να παλέψεις. Ζαρώνεις στη γωνιά σου και μυξοκλαίς. Βρίζεις όλους όσους λείπουν. Καταριέσαι την τύχη σου. Την μοναξιά σου. Το σύστημα. Το δρόμο. Τους τοίχους. Τους άλλους. Τους άλλους. Παράδοση. Υποταγή. Στάση. Τέλος.

——–

Λίγο πιο πέρα, στον ίδιο λαβύρινθο, κάποιοι λίγοι πορεύονται ρίχνοντας τους φραγμούς. Έναν έναν. Σιγά σιγά. Προχωράνε. Δεν υπάρχει αδιέξοδο γι’ αυτούς. Είναι μαζί. Αντέχουν. Συνεχίζουν λυπημένοι. Πολύ λυπημένοι που δεν είσαι μαζί τους. Αν ήσουν, ξέρουν, θα έπεφταν οι φραγμοί ακόμα πιο γρήγορα. Ακόμα πιο αποτελεσματικά. Θα προλάβαιναν περισσότερους σαν κι εσένα. Πριν παραιτηθούν. Πριν το Τέλος. Λυπούνται. Προχωράνε. Παλεύουν. Σε ψάχνουν. Που είσαι;

 

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4C

Όταν έρθει η ώρα

4 Νοεμβρίου, 2012 1 Σχολιο

Όταν έρθει η ώρα

Μην δειλιάσεις

Δεν έχεις τίποτα

Να φοβάσαι

Όταν έρθει η ώρα

Μην φοβηθείς

Δεν έχεις τίποτα

Να χάσεις

Όταν έρθει η ώρα

Μην αργήσεις

Δεν έχεις τίποτα

Να περιμένεις

Όταν έρθει η ώρα

Μην διστάσεις

Δεν έχεις τίποτα

Να ξεχάσεις

Όταν έρθει η ώρα

Τι θα κάνεις;

Short Url: http://wp.me/s2tMSd-277

Όχι, δεν πρόκειται να νιώσω ενοχές

3 Οκτωβρίου, 2012 2 Σχόλια

.

Όχι, δεν πρόκειται να νιώσω ενοχές

για τα ταξίδια, που πήγαμε μαζί

σε άλλες πόλεις, σε άλλες μουσικές

σε άλλες σελίδες

.

Δεν φταίει το βλέμμα που ανταλλάξαμε

ούτε κι ο καλοκαιρινός μας έρωτας

ακόμα κι αν μας πόνεσε

δεν φταίει αυτός

.

Όχι, δεν πρόκειται να νιώσω ενοχές

για τη ζωή μου, ότι κι αν λες

δεν σε πιστεύω, δεν φταίω εγώ

που φτάσαμε εδώ

.

Δεν φταίει που σβήσαμε τις φλόγες

στου κόσμου τα μυαλά

ούτε που σπάσαμε τις υποσχέσεις μας

ήταν ψεύτικες

.

Όχι, δεν πρόκειται να νιώσω ενοχές

που σε πίστεψα τυφλά

ήταν ανάγκη να πιαστώ

από το ψέμα

.

Δεν φταίει που και οι δυο λιγοψυχήσαμε

στο άκουσμα της αλήθειας μας

ούτε η εικόνα της ντροπής

στο πρόσωπο μας

.

Όχι, δεν πρόκειται να νιώσω ενοχές

για τίποτα απ’ όσα έκανα

μόνο οργή θα νιώσω

και χαρά

.

Θα πάρω τη ζωή στα χέρια μου

.

Θα κάνω κάτι νέο

.

Θα έρθεις μαζί;

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4p

Δεν έμεινε πια τίποτα να πούμε.

2 Οκτωβρίου, 2012 4 Σχόλια

Τα είπαμε όλα.

Πάει ώρα πια που μόνο κοιταζόμαστε.

Με καταλαβαίνεις και σε καταλαβαίνω.

Σε νιώθω και με νιώθεις.

Τώρα πλέον μοιραζόμαστε το φόβο μας και την ελπίδα.

Νικήσαμε την εσωτερική μας ασημαντότητα.

Ας χωριστούμε λοιπόν, με την σιωπηλή υπόσχεση στους δρόμους να βρεθούμε.

Εκείνους της φωτιάς και του έρωτα.

Κι ας καούμε.

Καληνύχτα.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4j

Του Ανθρώπου Γιος

30 Σεπτεμβρίου, 2012 Σχολιάστε

Έφαγες ξερό ψωμί

κι αλάτι απ’ τον ιδρώτα

που έχυνες απ’ το πρωί

στης κόλασης τη πόρτα

.

Ήσουν ο γιος του αετού

της πέτρας το εγγόνι

της φλόγας ήσουν η ψυχή

του σίδερου αμόνι

.

Έχτισες όλα τα καλά

του κόσμου δοξασμένα

μα ξεχασμένος έμεινες

σαν στερεμένο ρέμα

.

Σου πήρανε τη λευτεριά

και της ζωής τη χάρη

σου αφήσαν μόνο τη σκλαβιά

οι αφέντες οι μεγάλοι

.

Μα ήρθε η ώρα η στερνή

λογαριασμό να κάνεις

να δώσεις όλη την οργή

και γδικιωμό να πάρεις

.

Παλεύεις δαίμονες σκιές

και τους θεούς ξεκάνεις

με λίγες μόνο δρασκελιές

στη λευτεριά σου φτάνεις

.

Τη λευτεριά σαν τη γευτείς

ποτέ δεν θα ξεχάσεις

την ευτυχία σαν θα βρεις

σ’ όλους θα τη μοιράσεις

.

Γιατί ‘σαι του ανθρώπου γιος

της γης το αγκωνάρι

του λογισμού είσαι το φως

του δίκιου το δοξάρι

.

Short Url:http://wp.me/p2tMSd-49

Θα κρατήσω μόνο το χαμόγελο

28 Σεπτεμβρίου, 2012 4 Σχόλια

Θα κρατήσω μόνο ένα χαμόγελο, από όσα έφτιαξα στη ψεύτικη ζωή μου

ένα χαμόγελο αγνό από παιδιού μικρού το πρόσωπο που λάμπει

όταν μπορεί να μοιραστεί το πιο απλό παιχνίδι.

Θα πορευτώ στο μέλλον σαν σκιά ενός παλιού καταραμένου εαυτού μου

στο μέλλον που αποφάσισα να μοιραστώ με άλλες σκιές συντρόφων

ώσπου να βγούμε όλοι στο φως και να χαθούμε.

Θα αφήσω πίσω όλα αυτά που μου πουλάς με χρήμα και υποταγή ζητάς

αυτά που με βαραίνουν και αλυσίδες στο μυαλό μου βάζουν

εμπόρευμα πνευματικό και το κορμί βιτρίνα.

Θα βουτηχτώ με ορμή στο περιθώριο που μισείς και τόσο το φοβάσαι

εκεί που οι σκιές θα υπάρχουν πάντα για να θυμίζουν με οργή

ποιος είσαι και πως έσβησες τη φλόγα της ελπίδας.

Θα απαρνηθώ κάθε στιγμή και κάθε μέρα που μαζί σου πάλεψα, χαζός,

να δώσω χρώμα και χαρά στις μίζερες και ανούσιες ζωές μας,

που τόσο εύκολα για λίγα ψίχουλα ξεπούλησες.

Θα μείνω μόνος, θα χαθώ, θα γίνω ξένος, θα βρεθώ, με άλλους ξένους

αυτούς που εσύ προτίμησες σαν ξένους με φόβο να κοιτάζεις

κι αντί για αδέλφια σαν ένοχους αγάπης τους λογίζεις.

Αδελφέ μου, έσπασες μόνος το δεσμό και τώρα θα μείνουμε κομμάτια

χωριστά μια άλλης εποχής αδελφοσύνης, ανάδελφε μου φίλε

σε λυπάμαι μα πλέον δεν σταματώ, δεν κλαίω.

Θα κρατήσω μόνο το χαμόγελο, που είδα σε ένα παιδικό πρόσωπο

όταν μαζί παίζαμε αδελφέ μου, χωρίς συμφέρον και βόλη

τότε που ακόμα ήμασταν αθώοι.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-45

Ιστορίες Τρέλας και Ναυτίας

23 Σεπτεμβρίου, 2012 4 Σχόλια

Η ώρα έχει πάει δύο. Ξημερώματα.

Η μουσική μας έχει λίγο πωρώσει θετικά. Όλοι λίγο πολύ τραγουδάνε.

Είναι η ώρα για Ελληνικά.

Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Λευκή Συμφωνία, Σπυριδούλα, Διάφανα Κρίνα, κ.α.

Η παρέα που διασκεδάζει περισσότερο ζητάει Panx Romana. Μωρά στη Φωτιά, Σιδηρόπουλο, Πανούση, Άσιμο.

Παίζει Ηλεκτρικός Θησέας. Όλοι τραγουδάνε. Όλοι τσίτα, το βλέπεις, το νιώθεις.

Λέω μέσα μου, πάλι καλά.

Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που έστω κι έτσι αντιστέκονται στην υποταγή. Έστω κι έτσι.

Πέρασε η ώρα, άδειασε το μαγαζί.

Οι λίγες παρέες που έμειναν, μαζεύονται στη μπάρα.

Η ώρα για σφηνάκια, για συζήτηση, για ανταλλαγή συναισθημάτων πιότερο παρά απόψεων. Αμοιβαία επιβεβαίωση πως δεν είμαστε μόνοι μας.

Κάποια στιγμή εκφράζω την ανησυχία μου για τη Χρυσή Αυγή.

“Πως και δεν έχουν κάνει ακόμα κάτι εναντίων του μαγαζιού;”

“Το αλφάδι στο τοίχο, τα τραγούδια, πως και δεν μας έχουν ενοχλήσει;”

Εκεί αρχίζει ο παραλογισμός.

Η κοπέλα που ζήταγε τα πιο επαναστατικά κομμάτια, τα πιο “αντιεξουσιαστικά”, μου πετάει ένα αφοπλιστικό: “Γιατί να σε ενοχλήσουν;”

Απορώ.

Σκέφτομαι είναι αθώα, δεν καταλαβαίνει.

“Αφού είναι αντιεξουσιαστές” συνεχίζει.

Δεν αστειεύεται. Είμαι άφωνος. Δεν ξέρω τι να καταλάβω.

“Μα είναι Ναζί” επιμένω εγώ.

Δεν περιγράφω άλλο. Απλά θα παραθέσω όσα θυμάμαι από το χείμαρρο που έβγαλε:

Είμαι Ελληνίδα και Χρυσαυγήτισα

Η ΧΑ δεν είναι Ναζί.

Ο Χίτλερ ήταν ιδεολόγος και καλά έκανε και ήρθε στην Ελλάδα κι έσφαζε κόσμο.

Και ο Μέγας Αλέξανδρος το ίδιο έκανε.

Οι Γερμανοί είναι καθαροί, όχι σαν τους Πακιστανούς.

Καλά κάνανε και χτυπήσανε τους μαύρους και τους Πακιστανούς στα φανάρια. Ξέρεις πόσα λεφτά βγάζουν και αφορολόγητα.

Φίλη μου βρήκε δουλειά σε βενζινάδικο, αφού η ΧΑ απείλησε τον ιδιοκτήτη να διώξει τους Πακιστανούς. Παίρνει 20€, ανασφάλιστη, αλλά από άνεργη καλύτερα.

Με τα λαμόγια δεν μπορούμε να τα βάλουμε, δεν τους αγγίζουμε.

Ναυτία. Εμετός. Έκλεισα και γύρισα σπίτι ράκος.

Πως ακούς το “Χοιρινό Κρέας” από “Αντίδραση”γαμώ το Χριστό σου;. Πως;

Κι όμως, έτσι ήταν πάντα.

Οικειοποιούνται τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του λόγου, της τέχνης.

Τα παραποιούν σε βαθμό απίστευτο και στρατολογούν. Στρατολογούν ασταμάτητα φοβισμένα ανθρωπάκια.

Και εμείς;

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-3W

Βαβέλ (Πουτάνα Όλα ΙΙ)

19 Σεπτεμβρίου, 2012 1 Σχολιο

Φτάσαμε πια να κοιταζόμαστε, ο ένας με τον άλλον, γεμάτοι απορία

ανίκανοι να αρθρώσουμε ούτε και μια κουβέντα με νόημα κοινό

σα να περάσανε χρόνια πολλά που πάψαμε μαζί να συζητάμε

και κάθε έννοια χάθηκε, εφθάρη σε δαιδαλώδεις σκέψεις

Μέσα από εικόνες φωτεινές, κινούμενες παγίδες, με ήχους

δελεαστικούς μάθαμε να γρυλίζουμε εντολές, και παρακάλια,συχνά

στου διπλανού μας τη ψυχή, κομμάτια του ζητώντας απ’ τη ζωή

κανίβαλοι ταγμένοι στο κάθε τι που ανέβαζε την ψεύτικη εικόνα.

Μα πίσω απ’ όλο το κακό που απρόσμενα μας βρήκε μια Βαβέλ,

κρύβεται ο μόνος και τρανός εχθρός ο ίδιος ο εαυτός μας

που τόσο αγαπήσαμε στρεβλά, με ποταπές, αισχρές επιθυμίες

τον εβολέψαμε στου σκοταδιού τη χώρα, μονάχο και βουβό.

Και τώρα, σκούζοντας βουβά, κανείς δεν μας ακούει πια

αφού του δίπλα τη σκιά να βλέπουμε μόνο έχουμε μάθει

τα μάτια του άγνωστα σε μας, κοιτούν κι αυτού τα πάθη

τα κοινά, μα δεν μπορεί να μας φωνάξει, δεν τον ακούμε.

Είναι η ζωή μας πια πικρή, ρηχή, ανάξια να τη ζήσεις

δεν έχει χέρι να πιαστείς, λόγο καλό ν’ ακούσεις

δεν έχει και έναν σύντροφο να μοιραστείς το λίγο

το γλυκό ψωμί, και το κρασί  εκείνο της χαράς.

Παρά το ζόφο που κρατεί , υπάρχει ελπίδα αν θέμε,

να ξεπηδήσει μια κραυγή βαθιά από τα βουβά εγώ μας,

να ξεθαρρέψει το εμείς, και τρανταχτά να μας προτρέψει

με ένα ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ στη ζωή ξανά ας ξεχυθούμε.

ShortUrl:http://wp.me/p2tMSd-3M

Ο μονόλογος του Προμηθέα (Πουτάνα όλα)

15 Σεπτεμβρίου, 2012 7 Σχόλια

 

  Αλλάζουν οι χειμώνες,τα κρύα, τα νερά, και τα καυτά τα καλοκαίρια

όλα από πάνω μου, αφήνοντας σημάδια στο πετσί μου

και το συκώτι μου ξανά και πάλι γίνεται βορά στου δήμιου το ράμφος

κάθε φορά και πιο πολύ να μου τραβά τις σάρκες.

  Άσβηστος είναι του Δία ο θυμός, για το κακό που του’ κανα παλιά

και τον ξεγύμνωσα μπροστά στου ανθρώπου το μυαλό

και έμεινε, όχι Θεός, μα Τύραννος πλέον να λέγεται σ’ αυτούς

που τόσο ύπουλα έπεισε σαν αρχηγός, προστάτης να περνιέται.

  Κανείς απ’ τους θεούς μα μήτε απ’ τους Τιτάνες δεν ήρθε δίπλα μου,

μονάχο μου με αφήσαν, κι ας ήξεραν κι αυτοί από καιρό καλά,

πως ψεύτικος είναι ο Βασιλιάς, και αδύναμος, μα πως τους εταΐζει

με των ανθρώπων τη σκλαβιά και την αισχρή τους τύχη.

  Και άβουλοι ακόμα οι άνθρωποι, με δέος εθωρούσανε τα πλούτη

και τα παλάτια τα τρανά των αυλικών και των τυράννων

και περηφάνια είχανε περίσσια και χαρά που μόνοι αυτοί τα χτίσανε

με το δικό τους κόπο, κι ας μην τα χαίρονταν ποτέ οι ίδιοι.

  Περάσαν οι αιώνες, και μόνη σκέψη που έκανα στο βράχο μου δεμένος

να’ ρθει η στιγμή να λαμπαδιάσει τη φωλιά των αφεντάδων

η φλόγα που έκλεψα για χάρη των ανθρώπων, η πρώτη γνώση

πως μπορεί κανείς, ελεύθερος να ζήσει, χωρίς να προσκυνά.

  Και όλο έλεγα βάστα ακόμα, και θα ‘ ρθει, σίγουρα δεν θ’ αργήσει,

όπου ο Άνθρωπος θα γεννηθεί ξανά, καθάριος και γενναίος,

στα τάρταρα το Τύραννο να διώξει, και τότε αυτός και εγώ

μαζί να λυτρωθούμε, εγώ πεθαίνοντας κι αυτός για πάντα νέος.

  Ωιμέ, τώρα άλλο δεν βαστώ, και τα παιδιά του ανθρώπου

χειρότερα κάθε γενιά, τη φλόγα αψηφάν αλόγιστα

και ακόμα πιο πολύ με σφάζει, από του δήμιου τη ποινή

του ανθρώπου η παράδοση στης βόλης τη σκλαβιά.

  Μετάνιωσα κάθε στιγμή, στο βράχο μου δεμένος με αλυσίδες

που νόμιζα τον άνθρωπο πως θα λυτρώσει η φλόγα

κάλιο να είχα εγώ τη λύτρωση γυρέψει, με πάθος και οργή

τα πάντα στάχτη και φωτιά, να τ’ είχα καταστρέψει.

  Άξιο είναι το λεπίδι, που του Τυράννου κόβει το λαιμό

και τους ανθρώπους με φωτιά πρέπει να γαλουχήσεις

αν θες να λυτρωθούν ποτέ απ’ της σκλαβιάς τα βάρη

φωτιά πρέπει να βάλουνε, να κάψουνε, τα πάντα να εξαγνίσουν.

  Γιατί δεν γίνεται ποτέ, μ’ αφέντη στο κεφάλι να αλλάξει ο κόσμος

και οι πρόθυμοι πολλοί, να συμπαρασταθούν με βία

αν βγεις να βρεις το δίκιο σου με το δικό του Νόμο,

παρά μονάχα με οργή ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ τα κάνεις.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-3G

Τσιγαρόβηχας

3 Σεπτεμβρίου, 2012 3 Σχόλια

Είναι κάτι ώρες ατελείωτες. Συνήθως βραδυνές, αλλά όλο και πιο συχνά ποτίζουν και τις ημέρες μου. Ώρες ακάλεστες, ανεπιθύμητες. Αρχίζουν συνήθως ήρεμα, σχεδόν ανεπαίσθητα. Μια γλυκόπικρη αίσθηση παράδοσης. Μια μειλίχια παραδοχή αδυναμίας. Πριν καν το καταλάβω με έχουν κυριέψει. Σιγά σιγά με κατακλύζει ένα παράξενο μείγμα φόβου και απελπισίας. Εκείνο που σου κάθεται στο στήθος σαν πρωινός τσιγαρόβηχας και που σου γεμίζει το μυαλό με γοερές κραυγές. Αδυνατώ να καταλάβω τι λένε. Με μπερδεύει και με φοβίζει. Δεν ξέρω ποιος μηχανισμός το προκαλεί ή αν είναι σύνηθες ή όχι. Ξέρω μόνο πως η διάρκεια όλο και μεγαλώνει. Συχνά εμπλέκονται και οι φόβοι άλλων. Μια κουβέντα, μια εικόνα, ένα συμβάν σαν σε αφήγηση. Προβολές αρρωστημένων καταστάσεων. Απόγνωση. Παλιότερα, αρκούσε ένα χαμόγελο, μια λέξη να με συνεφέρει. Μα όσο περνάει ο καιρός, γίνεται και πιο δύσκολο. Είναι φορές που χρειάζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να συνέλθω. Άλλες πάλι φεύγει μόνο του, σαν να με βαρέθηκε κι αυτό. Μα πάντα αφήνει κάτι πίσω του. Την υπόσχεση πως θα γυρίσει. Πιο δυνατό. Πιο συχνά. Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι. Φοβάμαι τη μέρα που θα έρθει για να μείνει. Φοβάμαι τη μέρα που θα μείνω μόνος μου.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-3C

Ζήσε

3 Σεπτεμβρίου, 2012 Σχολιάστε

Λυπάσαι

Λυπάσαι τα χρόνια που χάνεις

Λυπάσαι τα όνειρα που θάβεις

Κρύβεσαι

Κρύβεσαι από τη ευθύνη σου

Κρύβεσαι από τη ζωή σου

Ντρέπεσαι

Ντρέπεσαι για το παρελθόν σου

Ντρέπεσαι για το μέλλον σου

Φοβάσαι.

Φοβάσαι να με κοιτάξεις στα μάτια

Φοβάσαι να πιάσεις το χέρι μου

Ζήσε

Δεν είσαι μόνος

Μπορείς

Short Url:http://wp.me/p2tMSd-3y

Η νύχτα που δεν ακολούθησε μια μέρα.

17 Ιουλίου, 2012 Σχολιάστε

Είναι η νύχτα που με τρομάζει.

‘Όχι η νύχτα που διαδέχεται τη μέρα. Όχι.

Η άλλη. Η νύχτα που προηγείται.

Η νύχτα που έρχεται.

Η νύχτα που δεν ακολούθησε μια μέρα.

Μια νύχτα που δεν έχει το λυτρωτικό συναίσθημα του τέλους.

Μια νύχτα που δεν είναι καν μια αρχή.

Δεν είναι πρώτη φορά που έρχεται.

Το συνηθίζει. Και μεις το συνηθίζουμε.

Θα έρθει σύντομα, και το σκοτάδι που κουβαλάει, είναι αδιαπέραστο.

Τόσο απόλυτο που το νιώθεις στο πετσί σου.

Τόσο κενό που κάθε ψίθυρος θυμίζει ουρλιαχτό.

Η νύχτα αυτή είναι γεμάτη με θεριά.

Εικόνες, προβολές ανθρώπων.

Παραμορφωμένες φωνές, λυντζαρισμένα όνειρα, νεκρές επιθυμίες.

Ανίερες σκέψεις, αποκρουστικές οσμές, και οργή,

Μια οργή χωρίς όρια, χωρίς αντικείμενο, χωρίς διέξοδο. Μια οργή σχεδόν λυτρωτική.

Μέσα σε μια τέτοια νύχτα, πάντα, διαχρονικά, γεννιέται η Ιστορία.

Μαμή της το σκοτάδι, τροφός της η οργή.

Η ίδια αυτή η Ιστορία που αφηγούμαστε σαν να ταν παραμύθι, σαν να μην υπήρξε.

Η ίδια αυτή η Ιστορία που μας προσπερνά, που μας ξεφεύγει, που μας ξεχνά όταν την ξεχνάμε.

Μια Ιστορία γεμάτη με πόνο, αίμα, καταπίεση, φόνο, εκμετάλλευση, αδικία, μίσος, πείνα.

Μέσα σε μια τέτοια νύχτα θα πρέπει να διαλέξεις. Θα πρέπει να τη ζήσεις. Να τη βιώσεις.

Μέσα σε μια τέτοια νύχτα θα πρέπει να μάθεις να μην ξεχνάς. Να μην φοβάσαι.

Μόνο αν μάθεις να μην ξεχνάς θα γεννιέται η Ιστορία καινούργια.

Μόνο αν μάθεις να μην φοβάσαι θα φύγει η νύχτα.

Μια τέτοια νύχτα θα πρέπει να διαλέξεις.

Να ζήσεις ή να αφεθείς.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-3a

Ένα γράμμα για σένα.

12 Μαρτίου, 2012 4 Σχόλια

  Καμιά ώρα τώρα, κάθομαι μπρος την άδεια σελίδα. Λευκή, ψυχρή, άψυχη, σχεδόν εχθρική μου φαίνεται. Θέλω να τη γεμίσω με κείνα τα μαύρα σημαδάκια που πηδάν το ένα δίπλα στ’ άλλο και σχηματίζουν λέξεις, φράσεις, νοήματα, δίνοντας ζωή σε τούτο τ’ άσπρο και νεκρό κενό μπροστά μου. Πολλές φορές ξεκίνησα να γράφω απόψε, πολλές φορές σταμάτησα. Δεν βρίσκω τον τρόπο, το κλειδί που θα μ’ ανοίξει την πόρτα της έκφρασης.
  Πως άλλωστε να μπορέσουν λίγα γράμματα, όσο περίτεχνα και να τα ταιριάξω, να μεταφέρουν τη μαυρίλα τη ψυχής μου; Κι αν ακόμα μπορέσουν, πώς να τολμήσω να τ’ αντικρίσω εκεί αραδιασμένα, γυμνά, σε κοινή θέα; Φοβάμαι.
  Φοβάμαι μην και είναι μεταδοτική ετούτη η μαυρίλα, το πλάκωμα της ψυχής, και πάρω κι άλλους στο λαιμό μου. Φοβάμαι μην και τα διαβάσω εγώ ο ίδιος και αναγκαστώ να τα παραδεχτώ. Φοβάμαι μην τα δουν και τα παιδιά μου, και τι χειρότερο, να νοιώσουν πως τα πρόδωσα.
  Σήμερα είπαν, αυτοκτόνησε ακόμα ένας απογοητευμένος συμπολίτης μας. Είπαν ακόμα πως κι άλλα μέτρα λιτότητας και φτωχοποίησης ακολουθούν. Μίλησαν και για χιλιάδες νέους άνεργους, φαλιρισμένα μικρομάγαζα, οικογένειες χωρίς στέγη και τροφή. Έθιξαν ακόμα και το θέμα του κουρέματος των χρεών των κομμάτων, και την κούρσα διαδοχής στο ΠΑΣΟΚ που τρέχει ο Βενιζέλος μόνος του. Α, παραλίγο να ξεχάσω, μας είπαν και να μην γκρινιάζουμε  γιατί αλλιώς δεν έρχονται οι τουρίστες. Κα κάτι για εκλογές λέγανε αλλά δεν άκουσα.
  Το πρωί έδωσα το τελευταίο μου ευρώ στο μικρό μου γιό για το εισιτήριο του λεωφορείου.  Η κόρη μου, θα πάει με τα πόδια μου είπε. Έφυγε νωρίς, για να προλάβει. Μάλλον δεν ήθελε να με πληγώσει, είναι μεγάλη τώρα, δεκαοκτώ, καταλαβαίνει. Ελπίζω σήμερα να βγει το μεροκάματο, αλλιώς θα φάμε πάλι ξερό ψωμί, ευτυχώς, έχουμε λάδι και κάτι περσινές ελιές. Φέρνει κι ένας φίλος κάτι αυγά απ’ το χωριό κάθε τόσο.
  Το μεσημέρι μου τηλεφώνησε ο μεγάλος, φαντάρος σε νησί. Δεν πειράζει λέει που δεν έχει φράγκο τσακιστό, θα μείνει μέσα στην έξοδο, να του προσέχω τη μάνα του και να μην στεναχωριέμαι. Καλό παιδί, μετρημένο. Με ρώτησε επίσης αν μαθαίνω νέα απ’ την Αθήνα, από το «κίνημα». Θα γίνει κάτι επιτέλους, θα σηκωθεί ο κόσμος όρθιος, θα παλέψουμε; Τι να του πω, υπομονή και κουράγιο. Δεν έχω να του πω τίποτα άλλο.
  Έχω και τους γέρους, με μια σύνταξη της μάνας μου, ογδοντάρηδες και οι δύο τώρα, τι να σου κάνουν. Ο γέρος μου, παλιός κομμουνιστής, κυνηγημένος όλη του τη ζωή, φυλακή στη χούντα, από μεροκάματο σε μεροκάματο, μην φανταστείς, οικοδομή και τέτοια. Αρνήθηκε σύνταξη αντιστασιακού, τώρα κοιτάζει το μέλλον για τα εγγόνια του όλο φόβο και αγωνία. Ακόμα και τώρα δεν μπορεί να πιστέψει πόσο πίσω γυρίσαμε. Τι γίνανε οι αγώνες;
  Τι να κάνω; Πώς να σταθώ; Που;
  Οι φίλοι, λίγοι και σε χειρότερη θέση. Οι συγγενείς αλλού, δεν έχω σχέση. Ποιος θα με στηρίξει τώρα; Ποιος θα σταθεί στο πλάι μου; Νιώθω τελείως άχρηστος, ανίκανος να δράσω, να παλέψω. Μα το χειρότερο, είναι πως νιώθω μόνος. Βασανιστικά και απάνθρωπα μόνος. Μην παρεξηγηθώ, και η γυναίκα μου δίπλα μου είναι και τα παιδιά, μα δεν αρκεί.
  Τούτο το κενό στη ψυχή μου δεν γεμίζει με έρωτα, μήτε μ’ αγάπη. Δεν φτάνει η οικογένεια, ούτε οι λίγοι φίλοι για να νικήσω τη μαυρίλα. Κι αυτό είναι το κόλπο τους, αυτό ζητάνε. Να ‘μαστε μόνοι, ο καθένας μας κλεισμένος στο καβούκι του, να περιμένει καρτερικά ένα ψίχουλο, με μια ελπίδα φρούδα.
  Σκέφτομαι όλο και πιο συχνά τελευταία, να βγω έξω μ’ ένα παλούκι, ένα μαχαίρι, κάτι τέλος πάντων, και ν’ αρχίσω το καθάρισμα. Θα προλάβω κάμποσους μέχρι να με τελειώσουν. Μα έτσι τίποτα δεν άλλαξε κι ούτε θ’ αλλάξει.
  Το ξέρω πλέον, το έμαθα σκληρά κι επίπονα.  Και το φωνάζω, και το γράφω και το τραγουδώ στα μοιρολόγια μου. Τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν αλλάζει. Ως πότε θα φοβάμαι;
  Μα η απάντηση κρέμεται απ’ τα χείλη σου. Ναι, τα δικά σου Εσύ που με διαβάζεις. Εσύ ξέρεις! Το νιώθεις κάθε πρωί που δίνεις ένα ευρώ στο παιδί σου για το λεωφορείο, το νιώθεις κάθε φορά που αρκείσαι στο ξερό ψωμί, κάθε στιγμή που αντικρίζεις τον απογοητευμένο σου πατέρα, μάνα, αδελφό. Το ‘χεις από καιρό τώρα καταλάβει, αλλά και συ, όπως κι εγώ, φοβάσαι, τρέμεις για το αύριο. Όχι εκείνο που ονειρεύεσαι αλλά εκείνο που σου ετοιμάζουν, εκείνο που είναι κάθε μέρα και χειρότερο από το σήμερα.
  Την έχεις την απάντηση, μα δεν την μολογάς. Πώς άλλωστε να τολμήσεις να την  αντικρίσεις εκεί αραδιασμένη, γυμνή, σε κοινή θέα; Φοβάσαι.
  Σαν έρθει η ώρα όμως, θυμήσου, να την φωνάξεις δυνατά. Μην τρέμει η φωνή σου, μην ψιθυρίσεις.   Πολλοί είναι αυτοί που περιμένουν. Πολλοί που θέλουν οι ίδιοι να την πουν αλλά σαν και σένα, σαν και μένα, δεν τολμούν, και περιμένουν, κάποιος να βγει να τη φωνάξει. Κάποιος να κάνει την αρχή. Ας είσαι εσύ, ας είμαι εγώ, ας είμαστε μαζί.
  Γιατί αν ενώσουμε τους φόβους μας θα βγάλουμε την πιο δυνατή φωνή. Φωνή ικανή να διώξει όλων το φόβο, και κάθε ενός η φωνή που θα ενώνεται με τη δική μας, θα καθαρίζει όλο και πιο βαθιά την μαυρίλα από τις ψυχές μας.
  Και απ’ τις ζωές μας.
Κατηγορίες:Μοναξιά, Φόβος

Εσύ!

27 Φεβρουαρίου, 2012 1 Σχολιο
Εσύ που τώρα κάθεσαι με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση και καταναλώνεις αχόρταγα τη σαβούρα που σου πλασάρουν.
Εσύ που ακόμα τρέχεις πίσω από βουλευτές και κόμματα για να σου κάνουν κάποιο ρουσφέτι.
Εσύ που από τον καναπέ σου καταριέσαι τους κακούς πολιτικούς .
Εσύ που στ’ όνομα του Αύριο διαλέγεις σήμερα την καταστροφή.
Εσύ που τρέχεις όλη μέρα για τον άρτο τον επιούσιο αλλά δεν φτάνει.
Εσύ που γνώρισες την βία της ανεργίας.
Εσύ που η φτώχια σ’ έσπρωξε στο δρόμο κι έκανες κλίνη τα παγκάκια.
Εσύ που σήμερα έχεις να φας, αύριο όμως θα πεινάσεις.
Εσύ που διάλεξες να σωπάσεις τόσα χρόνια.
Εσύ που έμαθες να γλύφεις αντί να δαγκώνεις τ’ αφεντικά σου.
Εσύ που στριμωγμένος στο μαντρί της ιδεολογικής σου καθαρότητας με βλέπεις σαν εχθρό σου.
Εσύ!
Όλοι εσείς, αναρωτιέμαι, τι θα πείτε στα παιδιά σας, σαν σας ρωτήσουν: «τι έκανες πατέρα, μάνα, όταν μας γαμούσαν τη ζωή;»
Όλοι εσείς, τι προσδοκάτε για το μέλλον όταν αφήνετε να ξεπουλάνε ακόμα και κείνο των παιδιών σας;
Όλοι εσείς, τι περιμένετε να γίνει για να σωθείτε;
Εσείς.
Εγώ.
Όλοι.
ΕΜΕΙΣ!!!!
Short Url: http://wp.me/p2tMSd-D