Αρχείο

Archive for Δεκέμβριος 2012

Ο ΗΛΙΘΙΟΣ

29 Δεκεμβρίου, 2012 14 Σχόλια

couch

Δεν είναι που δεν έχω ελπίδα. Λίγο με πειράζει αυτό. Και το γεγονός πως η ζωή περνάει γρήγορα με αφήνει αδιάφορο. Ακόμα και η έκδηλη αδικία γύρω μου, δεν με απογοητεύει. Ίσα ίσα που με πεισμώνει όλο και περισσότερο. Δεν λυπάμαι με την κρίση. Η κρίση με κάνει και χαίρομαι. Όχι, δεν είμαι μαζοχιστής. Απλά με την κρίση ξεβρακώνονται όλες οι ψεύτικες αξίες που μας κρατούσαν νεκροζώντανους στο κόσμο τους.

Από την άλλη είναι αυτή η τρελή μελαγχολία που με πιάνει. Αυτό το συναίσθημα μεταξύ λύπης και παράδοσης. Μια βαριά κούραση της ύπαρξης. Μια σχεδόν μεταφυσική τάση αυτοτιμωρίας. Όχι, δεν φταίει η κρίση. Δεν φταίνε τα προβλήματα, η φτώχεια, η αδικία. Βασικά δεν φταίει ούτε καν η αδυναμία μου να δράσω αποτελεσματικά.

Εσύ φταις. Ναι. Εσύ. Μόνο εσύ. Προσωπικά και επώνυμα εσύ. Εσύ φταις για όλα.

Εσύ με τις αγκυλώσεις σου, με τα δόγματα και τους φόβους σου. Εσύ με την ηλίθια προσκόλληση σου στο χτες. Εσύ με τις παρωχημένες συνταγές κοινωνικής ευτυχίας. Εσύ με τα λεφτά σου, το σπίτι σου, το αυτοκίνητο σου, τα παιδιά σου, το μικροσκοπικό υπερεγώ σου. Εσύ με τη θρησκεία σου, την ιδεολογία σου, την πάρτη σου, την δειλία σου,

Λιγάκι μόνο να έβγαζες το σκασμό. Ελάχιστα να κοιτούσες τον άλλο στα μάτια. Μια σταλιά να μάζευες την αυθεντία σου. Όλα θα ήταν εφικτά. Όλα θα είχαν γίνει.

Αλλά όσο κι αν προσπαθείς, σύντομα θα γλυτώσω από σένα. Σύντομα θα πνιγείς στις ψευδαισθήσεις σου. Σύντομα θα σε βρουν νεκρό στο καναπέ σου. Ένα πτώμα σε αποσύνθεση, ταιριαστό στον από χρόνια τώρα απονεκρωμένο σου εγκέφαλο.

Κι αν έχω φύγει πρώτος, δεν πειράζει. Εγώ θα ξεχαστώ απλά. Μονάχα λίγη απ’ την αγάπη που ένιωσα για σένα θα μείνει πίσω. Για κάθε εσένα. Εσύ θα μείνεις για πάντα ένα πτώμα στον καναπέ. Εσύ θα γράψεις τα’ όνομα σου στην ιστορία με μεγάλα φωτεινά γράμματα.

Ο ΗΛΙΘΙΟΣ.

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-5e

Τα καταφέρατε.

23 Δεκεμβρίου, 2012 2 Σχόλια

vouliΤα κατάφερες  Σαμαρά. Ολοκλήρωσες καταστροφικό το έργο του Γ. Παπανδρέου. Εξαθλίωσες έναν λαό για να σώσεις τα κέρδη των πλουσίων και των τραπεζών.

Τα κατάφερες  Βενιζέλο. Σκότωσες κάθε πρόσχημα δημοκρατίας και ισονομίας στη χώρα. Βίασες κάθε νόμο για να σταθεί στα πόδια του το νεοφιλελεύθερο έκτρωμα.

Τα κατάφερες  Κουβέλη. Εξευτέλισες κάθε προοδευτική ιδέα. Φόρεσες άψογα τον αριστερό φερετζέ στο πρόσωπο του πιο απάνθρωπου Καπιταλισμού.

Τα κατάφερες Δένδια. Πάντρεψες τέλεια τα φασιστόσκυλα σου με τον κατασταλτικό μηχανισμό. Χτύπησες αλύπητα παιδιά και όνειρα.

Τα κατάφερες Τσίπρα. Έκλεψες κάθε προσδοκία για αντίσταση. Πούλησες τη νομιμότητα στο τέρας ως σοσιαλισμό και ελπίδα.

Τα κατάφερες Παπαρήγα. Προστάτεψες κάθε τι συστημικό. Πούλησες κάθε έννοια του κομμουνισμού. Πιστή στο ρόλο της προδοσίας.

Τα κατάφερες «σύντροφε». Κόλλησες κάθε δυνατή ταμπέλα στο συναγωνιστή. Περιχαράκωσες κάθε προσπάθεια αντίστασης. Απέκλεισες κάθε ουσιαστική αντίσταση.

Τα καταφέρατε όλοι σας.

Τα καταφέρατε να γεννήσετε χιλιάδες ετοιμοπόλεμους ανθρώπους.

Τα καταφέρατε να κάνετε χιλιάδες ψυχές να γεμίσουν με μίσος.

Τα καταφέρατε να μας σπρώξετε στον πιο άγριο εφιάλτη που έχετε ποτέ ονειρευτεί.

Για ένα όμως να είστε σίγουροι.

Δεν θα καταφέρετε ποτέ να μας νικήσετε.

Είμαστε ζωντανοί. Είμαστε έτοιμοι. Είμαστε αποφασισμένοι.

Και μας τρέμετε.

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-58

Αναρχοκομουνιστικός Συνδικαλισμός ή Ρεφορμισμός;

10 Δεκεμβρίου, 2012 32 Σχόλια

Malatesta

Σε μια περίοδο κρίσης είναι λογικό να εντείνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις. Μέσα σε μια τέτοια περίοδο είναι ακόμα πιο λογικό να γίνονται ακόμα πιο επίκαιρες όλες οι επαναστατικές θεωρήσεις που προϋπάρχουν μέσα στο κοινωνικό σύνολο.

Η αναρχική θεώρηση, σαν γνήσια επαναστατική τάση μέρους του επαναστατικού υποκειμένου, δεν θα μπορούσε να λείψει από την πρώτη γραμμή αντίστασης και πάλης για την προώθηση της κοινωνικής επανάστασης και την δημιουργία εκείνων των συνθηκών ελευθερίας για το σύνολο της κοινωνίας να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις αξιών και συμβίωσης των ανθρώπων. Το πρόταγμα των ελεύθερων και μη καταπιεστικών σχέσεων συμβίωσης, η ανάγκη για την απόλυτη ατομική και συλλογική ελευθερία, η κατάργηση του Κράτους, της ιδιοκτησίας   της όποιας ανταλλακτικής οικονομικής σχέσης, η αυτοοργάνωση και η αυτοδιάθεση κάθε κοινότητας και συλλογικότητας είναι κάποια από τα κύρια χαρακτηριστικά της αναρχικής θεώρησης.

Η πολυφωνία και η πολυτασικότητα του αναρχικού χώρου αν και απολύτως υγιές φαινόμενο, δεν πρέπει να διολισθαίνει στην ισοπέδωση και στην λάθος ταυτοποίηση των διάφορων τάσεων με την βασική αναρχική θεώρηση.  Η αυτοανακήρυξη πολλών και διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων σε αναρχικές, αποτελεί τουλάχιστον παγίδα και κυρίως αποπροσανατολισμό στην κινηματική δράση του αναρχισμού. Η Αναρχία δεν είναι ιδεολογία. Πολλοί από τους «συντρόφους» δεν είναι παρά ελευθεριακοί κομμουνιστές ή ακόμα χειρότερα Μαρξιστές που κρύβουν πίσω από το αναρχικό πρόταγμα τις εξουσιαστικές τους τάσεις.

Ας πάρουμε τον σημερινό αναρχοσυνδικαλισμό στην Ελλάδα για παράδειγμα, που θεωρεί πως πρέπει να παλεύει για εργατικά δικαιώματα, βελτιώσεις, παροχές και πως η οργάνωση πάλης του σήμερα, ο συνδικαλισμός, πρέπει να είναι και το μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας αύριο. Ο συνδικαλισμός, θεσμός ανάγκης της εργατικής πάλης μέσα στον καπιταλισμό, είναι φύσει καπιταλιστικό μοντέλο όμως. Βασίζεται στην σχέση εργοδότη – εργαζόμενου και μόνο σ’ αυτή. Που τον χρειάζεται λοιπόν μια κοινωνία χωρίς εργοδότες; Μόνη περίπτωση που μπορώ να φανταστώ θα ήταν η σχέση εργάτη – κράτους, αλλά τότε δεν μιλάμε για αναρχική σκέψη αλλά για μαρξιστική. Είναι τουλάχιστον ατόπημα η παραδοχή πως μπορεί να υπάρξει συνδικαλισμός σε μια αυριανή κοινωνία που δεν έχει αφεντικά, είτε ιδιώτες είτε γραφειοκράτες. Σε μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας δεν μπορεί οι άνθρωποι να μοιράζονται σε ομάδες συμφερόντων, αλλά μόνο το συνολικό κοινοτικό συμφέρον μπορεί να είναι αντικείμενο κοινωνικών διεργασιών και μόνο αν εξασφαλίζεται ο σεβασμός στην ατομική ελευθερία και την ελευθερία κάθε μειονότητας. Επίσης, η λογική των συνδικαλιστών περί εργασιακής ηθικής και εργατικής ταυτότητας δεν έχει καμιά θέση σε μια κοινωνία που εργασία δεν αποτελεί προϋπόθεση επιβίωσης, ούτε αυτοσκοπός ζωής, αλλά εκλαμβάνεται μόνο ως εθελοντική προσφορά στην κοινότητα, σε απόλυτα ελεύθερη σχέση χρόνου και παραγόμενου αποτελέσματος. Κάθε μορφή «αναγκαστικής» εργασίας, απλά αποτελεί την βάση κάθε εξουσίας που τόσο αποστρέφεται κάθε αναρχικός.

Επίσης, η εμμονή των συντρόφων συνδικαλιστών στον παρωχημένο και αστικό ορισμό της εργατικής τάξης που έδωσε ο Μαρξ όπου τα όρια των τάξεων είναι δομημένα σαφώς πάνω στα συμφέροντα των αστών και που ο αυστηρός διαχωρισμός των λούμπεν, άνεργου, προλετάριου, αγρότη, ελεύθερου επαγγελματία, μικροπαραγωγού οδηγεί αναγκαστικά σε περιχαράκωση. Οδηγεί όμως και σε πρακτικές καθαρού ρεφορμισμού όπως πολύ εύστοχα έχει διατυπώσει ο Μαλατέστα στο «Ρεφορμισμός» απ’ όπου και το απόσπασμα: «πολύ συχνά οι μεταρρυθμίσεις που προτιμούν είναι εκείνες που, όχι μόνο φέρνουν αμφίβολα άμεσα ωφελήματα, αλλά και εξυπηρετούν την παγίωση του υφιστάμενου καθεστώτος και δημιουργούν στους εργάτες ένα κατεστημένο συμφέρον απ’ τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του.  Όπως λόγου χάρη, οι κρατικές συντάξεις, τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης καθώς επίσης και τα προγράμματα συμμετοχής στα κέρδη στις αγροτικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις κλπ.»

Ακόμα και οι της CNT στην Ισπανία, μια συνδικαλιστική ένωση που ποτέ δεν έκρυψε τον Αναρχοκομμουνιστικό της χαρακτήρα και που χρησιμεύει σαν σημείο αναφοράς για πολλούς από τους σημερινούς συντρόφους, είχε ξεκάθαρα αφήσει κάθε ρεφορμιστική πολιτική πίσω της, για την ακρίβεια ποτέ δεν την υιοθέτησε. Δεν διαπραγματευόταν ποτέ με τα αφεντικά για τις συνθήκες εργασίας και τα μεροκάματα, δεν διατηρούσε ποτέ κεφάλαια για ενίσχυση απεργών, εν ολίγοις δεν έγινε ποτέ κοινωνικός εταίρος των αφεντικών. Η CNT απαιτούσε τον άμεσο έλεγχο και εκμετάλλευση των μονάδων παραγωγής από τους εργάτες τους και της γης από τους αντίστοιχους εργάτες γης. Επίσης, σαν μόνο τρόπο κοινωνικής επανάστασης αποδεχόταν την άμεση δράση, απεργίες, δολιοφθορές, απαλλοτρίωση, ένοπλη εξέγερση. Σε φυλλάδιο της CNT-FAI της εποχής διαβάζουμε: «Οι CNT και FAI καλούν τον καθένα στην ένοπλη επανάσταση. Η ώρα της επανάστασης έχει φτάσει και η στιγμή είναι τώρα. Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τον αναρχοκομμουνισμό πραγματικότητα.»

Οι σημερινοί σύντροφοι λοιπόν που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχοσυνδικαλιστές, σε ποιον συνδικαλισμό αναφέρονται; Σε αυτόν που εργαλειακά χρησιμοποίησαν οι αναρχοκομουνιστές στην Ισπανία ή στον  ρεφορμιστικό συνδικαλισμό του σήμερα; Στην πρώτη περίπτωση είναι αναρχοκομμουνιστές, δηλαδή Μαρξιστές που διαχώρισαν τη θέση τους από την μπολσεβίκικη θέαση του κομουνισμού όχι όμως από τις παραδοσιακές μαρξιστικές αντιλήψεις περί εξουσίας, στη δεύτερη, απλά περιχαρακώνουν το κίνημα στα στενά πλαίσια μιας «αστικής» θεώρησης των τάξεων, και άθελα τους οδηγούν σε ένα διαφορετικό είδος «μεταρρύθμισης» από αυτό που θέλουμε σαν αναρχικοί. Για να δανειστώ λίγο τα λόγια του Μαλατέστα «Επανάσταση σημαίνει, με την ιστορική έννοια της λέξης, ριζική αναμόρφωση των θεσμών που πετυχαίνεται γρήγορα με τη βίαιη εξέγερση του λαού ενάντια στην υφιστάμενη εξουσία και στα προνόμια¨ κι είμαστε επαναστάτες κι εξεγερμένοι, γιατί δεν θέλουμε απλώς να βελτιώσουμε τους τωρινούς θεσμούς, αλλά να τους καταστρέψουμε εντελώς, καταργώντας κάθε μορφή, κυριαρχίας ανθρώπου από άνθρωπο και κάθε είδος παρασιτισμού πάνω στην ανθρώπινη εργασία, κι επειδή θέλουμε να το πετύχουμε αυτό όσο το δυνατό πιο γρήγορα και επειδή πιστεύουμε ότι οι θεσμοί που γεννήθηκαν απ’ τη βία διατηρούνται με βία και δεν θα υποκύψουν παρά μόνο μπροστά σε μια ισοδύναμη βία…»

Αυτή όμως η απόλυτη καταστροφή των θεσμών της σημερινής κοινωνίας, βάζει σε σκέψεις πολλούς συντρόφους, που επηρεασμένοι από μια επίπλαστη μαρξιστική ηγεμονία στο θεωρητικό επίπεδο, πέφτουν εύκολα θύματα μιας δήθεν ελευθεριακής προσέγγισης και ελαφρά τη καρδία, αρχίζουν να χτίζουν μοντέλα και εγχειρίδια χρήσης για την κοινωνία του αύριο. Ένα παράδειγμα είναι το παραπάνω με το συνδικαλιστικό μοντέλο, και είναι δηλωτικό της σύγχυσης που επικρατεί ως το προς τι είναι τελικά η Αναρχία.

Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Κάθε επαναστατικό υποκείμενο, οφείλει να προωθεί την επανάσταση σε κάθε φάση της κοινωνικής εξέλιξης. Είναι φύση της Αναρχίας η επανάσταση και χωρίς αυτή δεν νοείται καμιά αναρχική θεώρηση. Ο επαναπροσδιορισμός των τάξεων μέσα από μια επαναστατική οπτική είναι απαραίτητος για την ίδια την επανάσταση που σκοπό έχει την εξάλειψη των τάξεων. Ως αναρχικοί θα έπρεπε να σκεφτόμαστε αταξικά και όχι στα στενά πλαίσια των τάξεων, και μάλιστα έτσι όπως ορίστηκαν αυτές σχεδόν διακόσια χρόνια πριν.

Η μετεξέλιξη του Καπιταλισμού, ειδικά στις δυτικές οικονομίες, αναγκάστηκε σχεδόν να εξαφανίσει την παραδοσιακή έννοια του βιομηχανικού εργάτη / προλετάριου. Φαινόμενα όπως αυτό ενός μέλους της εργατικής τάξης, που λόγω των πρόσκαιρων παραχωρήσεων που για δικούς τους λόγους έκαναν σε μια ιστορική περίοδο οι καπιταλιστές, βρέθηκε με σχετική οικονομική άνεση και έντονα διεστραμμένη ταξική συνείδηση, δεν είναι πλέον μειοψηφικά στους κόλπους της κοινωνίας μας. Μικροϊδιοκτήτες και αυτεπάγγελτοι, που δεν ανήκουν στην εργατική τάξη κατά την παραδοσιακή μαρξιστική αντίληψη, βρίσκονται συχνά σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από τον εργάτη/υπάλληλο. Επίσης δεν μπορούμε να αρνηθούμε το δικαίωμα κάποιου να τρέφει τον πόθο και την ετοιμότητα για την επανάσταση, άσχετα με την κοινωνική του κατάταξη.

Ο κοινωνικός μετασχηματισμός και η διάχυση των συνειδήσεων μεταξύ των πρότερα ξεκάθαρα ορισμένων κοινωνικών τάξεων, η όλο και πιο ασαφής κοινωνική διαστρωμάτωση και η επί έτη συνεχόμενη αλλοτρίωση της ατομικής συνείδησης από τον άκρατο καταναλωτισμό οδηγεί αναγκαστικά στην παραδοχή της ανάγκης μιας επανατοποθέτησης του επαναστατικού υποκειμένου απέναντι στις παραδοσιακές ταξικές αναφορές. Μπορούμε πλέον να διακρίνουμε μόνο δύο τάξεις που συνυπάρχουν αντιμαχόμενες στο κοινωνικό πλαίσιο. Δύο κύριες κοινωνικές τάξεις, την άρχουσα ή καπιταλιστική τάξη και την αντίθετη σ’ αυτή τάξη των ανθρώπων που βιώνουν την εκμετάλλευση.  Η δεύτερη μοιράζεται σε δυο υποσύνολα, σε αυτό των ανθρώπων  που παλεύουν για την κατάργηση των τάξεων και σ’ αυτό εκείνων που συνιστούν την παθητική ή ακόμα και ενεργή επαναστατική αντίδραση και συνειδητά ή ασυνείδητα τάσσονται υπέρ του συστήματος. Η τάξη που παλεύει για την ελευθερία και την ισότητα είναι η επαναστατική τάξη, και έχει ασαφή οικονομικά και ιδεολογικά όρια, αλλά κατέχει συγκεκριμένη συνείδηση της θέσης της μέσα στο ιστορικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Φυσικά και η μεγάλη βάση αυτή της τάξης είναι οι εργαζόμενοι, αλλά όχι πλέον με την στενή έννοια του προλετάριου, αλλά κάθε ανθρώπου που αναγκάζεται να ανταλλάσσει τον παραγωγικό του χρόνο για τα απαραίτητα προς το ζην. Η κοινωνική εξέλιξη και η ώθηση πολλών ανθρώπων να επενδύσουν σε μικρές παραγωγικές μονάδες, συχνά οικογενειακές ή ολιγομελείς επιχειρήσεις, ενώ σαφώς αποτελούν εν δυνάμει εφαλτήριο για την αναρρίχηση στο καπιταλιστικό σύστημα σαν εκμεταλλευτές κερδοσκόποι, τις περισσότερες φορές δεν εξασφαλίζουν καμιά ουσιαστική οικονομική διαφορά από έναν απλό μισθωτό. Η ταξική τους προέλευση αλλά και η ταξική τους συνείδηση δεν είναι αυτομάτως αστική, αλλά τις περισσότερες φορές παραμένει έντονα εργατική. Η a priori τοποθέτηση τους λοιπόν στις τάξεις του ταξικού εχθρού, μάλλον δίκη προθέσεων είναι παρά πολιτική θέση καθαρότητας. Γιατί δεν αρκεί να έχεις ταξική συνείδηση, πρέπει να είναι και επαναστατική. Και η επαναστατική συνείδηση, δεν μπορεί να είναι ίδιον μόνο της εργατικής τάξης, αλλά κάθε καταπιεσμένου ανθρώπου.

Σαν συνειδητά μέλη λοιπόν της επαναστατικής τάξης, οφείλουμε να προτάσσουμε πάντα την επανάσταση, και θα αφήσω πάλι τον Μαλατέστα να συνεχίσει τον προηγούμενο συλλογισμό του «…Αλλά η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει μόλις τη θέλει κανείς. Μήπως θα πρέπει να παραμείνουμε αδρανείς, να περιμένουμε να ωριμάσει η κατάσταση με τον καιρό; Κι ακόμα και μετά από μια πετυχημένη εξέγερση, θα μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε, μέσα σε μια νύχτα, όλες μας τις επιθυμίες και να περάσουμε από μια κρατιστική και καπιταλιστική κόλαση σ’ έναν αντιεξουσιαστικό-κομμουνιστικό παράδεισο, που είναι η πλήρης ελευθερία του ανθρώπου μέσα στα πλαίσια της επιθυμητής κοινότητος των συμφερόντων όλων των ανθρώπων; Αυτές είναι αυταπάτες που μπορεί να ριζώσουν ανάμεσα σε εξουσιαστές, που βλέπουν τις μάζες σαν πρώτη ύλη την οποία μπορούν να διαμορφώσουν σύμφωνα με τη θέληση τους, με νόμους στηριζόμενους με σφαίρες και χειροπέδες, εκείνοι που κατέχουν την εξουσία. Αλλά αυτές οι αυταπάτες δεν έχουν θέση ανάμεσα σε αναρχικούς. Χρειαζόμαστε τη συναίνεση των ανθρώπων και επομένως πρέπει να πείσουμε με την προπαγάνδα και το παράδειγμα, πρέπει να διδάξουμε και να επιδιώξουμε ν’ αλλάξουμε το περιβάλλον με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή η εκπαίδευση να μπορέσει ίσως να φθάσει έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων…»

Γυρνώντας τώρα πίσω σε όλες εκείνες τις συλλογικότητες που οραματίζονται την κοινωνία του αύριο με κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο, που οδηγούν τους συντρόφους στον κοινωνικό αγώνα για την κατάργηση των τάξεων και της εκμετάλλευσης μέσα από προκαθορισμένες παραδοχές για τη φύση και τη λειτουργία των αυριανών θεσμών, ακόμα κι αν δεχτούμε, πράγμα που δεν αμφισβητώ, τις καλύτερες των προθέσεων, δεν μπορούμε παρά να εκπλαγούμε από μια φοβερή σύμπτωση με τις εξουσιαστικές θέσεις των Μαρξιστών. Το κύριο στοιχείο σύμπτωσης δεν είναι άλλο από την έλλειψη εμπιστοσύνης που δείχνουν όλοι τους στη Κοινωνία αλλά ακόμα και στους ίδιους τους, τους συντρόφους. Αυτή η έλλειψη της εμπιστοσύνης είναι που καθιστά αναγκαία την πρόβλεψη από τώρα όλων των δομών και του τρόπου λειτουργίας των αυριανών θεσμών, ώστε η «ανώριμη» κοινωνία να μην παρεκτραπεί της στόχευσης της επανάστασης.

Ας δούμε τι θέση παίρνει ο Μαλατέστα: «…Είμαστε σήμερα μεταρρυθμιστές στο βαθμό που επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε τις πιο ευνοϊκές συνθήκες και ένα όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό φωτισμένων αγωνιστών, έτσι ώστε να μπορέσει να έχει ικανοποιητική έκβαση μια λαϊκή εξέγερση.  Θα είμαστε μεταρρυθμιστές και αύριο, μετά από μια νικηφόρα εξέγερση και την επίτευξη της ελευθερίας, στο ότι θα επιδιώξουμε μ’ όλα τα μέσα που επιτρέπει η ελευθερία, δηλαδή με την προπαγάνδα το παράδειγμα και ακόμα και τη βίαιη αντίσταση ενάντια σ’ όποιον θα ήθελε να περιορίσει την ελευθερία μας, να προσηλυτίσουμε στις ιδέες μας έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων.

  Αλλά δε θ’ αναγνωρίσουμε τους θεσμούς, θα πάρουμε η θα κερδίσουμε κάθε δυνατή μεταρρύθμιση με το ίδιο πνεύμα που κάποιος αποσπάει μια κατακτημένη περιοχή απ’ τα χέρια του εχθρού, προκειμένου να συνεχίσει την προέλαση του και θα παραμείνουμε πάντα εχθροί κάθε κυβέρνησης, ανεξάρτητα απ’ το αν πρόκειται για τη σημερινή μοναρχική κυβέρνηση η για τις αυριανές δημοκρατικές η μπολσεβίκικες κυβερνήσεις.»

Όχι τις αυριανές δομές, όχι το εγχειρίδιο χρήσης, αλλά τις σημερινές συνθήκες που είναι απαραίτητες για μια ικανοποιητική έκβαση μιας λαϊκής εξέγερσης δημιουργούμε. Και εδώ είναι η ουσία της Αναρχίας. Η επαναστατική της φύση σήμερα αλλά και αύριο, όπως και η αναγνώριση της ανάγκης της συναίνεσης των ανθρώπων. Μια αναρχική κοινωνία είναι μόνο συναινετική, και ας το παραδεχτούμε επιτέλους, πως κάθε μορφή πρόβλεψης μιας τέτοιας κοινωνίας πέραν της συναίνεσης και της οριζόντιας συμμετοχής όλων, κάθε άλλο παρά συναινετική στάση είναι. Όλη μας η εμπειρία είναι μέσα στις ιστορικές μεταλλάξεις εξουσιαστικών κοινωνικών συστημάτων και κυρίως του Καπιταλισμού. Κάθε δομή αντίστασης και οργάνωσης είναι επίσης αποτέλεσμα των σημερινών αναγκών και ετεροπροσδιορίζονται από τις δομές που θέλουμε να καταργήσουμε. Έτσι και ο συνδικαλισμός δεν είναι παρά ένα εργαλείο του σήμερα, φτιαγμένο για την αντιμετώπιση του εχθρού και όχι ένα εργαλείο του αύριο, όπου ο εχθρός θα έχει εκλείψει. Η ρήση πως οι δομές του αγώνα μας πρέπει να έχουν χαρακτηριστικά από τις αυριανές δομές, αν και σωστή εμπεριέχει έναν τεράστιο κίνδυνο παρανόησης. Αντί να δεχτούμε μόνο την ανάγκη της αυριανής οριζόντιας οργάνωσης όλων των δομών σαν προϋπόθεση, ανάγουμε όλα τα χαρακτηριστικά των σημερινών δομών ως προϋπόθεση για τις αυριανές. Όσο έμμεση και αν είναι αυτή η επιβολή εκ των προτέρων του όποιου μοντέλου, όσο καλοπροαίρετα κι αν γίνεται, δεν παύει να είναι επιβολή και να αντιτίθεται με την ίδια τη φύση της Αναρχίας. Την απόλυτη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο να αποφασίσει ελεύθερα για το μέλλον του. Η κατάκτηση αυτής της ελευθερίας, περνάει μέσα από την καταστροφή όλων των θεσμών και δομών που αναπαράγουν το σήμερα, που λιγότερο ή περισσότερο εκφράζουν εξουσία. Μέσα από την επανάσταση για την κατάργηση της εξουσίας και κατά συνέπεια την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους.

Καταλήγοντας, αναρωτιέμαι λοιπόν, ποια η ανάγκη διαχωρισμού του συνδικαλιστικού προτάγματος από τον Αναρχοκομουνισμό; Γιατί νιώθει την ανάγκη κάποιος να αυτοχαρακτηριστεί Αναρχοσυνδικαλιστής αντί για Αναρχοκομουνιστής ή Ελευθεριακός Κομμουνιστής; Σύμφωνα με τα προτάγματα της CNT πάντως δεν υπάρχει καμιά τέτοια ανάγκη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το συνθετικό Αναρχο- δεν έχει καμιά νομιμοποίηση. Καιρός να διαλέξει κανείς τελικά τι θέλει να είναι. Ελευθεριακός κομμουνιστής, Ρεφορμιστής ή Αναρχικός. Όλα μαζί δεν υπάρχουν.

(Τα αποσπάσματα είναι από εδώ: Ερρίκο Μαλατέστα – Ρεφορμισμός http://wp.me/p2tMSd-9  )

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-50

Οι φτερωτοί κλέφτες που έχασα.

4 Δεκεμβρίου, 2012 Σχολιάστε

books460

Κάθομαι στο μόλο της πατρικής μου πόλης και σου γράφω. Κοντεύω τα πενήντα πια. Σουρουπώνει. Τα φώτα που ανάβουν δεν με συγκινούν. Κάνει κρύο. Σαν εκείνη τη μέρα που σε ξαναείδα στην Αθήνα. Καπετάνιος εσύ, χαμένος εγώ. Τότε μου μίλησες για την ασκήμια του κόσμου. Τα πονεμένα σου ταξίδια, τα πάθη, τους έρωτες και τους φόβους σου. Και για το γιο που άφησες πίσω στην Αφρική, να περιμένει. Σκιάχτηκα κείνη τη μέρα. Είδα μέσα απ’ τα μάτια σου του κόσμου την απόγνωση και γνώρισα τη δική μου στην όψη του. Πώς να σου το ‘λεγα; Πώς;

Θυμάσαι τότε που ήταν να μπαρκάρουμε; Τότε που γύρισα και σου πα πως δεν θα ‘ρθω; Με κοίταξες έκπληκτος, μα χαμογέλασες στο τέλος. Δεν είναι της κοψιά σου να κρατάς κακία. Ψέματα σου πα, δεν φοβόμουν. Μα δεν μπορούσα να σκεφτώ πως ίσως σου στερήσω το ταξίδι. Εσύ ήσουν ο ίδιος θάλασσα. Ήσουν εσύ ταξίδι. Εγώ είχα βρει άλλο σκοπό, δεν ήθελα τον κόσμο να γνωρίσω. Έβαλα πλώρη σε ταξίδια αλλιώτικα, τον κόσμο να τον κατακτήσω. Ρίχτηκα με μανία στα αφρισμένα κύματα, όχι της θάλασσας που τόσο αγαπάμε, αλλά εκείνα της γνώσης και της σκέψης της καυτής. Εκείνης που σε αλλάζει, που σε ψήνει, που σε ισιώνει. Όλος του κόσμου ο καημός εκεί, μέσα σε  πέλαγα χαρτιού και ωκεανούς από μελάνι. Μπάρκαρα, όχι μαζί σου, μα με  του κόσμου τους σοφούς, λιμάνι όμως δεν μπόρεσα να πιάσω. Τάχτηκα κάποτε να βρω απάγκιο, να ρίξω άγκυρα και τελικά να ξαποστάσω. Μα δεν το βρήκα.

Και πέρασαν τα χρόνια, λιμάνι σε λιμάνι εσύ, σελίδα σε σελίδα εγώ. Και όσα έβλεπες εσύ, τα διάβαζα εγώ. Και όσα ζούσες στο πετσί σου, τα αράδιαζα σε κείμενα πικρά. Σε ζήλεψα, η αλήθεια είναι, πολλές φορές. Σαν ήμουν βυθισμένος στις καταιγίδες του μυαλού, ζήλευα τις δικές σου, της θάλασσας και του καιρού. Πόσο αθώος είναι ο καιρός, ο πλέον άγριος, μπροστά στην πιο απλή, στην πιο γυμνή αλήθεια. Και πάντα έψαχνα με τη σειρά μου το σημάδι της χαράς. Τους άσπρους φτερωτούς σου κλέφτες. Γλάροι για σένα, ιδέες για μένα. Εσύ τους έψαχνες σε απόμακρα, παράξενα λιμάνια, εγώ στα μάτια των παιδιών, στα γέλια των μεγάλων. Δεν βρήκα τίποτα. Ποτέ. Παρά μονάχα μια υπόσχεση.

Δεν έχει το ταξίδι τελειωμό, δεν είναι λυτρωμός να βρεις λιμάνι.

Εύχομαι τώρα που διαβάζεις τούτες τις γραμμές, να είσαι εκεί που θέλεις. Ίσως κοντά στον γιο, στην Αφρική. Ίσως αλλού. Μπάλσαμο είναι η στεριά, για το κορμί το θαλασσοδαρμένο, μα που να βρει παρηγοριά, το πνεύμα μου το κουρασμένο; Εύχομαι να’ σαι καλά, και δυνατός, σε ένα λιμάνι όλο γλάρους. Και να πετούν χαρούμενοι σαν κλέφτες, σαν ανέμελα παιδιά, δικά σου παιδιά, στη δική σου ζωή.

Σε αφήνω τώρα. Ελπίζω να μην σε κούρασα πολύ. Μόνο τούτο ακόμα θα σου πω, για να χαρείς. Το ξέρω πως χαίρεσαι μα τη χαρά των άλλων. Σε τούτο το ταξίδι μου, το ατέλειωτο, μπορεί να μην τους βρήκα τους φτερωτούς μας φίλους, μα νιώθω πως έφτιαξα κι εγώ, μικρά απάγκια λιμανάκια, μες τις καρδιές αυτών που με συντρόφεψαν. Κι εκεί θα ξαναρθούν τα’ ανέμελα παιδιά. Θα φωλιάσουν πάλι οι φτερωτοί μας κλέφτες, φέρνοντας τη χαρά. Για όλους.

 

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4V

Οι φτερωτοί κλέφτες

3 Δεκεμβρίου, 2012 Σχολιάστε

seagull flock

Θυμάμαι που καθόμασταν παιδιά, στο τσιμέντο του μόλου, με τα πόδια μας να κρέμονται πάνω από τα νερά του λιμανιού. Σούρουπο, και τα φώτα άρχιζαν να ανάβουν δειλά το ένα μετά το άλλο. Κάποιο αργοπορημένο καΐκι γύριζε από την ψαριά της ημέρας, λικνιζόμενο στα ήρεμα νερά σαν κοκέτα που πάει σε κοινωνική χοροεσπερίδα. Κανά δυο γλάροι πετούσαν κυκλικά από πάνω του, μαθημένοι στα καλούδια που τους πέταγαν οι ψαράδες όταν καθάριζαν τα δίχτυα τους. Άσπροι φτερωτοί κλέφτες, ανέμελοι σαν παιδιά. Έτσι τους έλεγες. Όταν μεγαλώσουμε θέλαμε να γίνουμε ναυτικοί, να ταξιδέψουμε παρέα τον κόσμο. Και είχαμε τη σιγουριά πως παντού θα νιώθαμε στο σπίτι μας, στο λιμάνι μας, μιας και παντού θα μας ακολουθούσαν οι φτερωτοί σου κλέφτες. Ανέμελοι σαν παιδιά.

Σε ξαναβρήκα ξαφνικά, τριάντα  χρόνια αργότερα. Είχες ασπρίσει σχεδόν. «Δεν άλλαξες μου είπες» και με πήρες απ’ το χέρι να πιούμε τον καφέ της αντάμωσης, σε κείνο το φρικτό καφέ στο κέντρο της Αθήνας. Καπετάνιος εσύ, πολυτεχνίτης εγώ. Ταξίδεψες στις θάλασσες του κόσμου, έμεινα πίσω να πλάθω όνειρα στεριανά. Σιγά σιγά, μου έπλασες τη φρίκη της ζωής σου μπρος στα μάτια μου. Είδες τη φτώχια, την αρρώστια, το μίσος. Πήγες με γυναίκες σε ανάγκη, αγόρασες χασίς από παιδιά, μπαρκάρισες με σκυλοπνίχτες και γκαζάδικα, είδες τη βρωμερή πλευρά των λιμανιών. «Θεριό ο άνθρωπος», μου είπες «θεριό ανήμερο».

Σώπασες για λίγο, και έστριψες καπνό εξωτικό. Ρούφηξες το τσιγάρο σαν τον δύτη, που πρέπει να γεμίσει τα πνευμόνια και να βουτήξει στο βυθό χωρίς ανάσα άλλη. Με κοίταξες λοξά. «Θες κι άλλα;» μου είπες, «θες να μάθεις;». Έγνεψα ναι. Συνέχισες. Πορτογαλία, Βραζιλία, Εκουαδόρ. Ιαπωνία, Κίνα, Ταϋλάνδη. Πόνος, αγωνία, φτώχια, μπουρδέλα, ναρκωτικά, τζόγος. Ορφάνια και δάκρυα παντού. Μιλούσες και άναψαν τα μάτια σου, οργή. Μιλούσες και έκλεινε η ψυχή μου. Λύπη. «Κάπου στην Αφρική, άφησα ένα γιο» μου είπες. «Κάπου ίσως, κάποτε να γυρίσω».

Πέρασε η ώρα, σουρούπωσε. «Και τώρα τα δικά σου». Τι να σου πω; «Όλα καλά, θαυμάσια» σου είπα, και γέλασε το χείλι σου. Πώς να σου πω πως όλα όσα έζησες, σε χίλιες μύριες χώρες, τα έζησα κι εγώ εδώ, σε μια μονάχα πόλη; Πώς να σου δείξω πως την ίδια μοναξιά του καραβιού, την έζησα μέσα στο πλήθος; Σηκώθηκα να φύγω. «Θα σε βρω, ξανά» ψιθύρισα. «Αύριο, μεθαύριο σίγουρα». Με χαιρέτησες με μια αγκαλιά. Σαν τότε που χωρίσαμε στερνή φορά στο μόλο της πατρίδας. Σούρουπο, και τα φώτα άρχιζαν να ανάβουν δειλά το ένα μετά το άλλο. «Δεν τους είδα» μου ψιθύρισες στο αυτί, «δεν τους είδα πουθενά». Απόρησα. Κοντοστάθηκα, και πριν προλάβω να ρωτήσω, «τους φτερωτούς κλέφτες» μου είπες λυπημένα. «Πετάνε μόνο όπου υπάρχει χαρά»

.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4P

Στην Ελευθερία.

3 Δεκεμβρίου, 2012 1 Σχολιο

abstractΣε συναντώ παντού, με χίλια πρόσωπα. Σε αναγνωρίζω από τα μάτια τα καθάρια, από τις λέξεις που βγαίνουν δυνατά από τα χείλη σου. Από τις ατελείωτες ερωτήσεις σου. Χάνομαι σε κείνες τις στιγμές που απαρτίζουν τις ώρες μαζί σου, όταν το χάος παίρνει μορφή και υλοποιεί μπρος τα μάτια μου τις πιο ασύλληπτες εκδοχές του. Είσαι το ερέθισμα των αισθήσεων, η κινητήρια δύναμη κάθε μου συλλογισμού. Είσαι μια χωροχρονική ρωγμή στη κανονικότητα μου. Με σπρώχνεις με βία στη πιο δημιουργική άβυσσο του μυαλού μου. Παρεισφρέεις στα πιο μύχια όνειρα μου χρωματίζοντας το σκοτάδι με όλες τις αποχρώσεις του φωτός. Σε αναλύω σε κάθε μου ματιά σε αιτιολογώ με κάθε μου ανάσα. Σε κουβαλάω σαν αόρατο λάβαρο, σε προστατεύω σαν κρυφό εραστή, σε νιώθω σαν φλόγα αχόρταγη, να θες με αφομοιώσεις. Σου προσφέρω τη γνώση μου, σου παραθέτω τη διάνοια μου, σου παραδίδω το είναι μου. Σου γράφω τις ανησυχίες μου, σου τραγουδώ το πόνο μου, σου απλώνω το χέρι. Μα πάνω απ’ όλα κατάλαβα πως αν σε θέλω τόσο, πρέπει να σ’ αγκαλιάσω τρυφερά, και ν’ αφεθούμε στο  πιο άγριο, το πιο απαλό, το πιο άυλο, το πιο οριστικό ερωτικό παραλήρημα. Πρέπει να σε βαφτίσω με το πιο ανθρώπινο όνομα. Αγάπη.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-4I