Αρχείο

Archive for Σεπτεμβρίου 2012

Του Ανθρώπου Γιος

30 Σεπτεμβρίου, 2012 Σχολιάστε

Έφαγες ξερό ψωμί

κι αλάτι απ’ τον ιδρώτα

που έχυνες απ’ το πρωί

στης κόλασης τη πόρτα

.

Ήσουν ο γιος του αετού

της πέτρας το εγγόνι

της φλόγας ήσουν η ψυχή

του σίδερου αμόνι

.

Έχτισες όλα τα καλά

του κόσμου δοξασμένα

μα ξεχασμένος έμεινες

σαν στερεμένο ρέμα

.

Σου πήρανε τη λευτεριά

και της ζωής τη χάρη

σου αφήσαν μόνο τη σκλαβιά

οι αφέντες οι μεγάλοι

.

Μα ήρθε η ώρα η στερνή

λογαριασμό να κάνεις

να δώσεις όλη την οργή

και γδικιωμό να πάρεις

.

Παλεύεις δαίμονες σκιές

και τους θεούς ξεκάνεις

με λίγες μόνο δρασκελιές

στη λευτεριά σου φτάνεις

.

Τη λευτεριά σαν τη γευτείς

ποτέ δεν θα ξεχάσεις

την ευτυχία σαν θα βρεις

σ’ όλους θα τη μοιράσεις

.

Γιατί ‘σαι του ανθρώπου γιος

της γης το αγκωνάρι

του λογισμού είσαι το φως

του δίκιου το δοξάρι

.

Short Url:http://wp.me/p2tMSd-49

Θα κρατήσω μόνο το χαμόγελο

28 Σεπτεμβρίου, 2012 4 Σχόλια

Θα κρατήσω μόνο ένα χαμόγελο, από όσα έφτιαξα στη ψεύτικη ζωή μου

ένα χαμόγελο αγνό από παιδιού μικρού το πρόσωπο που λάμπει

όταν μπορεί να μοιραστεί το πιο απλό παιχνίδι.

Θα πορευτώ στο μέλλον σαν σκιά ενός παλιού καταραμένου εαυτού μου

στο μέλλον που αποφάσισα να μοιραστώ με άλλες σκιές συντρόφων

ώσπου να βγούμε όλοι στο φως και να χαθούμε.

Θα αφήσω πίσω όλα αυτά που μου πουλάς με χρήμα και υποταγή ζητάς

αυτά που με βαραίνουν και αλυσίδες στο μυαλό μου βάζουν

εμπόρευμα πνευματικό και το κορμί βιτρίνα.

Θα βουτηχτώ με ορμή στο περιθώριο που μισείς και τόσο το φοβάσαι

εκεί που οι σκιές θα υπάρχουν πάντα για να θυμίζουν με οργή

ποιος είσαι και πως έσβησες τη φλόγα της ελπίδας.

Θα απαρνηθώ κάθε στιγμή και κάθε μέρα που μαζί σου πάλεψα, χαζός,

να δώσω χρώμα και χαρά στις μίζερες και ανούσιες ζωές μας,

που τόσο εύκολα για λίγα ψίχουλα ξεπούλησες.

Θα μείνω μόνος, θα χαθώ, θα γίνω ξένος, θα βρεθώ, με άλλους ξένους

αυτούς που εσύ προτίμησες σαν ξένους με φόβο να κοιτάζεις

κι αντί για αδέλφια σαν ένοχους αγάπης τους λογίζεις.

Αδελφέ μου, έσπασες μόνος το δεσμό και τώρα θα μείνουμε κομμάτια

χωριστά μια άλλης εποχής αδελφοσύνης, ανάδελφε μου φίλε

σε λυπάμαι μα πλέον δεν σταματώ, δεν κλαίω.

Θα κρατήσω μόνο το χαμόγελο, που είδα σε ένα παιδικό πρόσωπο

όταν μαζί παίζαμε αδελφέ μου, χωρίς συμφέρον και βόλη

τότε που ακόμα ήμασταν αθώοι.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-45

Ιστορίες Τρέλας και Ναυτίας

23 Σεπτεμβρίου, 2012 4 Σχόλια

Η ώρα έχει πάει δύο. Ξημερώματα.

Η μουσική μας έχει λίγο πωρώσει θετικά. Όλοι λίγο πολύ τραγουδάνε.

Είναι η ώρα για Ελληνικά.

Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Λευκή Συμφωνία, Σπυριδούλα, Διάφανα Κρίνα, κ.α.

Η παρέα που διασκεδάζει περισσότερο ζητάει Panx Romana. Μωρά στη Φωτιά, Σιδηρόπουλο, Πανούση, Άσιμο.

Παίζει Ηλεκτρικός Θησέας. Όλοι τραγουδάνε. Όλοι τσίτα, το βλέπεις, το νιώθεις.

Λέω μέσα μου, πάλι καλά.

Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που έστω κι έτσι αντιστέκονται στην υποταγή. Έστω κι έτσι.

Πέρασε η ώρα, άδειασε το μαγαζί.

Οι λίγες παρέες που έμειναν, μαζεύονται στη μπάρα.

Η ώρα για σφηνάκια, για συζήτηση, για ανταλλαγή συναισθημάτων πιότερο παρά απόψεων. Αμοιβαία επιβεβαίωση πως δεν είμαστε μόνοι μας.

Κάποια στιγμή εκφράζω την ανησυχία μου για τη Χρυσή Αυγή.

“Πως και δεν έχουν κάνει ακόμα κάτι εναντίων του μαγαζιού;”

“Το αλφάδι στο τοίχο, τα τραγούδια, πως και δεν μας έχουν ενοχλήσει;”

Εκεί αρχίζει ο παραλογισμός.

Η κοπέλα που ζήταγε τα πιο επαναστατικά κομμάτια, τα πιο “αντιεξουσιαστικά”, μου πετάει ένα αφοπλιστικό: “Γιατί να σε ενοχλήσουν;”

Απορώ.

Σκέφτομαι είναι αθώα, δεν καταλαβαίνει.

“Αφού είναι αντιεξουσιαστές” συνεχίζει.

Δεν αστειεύεται. Είμαι άφωνος. Δεν ξέρω τι να καταλάβω.

“Μα είναι Ναζί” επιμένω εγώ.

Δεν περιγράφω άλλο. Απλά θα παραθέσω όσα θυμάμαι από το χείμαρρο που έβγαλε:

Είμαι Ελληνίδα και Χρυσαυγήτισα

Η ΧΑ δεν είναι Ναζί.

Ο Χίτλερ ήταν ιδεολόγος και καλά έκανε και ήρθε στην Ελλάδα κι έσφαζε κόσμο.

Και ο Μέγας Αλέξανδρος το ίδιο έκανε.

Οι Γερμανοί είναι καθαροί, όχι σαν τους Πακιστανούς.

Καλά κάνανε και χτυπήσανε τους μαύρους και τους Πακιστανούς στα φανάρια. Ξέρεις πόσα λεφτά βγάζουν και αφορολόγητα.

Φίλη μου βρήκε δουλειά σε βενζινάδικο, αφού η ΧΑ απείλησε τον ιδιοκτήτη να διώξει τους Πακιστανούς. Παίρνει 20€, ανασφάλιστη, αλλά από άνεργη καλύτερα.

Με τα λαμόγια δεν μπορούμε να τα βάλουμε, δεν τους αγγίζουμε.

Ναυτία. Εμετός. Έκλεισα και γύρισα σπίτι ράκος.

Πως ακούς το “Χοιρινό Κρέας” από “Αντίδραση”γαμώ το Χριστό σου;. Πως;

Κι όμως, έτσι ήταν πάντα.

Οικειοποιούνται τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του λόγου, της τέχνης.

Τα παραποιούν σε βαθμό απίστευτο και στρατολογούν. Στρατολογούν ασταμάτητα φοβισμένα ανθρωπάκια.

Και εμείς;

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-3W

Βαβέλ (Πουτάνα Όλα ΙΙ)

19 Σεπτεμβρίου, 2012 1 Σχολιο

Φτάσαμε πια να κοιταζόμαστε, ο ένας με τον άλλον, γεμάτοι απορία

ανίκανοι να αρθρώσουμε ούτε και μια κουβέντα με νόημα κοινό

σα να περάσανε χρόνια πολλά που πάψαμε μαζί να συζητάμε

και κάθε έννοια χάθηκε, εφθάρη σε δαιδαλώδεις σκέψεις

Μέσα από εικόνες φωτεινές, κινούμενες παγίδες, με ήχους

δελεαστικούς μάθαμε να γρυλίζουμε εντολές, και παρακάλια,συχνά

στου διπλανού μας τη ψυχή, κομμάτια του ζητώντας απ’ τη ζωή

κανίβαλοι ταγμένοι στο κάθε τι που ανέβαζε την ψεύτικη εικόνα.

Μα πίσω απ’ όλο το κακό που απρόσμενα μας βρήκε μια Βαβέλ,

κρύβεται ο μόνος και τρανός εχθρός ο ίδιος ο εαυτός μας

που τόσο αγαπήσαμε στρεβλά, με ποταπές, αισχρές επιθυμίες

τον εβολέψαμε στου σκοταδιού τη χώρα, μονάχο και βουβό.

Και τώρα, σκούζοντας βουβά, κανείς δεν μας ακούει πια

αφού του δίπλα τη σκιά να βλέπουμε μόνο έχουμε μάθει

τα μάτια του άγνωστα σε μας, κοιτούν κι αυτού τα πάθη

τα κοινά, μα δεν μπορεί να μας φωνάξει, δεν τον ακούμε.

Είναι η ζωή μας πια πικρή, ρηχή, ανάξια να τη ζήσεις

δεν έχει χέρι να πιαστείς, λόγο καλό ν’ ακούσεις

δεν έχει και έναν σύντροφο να μοιραστείς το λίγο

το γλυκό ψωμί, και το κρασί  εκείνο της χαράς.

Παρά το ζόφο που κρατεί , υπάρχει ελπίδα αν θέμε,

να ξεπηδήσει μια κραυγή βαθιά από τα βουβά εγώ μας,

να ξεθαρρέψει το εμείς, και τρανταχτά να μας προτρέψει

με ένα ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ στη ζωή ξανά ας ξεχυθούμε.

ShortUrl:http://wp.me/p2tMSd-3M

Ο μονόλογος του Προμηθέα (Πουτάνα όλα)

15 Σεπτεμβρίου, 2012 7 Σχόλια

 

  Αλλάζουν οι χειμώνες,τα κρύα, τα νερά, και τα καυτά τα καλοκαίρια

όλα από πάνω μου, αφήνοντας σημάδια στο πετσί μου

και το συκώτι μου ξανά και πάλι γίνεται βορά στου δήμιου το ράμφος

κάθε φορά και πιο πολύ να μου τραβά τις σάρκες.

  Άσβηστος είναι του Δία ο θυμός, για το κακό που του’ κανα παλιά

και τον ξεγύμνωσα μπροστά στου ανθρώπου το μυαλό

και έμεινε, όχι Θεός, μα Τύραννος πλέον να λέγεται σ’ αυτούς

που τόσο ύπουλα έπεισε σαν αρχηγός, προστάτης να περνιέται.

  Κανείς απ’ τους θεούς μα μήτε απ’ τους Τιτάνες δεν ήρθε δίπλα μου,

μονάχο μου με αφήσαν, κι ας ήξεραν κι αυτοί από καιρό καλά,

πως ψεύτικος είναι ο Βασιλιάς, και αδύναμος, μα πως τους εταΐζει

με των ανθρώπων τη σκλαβιά και την αισχρή τους τύχη.

  Και άβουλοι ακόμα οι άνθρωποι, με δέος εθωρούσανε τα πλούτη

και τα παλάτια τα τρανά των αυλικών και των τυράννων

και περηφάνια είχανε περίσσια και χαρά που μόνοι αυτοί τα χτίσανε

με το δικό τους κόπο, κι ας μην τα χαίρονταν ποτέ οι ίδιοι.

  Περάσαν οι αιώνες, και μόνη σκέψη που έκανα στο βράχο μου δεμένος

να’ ρθει η στιγμή να λαμπαδιάσει τη φωλιά των αφεντάδων

η φλόγα που έκλεψα για χάρη των ανθρώπων, η πρώτη γνώση

πως μπορεί κανείς, ελεύθερος να ζήσει, χωρίς να προσκυνά.

  Και όλο έλεγα βάστα ακόμα, και θα ‘ ρθει, σίγουρα δεν θ’ αργήσει,

όπου ο Άνθρωπος θα γεννηθεί ξανά, καθάριος και γενναίος,

στα τάρταρα το Τύραννο να διώξει, και τότε αυτός και εγώ

μαζί να λυτρωθούμε, εγώ πεθαίνοντας κι αυτός για πάντα νέος.

  Ωιμέ, τώρα άλλο δεν βαστώ, και τα παιδιά του ανθρώπου

χειρότερα κάθε γενιά, τη φλόγα αψηφάν αλόγιστα

και ακόμα πιο πολύ με σφάζει, από του δήμιου τη ποινή

του ανθρώπου η παράδοση στης βόλης τη σκλαβιά.

  Μετάνιωσα κάθε στιγμή, στο βράχο μου δεμένος με αλυσίδες

που νόμιζα τον άνθρωπο πως θα λυτρώσει η φλόγα

κάλιο να είχα εγώ τη λύτρωση γυρέψει, με πάθος και οργή

τα πάντα στάχτη και φωτιά, να τ’ είχα καταστρέψει.

  Άξιο είναι το λεπίδι, που του Τυράννου κόβει το λαιμό

και τους ανθρώπους με φωτιά πρέπει να γαλουχήσεις

αν θες να λυτρωθούν ποτέ απ’ της σκλαβιάς τα βάρη

φωτιά πρέπει να βάλουνε, να κάψουνε, τα πάντα να εξαγνίσουν.

  Γιατί δεν γίνεται ποτέ, μ’ αφέντη στο κεφάλι να αλλάξει ο κόσμος

και οι πρόθυμοι πολλοί, να συμπαρασταθούν με βία

αν βγεις να βρεις το δίκιο σου με το δικό του Νόμο,

παρά μονάχα με οργή ΠΟΥΤΑΝΑ ΟΛΑ τα κάνεις.

Short Url: http://wp.me/p2tMSd-3G

Τσιγαρόβηχας

3 Σεπτεμβρίου, 2012 3 Σχόλια

Είναι κάτι ώρες ατελείωτες. Συνήθως βραδυνές, αλλά όλο και πιο συχνά ποτίζουν και τις ημέρες μου. Ώρες ακάλεστες, ανεπιθύμητες. Αρχίζουν συνήθως ήρεμα, σχεδόν ανεπαίσθητα. Μια γλυκόπικρη αίσθηση παράδοσης. Μια μειλίχια παραδοχή αδυναμίας. Πριν καν το καταλάβω με έχουν κυριέψει. Σιγά σιγά με κατακλύζει ένα παράξενο μείγμα φόβου και απελπισίας. Εκείνο που σου κάθεται στο στήθος σαν πρωινός τσιγαρόβηχας και που σου γεμίζει το μυαλό με γοερές κραυγές. Αδυνατώ να καταλάβω τι λένε. Με μπερδεύει και με φοβίζει. Δεν ξέρω ποιος μηχανισμός το προκαλεί ή αν είναι σύνηθες ή όχι. Ξέρω μόνο πως η διάρκεια όλο και μεγαλώνει. Συχνά εμπλέκονται και οι φόβοι άλλων. Μια κουβέντα, μια εικόνα, ένα συμβάν σαν σε αφήγηση. Προβολές αρρωστημένων καταστάσεων. Απόγνωση. Παλιότερα, αρκούσε ένα χαμόγελο, μια λέξη να με συνεφέρει. Μα όσο περνάει ο καιρός, γίνεται και πιο δύσκολο. Είναι φορές που χρειάζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να συνέλθω. Άλλες πάλι φεύγει μόνο του, σαν να με βαρέθηκε κι αυτό. Μα πάντα αφήνει κάτι πίσω του. Την υπόσχεση πως θα γυρίσει. Πιο δυνατό. Πιο συχνά. Η αλήθεια είναι πως φοβάμαι. Φοβάμαι τη μέρα που θα έρθει για να μείνει. Φοβάμαι τη μέρα που θα μείνω μόνος μου.

ShortUrl: http://wp.me/p2tMSd-3C

Ζήσε

3 Σεπτεμβρίου, 2012 Σχολιάστε

Λυπάσαι

Λυπάσαι τα χρόνια που χάνεις

Λυπάσαι τα όνειρα που θάβεις

Κρύβεσαι

Κρύβεσαι από τη ευθύνη σου

Κρύβεσαι από τη ζωή σου

Ντρέπεσαι

Ντρέπεσαι για το παρελθόν σου

Ντρέπεσαι για το μέλλον σου

Φοβάσαι.

Φοβάσαι να με κοιτάξεις στα μάτια

Φοβάσαι να πιάσεις το χέρι μου

Ζήσε

Δεν είσαι μόνος

Μπορείς

Short Url:http://wp.me/p2tMSd-3y